H αντίδραση του περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέκου Καχριμάνη στην υπόθεση με την καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση σε βάρος του Οδυσσέα Πότση ήταν μια αντίδραση εκ του ασφαλούς.
Ο κ. Καχριμάνης, κάνοντας ένα damage control για να μην πληγεί πρωτίστως η δική του εικόνα, δέχτηκε την παραίτηση (αυτή είναι η επίσημη θέση) του επί χρόνια στενού του συνεργάτη από το αξίωμα του θεματικού αντιπεριφερειάρχη. Την ίδια ώρα, φρόντισε να φιλοξενήσει στην ανακοίνωσή του δήλωση του οδοντίατρου κ. Πότση περί «αήθους και συκοφαντικής κατηγορίας». Απέφυγε πάντως να αναφερθεί στα περί πολιτικών σκοπιμοτήτων τα οποία υποστηρίζει ο καταγγελλόμενος. Μια τακτική που συνήθως επιστρατεύεται για την αποδυνάμωση μιας καταγγελίας.
Ο κ. Καχριμάνης θα έπρεπε να έχει ζητήσει την παραίτηση του κ. Πότση και από τη θέση του περιφερειακού συμβούλου ή, ακόμα καλύτερα, ο κ. Πότσης θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί ήδη από τη θέση αυτή. Γιατί αυτό είναι το πολιτικά σωστό και ηθικό. Το τεκμήριο της αθωότητας προφανώς και υφίσταται. Ο κ. Πότσης όμως είναι ένα πολιτικό πρόσωπο, το οποίο μάλιστα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση εκλέγεται στις πρώτες θέσεις. Έχει μια πολιτική ευθύνη.
Όσον αφορά την καταγγελία, είναι αποκλειστικά και μόνο ζήτημα της Δικαιοσύνης. Υπάρχουν όμως και οι κοινωνικές διαστάσεις τέτοιων καταγγελιών, οι οποίες έχουν αναδειχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια με αφορμή το κίνημα #MeToo.
Η κοινωνία πρέπει να διευκολύνει τις καταγγελτικές φωνές από γυναίκες και άντρες για σεξουαλική κακοποίηση, για παρενόχληση, για οποιουδήποτε είδους βίας σε όλους τους χώρους συναναστροφών, όπως είναι ένας χώρος εργασίας, για κατάχρηση εξουσίας κ.λπ.
Και όταν αυτές προκύπτουν, να μην τις αντιμετωπίζει σφυρίζοντας αδιάφορα. Γιατί δυστυχώς, και η ελληνική κοινωνία έχει να «ξεριζώσει» πολλά κακά από τη νοοτροπία της.
Μια κοινωνία που συνεχίζει να βάζει σε λειτουργία αντανακλαστικά που με τον τρόπο τους εξευτελίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Κι αυτό μπορεί να γίνει με τους πιο απλούς, «αθώους» τρόπους - από την αυτοματοποιημένη αμφισβήτηση και την κανονικοποίηση του αρνητικού μέχρι τα εξυπνακίστικα σχόλια και την επιστράτευση κακού, σεξιστικού χιούμορ στα διάφορα «πηγαδάκια».
Και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα και παράλληλα η μεγαλύτερη πολιτική ευθύνη: πώς θα πάψει μια τέτοια υπόθεση σαν αυτή του πρώην θεματικού αντιπεριφερειάρχη -είτε είναι βάσιμη είτε όχι- να αποτελεί τον καμβά για την ενεργοποίηση κάθε είδους στερεότυπου.
Και η πολιτική αυτή ευθύνη δεν ανήκει γενικά και αόριστα στην πολιτεία. Ανήκει στον περιφερειάρχη, στους αντιπεριφερειάρχες, στους δημάρχους, στους θεσμούς, στους φορείς, στον καθένα από εμάς που κάθεται σε ένα καφέ και που προσπαθεί να βρει την καλύτερη ατάκα για να κερδίσει το χειροκρότημα.