Ο Θανάσης Βάγιας υπήρξε ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους έλληνες πολιτικούς της εποχής του Αλή Πασά, στα Γιάννενα.
Καταγόταν από τη Λεκλή στο Αργυρόκαστρο, γεννηθείς το 1765 και ήταν γιος εμπόρου. Ο πατέρας του είχε εμπορική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γνωστός του Αλή Πασά, του οποίου την εύνοια και εμπιστοσύνη, κέρδισε και ο Θανάσης.
Αν σας αρέσει ο Τύπος, μπορείτε να τον στηρίξετε με μια συνδρομή ή δωρεά, εδώ:
Ο Βάγιας χρημάτισε αρχηγός της σωματοφυλακής του Αλή Πασά.
Κάπου εκεί, ξεκινούν και οι αμφίσημες καταγραφές για τη δράση του.
Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, καταγράφει τον Βάγια ως έναν δυνάστη που συμπεριφερόταν σκληρά στους εργάτες. Επίσης, θεωρείται ως ο υπεύθυνος για τη σφαγή περίπου 600 κατοίκων του Γαρδικίου (στην περιοχή του Αργυροκάστρου), που είχαν χρόνια αντίθεση με τον Αλή Πασά, κατ’ εντολή του αφεντικού του.
Ο αντίλογος ήταν σαφώς πιο εμπεριστατωμένος επιστημονικά. Ο Ευάγγελος Φωτιάδης στο πρώτο τεύχος των Ηπειρωτικών Χρονικών (1926), με το άρθρο του «Εις την περί του Θανάση Βάγιαν έρευναν», σημειώνει ότι υπήρξαν σημεία «σκοτεινά και εκ της προκαταλήψεως έτι επισκοτισθέντα», που τελικά «έρριψαν αυτόν εις το πανελλήνιος ανάθεμα».
Ο Φωτιάδης διαφωνεί με την αντίληψη ότι ο Βάγιας ήταν ο «αρχιδήμιος του Αλή», καθώς σημειώνει ότι μια τέτοια αρμοδιότητα δεν συνάδει με την όντως υψηλή του θέση στην αυλή του Τεπελενλή.
Επίσης, αρνείται ότι ο Βάγιας συμμετείχε στη σφαγή των Γαρδικιωτών, λέγοντας ότι τα γεγονότα στο Χάνι της Βαλιερής, όπου κρατούνταν περίπου 730 άτομα, είναι αμφισβητήσιμα, ως προς την ακριβή τους εξέλιξη.
Αυτός που κυρίως ονομάτιζε τον Βάγια ως δήμιο των Γαρδικιωτών, ήταν ο Πουκεβίλ. Ωστόσο, ο Αραβαντινός αμφισβητεί την αξιοπιστία των γραφομένων του και οι Χρήστος Δάλλας και Χόλαντ, αλλά και ο Περραιβός, δεν χαρακτηρίζουν αυτουργό τον Βάγια. Ο Χόλαντ αναφέρει ότι το σύνθημα να εκτελεστούν οι Γαρδικιώτες, έδωσε ο ίδιος ο Αλής, πυροβολώντας πρώτος.
Ο δε Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει ότι ο Βάγιας είχε τραυματιστεί κατά την πολιορκία του Γαρδικίου και ότι τον μετέφερε στους ώμους ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Οπότε, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται στο Χάνι.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης επηρεάστηκε από την ιστορία του Βάγια και τον τοποθέτησε ως πρωταγωνιστή στο ποίημά του «Ο βρικόλακας», συμβάλλοντας στη δημιουργία αρνητικής εικόνας για τον πρωταγωνιστή:
Ο Βάγιας βρυκολακιάζει εξαιτίας του εγκλήματός του και επιστρέφει τα βράδια στο σπίτι, τρομάζοντας τη γυναίκα του:
Πές μου τί στέκεσαι Θανάση, ὀρθός,
βουβὸς σὰ λείψανο, στὰ μάτια μπρός;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις τὸ βράδυ;
Ὕπνος γιὰ σένανε δὲν εἶν᾿ στὸν Ἅδη;
Ο Δάλλας κατηγόρησε εν μέρει τον Βαλαωρίτη ότι ««…τας δυσμενείς δια τον Αθ. Βάγιαν κρίσεις του Πουκεβίλ, ανεξελέγκτως τας υιοθέτησε και ποιητική αδεία υπερθεματίζων έγραφε τα αριστουργήματά του».
Οι υπερασπιστές του Βάγια θεωρούν ότι η αντιπαράθεση με τον Πουκεβίλ, είχε ξεκινήσει από την εκτέλεση μιας επίταξης που είχε διατάξει ο Αλή Πασάς. Εκτελεστής ήταν ο Βάγιας, που δεν έλαβε υπόψη τις ενστάσεις του γάλλου διπλωμάτη και περιηγητή.
Πάντως, ο Βάγιας εν μέρει αποκαταστάθηκε αργότερα. Μετά την πτώση του Αλή Πασά, στον οποίο παρέμεινε έμπιστος μέχρι τέλος, έμεινε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1827. Το 1831 είχε ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα και διορίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, επιστάτης του πρότυπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας.
Ο Βάγιας πέθανε, κατ’ εκτίμηση, το 1834, στη Λεκλή, αφού είχε πρώτα αποσυρθεί για κάποια χρόνια στα Γιάννενα.
Ο δρόμος με το όνομά του βρίσκεται μέσα στο Κάστρο, όπως θα περίμενε κανείς. Είναι από τις πιο παλιές ονομασίες οδών-το 1960 υπήρχε ήδη.
Μπορείτε να διαβάσετε και για τους υπόλοιπους δρόμους των Ιωαννίνων, στη σχετική στήλη