Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1975, προβλήθηκε ο «Θίασος», ίσως η καλύτερη ταινία του σύγχρονου ελληνικού σινεμά και μια από τις καλύτερες, διεθνώς.
Όχι; Μήπως είναι πολύ «βαρύς» ή «ακατανόητος» ο Αγγελόπουλος; Ναι, ενδεχομένως, μπορεί να κατηγορήσει κάποιος για κάτι τέτοιο το δημιουργό, όπως επίσης και για έναν κατά περίπτωση ελιτισμό στις ταινίες του. Κανείς όμως δεν μπορεί να του αφαιρέσει το «παράσημο» της καλλιτεχνικής ευφυίας, ούτε να αρνηθεί το πόσο συμβολικά και ταυτόχρονα, πιστά και πειστικά ιστόρησε την Ελλάδα ο «Θίασος», στα 230 λεπτά του.
Το 1975 λοιπόν, τέτοια μέρα, ο «Θίασος» προβαλλόταν για πρώτη φορά, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μπροστά στο μεγαλύτερο κοινό που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μέχρι τότε, ταινία της διοργάνωσης. Ο Αγγελόπουλος ξεκίνησε να γυρίζει την ταινία το 1973. «Τότε έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου και όλοι έτρεξαν να κρυφτούν. Ξεκινούσε η πιο σκληρή περίοδος της χούντας, επί Ιωαννίδη...» σύμφωνα με την Εύα Κοταμανίδου, που έπαιξε στην ταινία. «Φυσικά δεν είχαμε υποβάλλει το πραγματικό σενάριο, αλλά ένα υποτιθέμενο, για ένα μπουλούκι που γυρνούσε την Ελλάδα και έπαιζε την Γκόλφω. Δεν πρόσεξαν ότι η οικογένεια των ηθοποιών είχε τα ονόματα των Ατρειδών», συμπληρώνει.
Η ταινία σάρωσε στα βραβεία στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από τη δεδομένη καλλιτεχνική της υπόσταση, έφερε και το πολιτικό βάρος των ηττημένων μιας 40ετίας που έπαιρναν την «εκδίκησή τους», στο πανί. Η κυβέρνηση Καραμανλή, η πρώτη μεταχουντική και παρά τη σύστασή της, «κληρονόμος» σε ένα σημαντικό βαθμό του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους που μην ξεχνάμε, εκτελούσε ανθρώπους για τα πολιτικά τους πιστεύω, δεν έμεινε ικανοποιημένη από το θρίαμβο του Θιάσου στη Θεσσαλονίκη και προσπάθησε να «μικρύνει» την επιτυχία, κρατώντας την εντός συνόρων.
Τότε, υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης ήταν ένας από τους επιδραστικότερους έλληνες φιλολόγους, ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης. Ωστόσο, η απόφαση να «κοπεί» ο «Θίασος» από τις Κάννες φαίνεται ότι δεν πέρασε τόσο από τα δικά του χέρια, όσο ότι ήρθε από «ψηλότερα». Η επίσημη δικαιολογία για να μη δοθεί έγκριση στον «Θίασο» να πάει στις Κάννες, ήταν ότι «πρόσβαλε τον στρατάρχη Παπάγο».
Ο αληθινός λόγος όμως, ήταν άλλος. Ο «Θίασος» κατέγραψε μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου των Ατρειδών, προσαρμοσμένο, με πολιτικό κριτήριο πρώτα και έπειτα με αισθητικό, στην ελληνική χωροχρονική συγκυρία ’39-’52, μια περίοδο σκληρής και εκδικητικής απολυταρχίας, όταν η ελληνική περίπτωση δεν διέφερε και δραματικά από μια σύγχρονη εκδοχή εμφυλίου με ξένες παρεμβάσεις, τηρουμένων πάντα των αναλογιών και των κινδύνων της αντιστορικότητας. «Η ίδια η Ιστορία γίνεται το διακύβευμα της ταινίας. Η περιδιάβαση του Θιάσου στη μεταπολεμική ελληνική επαρχία είναι η περιδιάβαση ενός κομματιού του ελληνικού λαού-της Αριστεράς- στη μεταπολεμική ελληνική ιστορία» γράφει ο Λάμπρος Φλιτούρης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Αυτή την απόδειξη, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν επιθυμούσε να την οικειοποιηθεί ή να ταυτιστεί μαζί της για κανένα λόγο. Σαράντα χρόνια μετά, ένα τμήμα της σύγχρονης ιστοριογραφίας επιχειρεί και πάλι να την ανατρέψει, ρέποντας επικίνδυνα στη δικαιολόγηση ακόμα και της γερμανικής κατοχής…
Η ταινία, με την οποία τα Γιάννενα συνδέθηκαν έντονα και με τρόπους που ενδεχομένως δεν είναι ευρέως γνωστοί (όπως πχ μια παλιά Μερτσέντες), έμελλε τελικά να προβληθεί στο εξωτερικό, να γνωρίσει τεράστια επιτυχία που ίσως να έκανε τον υπουργό της Χούντας Ζουρνατζή να απορήσει πώς δεν πήρε χαμπάρι τι έλεγε στην πραγματικότητα το σενάριο για τη Γκόλφω και τελικά, να συμβολίσει πολλά περισσότερα από μια απλή μεταφορά της ζωής στην τέχνη.
«Γιάξε μπόρε, Ήρθ’ η Γκόλφω…». Ο πρόσφατα χαμένος Λουκιανός Κηλαηδόνης υπέγραψε την επίσης εμβληματική μουσική συνοδεία του έργου.
Του έργου, που σήμερα κλείνει 42 χρόνια ύπαρξης και όπως άλλωστε κάθε μεγάλο καλλιτεχνικό έργο, έχει ξεπεράσει τα όρια που είχε ο δημιουργός του όταν το έφτιαχνε, αλλά έχει ξεπεράσει και την ίδια την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση του δημιουργού.