Η Ελένη Ι. Καλύβα γράφει για το προσφυγικό ζήτημα και για τη στάση των Ελλήνων απέναντι στον Άλλον
Αυτή η φράση του χαρακτηριστικού γεράκου σε διαφήμιση, στην προσπάθειά του να δείξει την αγανάκτησή του ως προς την ένταση της μουσικής των νεαρών γειτόνων του, είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Συνοδεύεται ή και εμπλουτίζεται κι από άλλες παρόμοιες φράσεις, όπως, «Είναι ξένοι», «Δεν έχουν θέση στην πατρίδα μας», «Είναι κλέφτες, εγκληματίες, επικίνδυνοι», «Δεν πρέπει να έχουν δικαιώματα στη χώρα μας», «Να πάνε στα σπίτια τους ή όπου αλλού θέλουν αρκεί να φύγουν από εδώ…».
Ποιος δεν έχει ακούσει έστω και μία φορά κάποια από αυτές τις φράσεις ή αντίστοιχες; Ποιος δεν έχει παρακολουθήσει στην τηλεόραση τα διάφορα επεισόδια που συμβαίνουν σε πόλεις της Ελλάδας, εξαιτίας της παρουσίας των προσφύγων στη χώρα;
Ο προβληματισμός μας δεν θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα αν είναι σωστό ή όχι να βρίσκονται εντός των συνόρων της Ελλάδας. Η πραγματικότητα είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, πως είναι εδώ και αυτό είναι το δεδομένο πάνω στο οποίο θα έπρεπε να εστιάσουμε, ο καθένας από τη σκοπιά του και με τις δυνάμεις του, ώστε να αντιμετωπιστεί σωστά και με αξιοπρέπεια η όλη κατάσταση. Ο προβληματισμός μας θα ήταν ορθό να αφορά ένα θέμα που απασχολεί πολλούς ανθρώπους στον δυτικό κόσμο και το οποίο έχει αναστατώσει τις συνειδήσεις τους: το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο ταλανίζει την παγκόσμια κοινότητα, πυροδότησε έντονα συναισθήματα μίσους και ρατσισμού, τα οποία προφανώς καταπιέζονταν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και τώρα βρήκαν τη διέξοδό τους.
Παρατηρώντας κανείς τα όσα συμβαίνουν ανά τον κόσμο, συμμετέχοντας σε συζητήσεις με κύριο άξονα το θέμα των προσφύγων, η απογοήτευση είναι μεγάλη όταν ακούει ανθρώπους γύρω του να μιλούν με τόσο μίσος γι’ αυτούς τους άλλους ανθρώπους, τους διαφορετικούς. Μήπως τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή για όλους μας να «σταματήσουμε» για λίγο και να προσπαθήσουμε να αυτό-προσδιοριστούμε; Ας αναρωτηθεί καθείς για τον εαυτό του: «Ποιος είμαι;», «Πού ανήκω;», «Τι νιώθω;». Πόσο απλά μπορεί να φαντάζουν τα ερωτήματα από μόνα τους και παράλληλα πόσο σύνθετη μπορεί να είναι η απάντησή τους. Πόσο εύκολο είναι σήμερα για έναν Ευρωπαίο πολίτη να προσδιορίσει την ταυτότητα που τον χαρακτηρίζει; Ττ είναι αυτό, για παράδειγμα, που χαρακτηρίζει περισσότερο έναν σημερινό νέο-Έλληνα Ευρωπαίο; Η ελληνική του υπαγωγή σε ένα έθνος ηλικίας πολλών εκατοντάδων χρόνων ή η υπαγωγή του στο ηπειρωτικό σύνολο που οικοδομείται;
Η έννοια της ταυτότητας. Ο ορισμός της, που βασάνιζε και βασανίζει τον άνθρωπο από την εποχή του «γνώθι σαυτόν» του Σωκράτη μέχρι σήμερα. Η ταυτότητά μας είναι απλά και μόνο τα στοιχεία που αναγράφονται σε επίσημα έγγραφα, και που σαφέστατα προσδιορίζουν τα βασικά στοιχεία του ιδιοκτήτη, υπογραμμίζοντας τις διαφορές του με τον οποιονδήποτε άλλον, ή είναι μία πληθώρα στοιχείων όπως η θρησκεία, η εθνικότητα, η γλώσσα, η οικογένεια, το επάγγελμα, η κοινωνική θέση, η μουσική, οι γευστικές συνήθειες, οι ενδυματολογικές επιλογές, η κουλτούρα, οι πολιτικές απόψεις, οι σεξουαλικές προτιμήσεις κ.ά…; Κι αφού η ταυτότητα του καθενός δεν απαρτίζεται μόνο από ένα στοιχείο, δεν αφορά μόνο μία και μοναδική υπαγωγή, υπάρχει κάποιο που είναι πιο σημαντικό από τα υπόλοιπα, και γιατί;
Σε κάθε εποχή, βέβαια, υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν πως πάντα μία υπαγωγή ξεχωρίζει και είναι σημαντικότερη των υπολοίπων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να έχει την δυνατότητα να ενώνει ανθρώπους διαφορετικούς, οι οποίοι ταυτίζονται με αυτήν τη μία υπαγωγή σε σημείο που να την αποκαλούν ταυτότητα. Για κάποιους είναι το έθνος, για άλλους η θρησκεία, το χρώμα, η κοινωνική τάξη, η γλώσσα κλπ. Η λίστα μπορεί να είναι ατελείωτη. Η ουσία, όμως, είναι πως η ιεραρχία αυτή δεν είναι αμετάβλητη. Αλλάζει και διαμορφώνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, όπως ακριβώς αλλάζουμε και διαμορφωνόμαστε και εμείς οι ίδιοι στην πορεία της.
Σημαντικό είναι βέβαια το γεγονός πως παρόλο που η ταυτότητα συνίσταται από πολλές υπαγωγές, ταυτοχρόνως, είναι ενιαία και τη βιώνουμε ως ένα όλον. Κι αυτό είναι και το επικίνδυνο. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η ταυτότητα ενός ανθρώπου αποτελεί ένα συνεκτικό και συμπαγές οικοδόμημα με πάρα πολλές διακλαδώσεις, δε σημαίνει πως αυτό καθαυτό το οικοδόμημα είναι σε θέση να απομονώσει τις ίδιες του τις υπαγωγές. Αρκεί να θίξουμε μία υπαγωγή και δονείται ολόκληρος ο άνθρωπος. Η υπαγωγή που αμφισβητείται περισσότερο, είτε είναι το χρώμα είτε η θρησκεία ή η γλώσσ ή η κοινωνική τάξη, είναι και η υπαγωγή που καταλαμβάνει σχεδόν εξολοκλήρου την προσωπικότητα που τη φέρει και όσοι τη μοιράζονται νιώθουν αλληλέγγυοι και εναντιώνονται στους «απέναντι».
Το εύκολο, αυτό που συμβαίνει κατά κόρον στις μέρες μας, είναι να προσδιορίζουμε την ταυτότητά μας βάζοντας τον εαυτό μας απέναντι από τον άλλον. Αυτό-προσδιοριζόμαστε σαν αρνητικά φωτογραφικού φιλμ και αντιλαμβανόμαστε αντίστοιχα και τον άλλον, τον αντίπαλο, σαν το ακριβώς αντίθετο από εμάς. Στην προσπάθειά μας να αποτινάξουμε ανασφάλειες και φοβίες δικές μας, τρέφουμε αυτά μας τα συναισθήματα με μίσος και αποστροφή, κατατάσσοντας ανθρώπους και λαούς σε μια κατωτερότητα που δημιουργήσαμε για να νιώσουμε εμείς ανώτεροι. Ο τρόπος που σκεφτόμαστε, που εκφραζόμαστε, αυτή η κοντόθωρη, άκαμπτη, στενόμυαλη, απλουστευτική μας νοοτροπίας, συρρικνώνει ολόκληρη την προσωπικότητά μας σε ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό, κάνοντάς μας να παραβλέπουμε όλα τα άλλα και ωθώντας μας στο να το διαλαλούμε αυτό το ένα μετά μανίας. Και ως επιστέγασμα αυτού, καλούμε και τον διπλανό μας να διαλέξει στρατόπεδο για να αυτό-προσδιοριστεί.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσει ο καθένας μας το γεγονός πως τέτοιες και παρόμοιες πρακτικές δεν είναι αθώες, αλλά συντηρούν μίση και πάθη, διαιωνίζουν προκαταλήψεις και αποδείχθηκαν διεστραμμένες και δολοφονικές καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας. Γιατί είναι το βλέμμα μας που φυλακίζει συχνά του άλλους στις στενές τους υπαγωγές και είναι πάλι το βλέμμα μας που μπορεί να τους απελευθερώσει.