Φέτος, το 30χρονο πια Rock’n’Roll hall of fame που εδρεύει στο Κλίβελαντ των ΗΠΑ, δίπλα στον Λεμπρόν Τζέιμς δηλαδή, έκανε μερικές εκπλήξεις στις υποψηφιότητες που ανακοίνωσε. Η μεγαλύτερη αυτών, όχι όμως αδικαιολόγητη, είναι οι Motor City 5, εν συντομία MC5, η μπάντα που υπήρξε ένας από τους πιο λαμπρούς και διάττοντες αστέρες του rock’n’roll.
Το συγκρότημα από το οποίο σήμερα επιζούν τα 2 από τα 5 μέλη του, ξεπήδησε από τη σκηνή του Ντιτρόιτ, σχεδόν παράλληλα με τους Stooges του Ίγκι Ποπ, στην εποχή που τα πάντα ήταν πολιτική (δηλαδή, και τώρα το ίδιο συμβαίνει, άλλο που νομίζουμε κάτι διαφορετικό).
Οι MC5 τοποθετήθηκαν στο άκρο αριστερό στασίδι της πολιτικής άποψης, έγραψαν ένα διαφορετικό τύπο «λαϊκής μουσικής» που μίλησε στην εργαζόμενη νεολαία του Ντιτρόιτ (σήμερα αυτό το πράγμα δεν υπάρχει, η πόλη έχει υποστεί κύματα ερήμωσης και η ανεργία είναι τεράστια) και έκαναν το υπερβολικό ενίοτε, κομμάτι τους, λίγο πριν διαλυθούν στα εξ ων συνετέθησαν.
Άφησαν πίσω τους τρία άλμπουμ και μια παρακαταθήκη που όρισε τον γκαράζ ήχο, όχι με τον, ας πούμε εκλεπτυσμένο τρόπο, των Stooges (εκλεπτυσμένοι οι Stooges; Αλήθεια τώρα), αλλά με μια μαζικότητα στην απεύθυνσή του.
Ο πρώτος τους δίσκος ήταν μάλιστα ζωντανά ηχογραφημένο στην «έδρα» τους, στο Grandee Balroom και τιτλοφορήθηκε «Kick out the Jams». Είναι ένα από τα σημαντικότερα και επιδραστικότερα άλμπουμς του ροκ εν ρολ, άσχετα αν αρχικά οι κριτικοί το «έθαψαν».
Οι MC5 χάθηκαν όπως εμφανίστηκαν: με πύρινο τρόπο. Αν θέλετε να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται και να συγκινηθείτε και λίγο, αν σας αρέσει αυτή η μουσική, με τις συγκρίσεις του «τότε» και του «τώρα» που είναι βαθιά κοινωνικές, δείτε το MC5: Α true testimonial, πριν ρίξετε την ψήφο σας.