Στις 14, 15 και 16 Ιουνίου, στη «Σκηνή 125» της Θεατρικής Συμπαιγνίας (στο ΚΕΠΑΒΙ), έρχεται η θεατρική παράσταση «βάιζα» («βάιζα» στα αρβανίτικα είναι το κορίτσι, η κόρη).
Ο «Τύπος Ιωαννίνων» συνομιλεί με τη σκηνοθέτη Χριστίνα Ματθαίου για την ιδιαίτερη αυτή παράσταση.
Βάιζα: για ποιο πράγμα μιλάει αυτή η θεατρική παράσταση;
Ξεφεύγοντας από το προφανές, που είναι ότι η παράσταση μιλάει για ένα πραγματικό περιστατικό γυναικοκτoνίας που συνέβη στη Μάνη του 19ου αιώνα, θα έλεγα ότι ο βασικός πυρήνας της είναι η δύναμη της θηλυκότητας.
Η Μηλιά, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, θάβεται ζωντανή με το κεφάλι έξω από το χώμα μέχρι να πεθάνει, γιατί την πρώτη νύχτα του γάμου της βρέθηκε «χαλασμένη», όπως συνήθιζαν να λένε. Η οικογένειά της, προκειμένου να ξεπλυθεί η ντροπή, αποφασίζει να προχωρήσει σε αυτό το έγκλημα, που στην πραγματικότητα διαπράττει σύσσωμη η κοινωνία της Μάνης∙ ένα έγκλημα που γέννησαν οι ηθικοκοινωνικές «αξίες» της τότε (ίσως και τώρα) Ελλάδας.
Η δύναμη της γυναίκας αυτής αποτυπώνεται στην επιλογή της να ζήσει όπως θέλει, γνωρίζοντας τις συνέπειες που ακολουθούν, αλλά και στη στάση που τηρεί μπροστά στο επικείμενο πρόωρο και άδικο τέλος της. Η Μηλιά είναι μια σύγχρονη Αντιγόνη. Και ίσως αυτός είναι και ο λόγος που, αν και το έργο αφηγείται κάτι πολύ δύσκολο και βαρύ, μεγάλη μερίδα του κόσμου μας λέει φεύγοντας ότι νιώθει ανακούφιση. Γιατί η σκηνή δίνει στη Μηλιά τον χώρο να μιλήσει για πρώτη φορά. Να ακουστεί η φωνή της. Και από όλες τις φωνές που ακούγονται στην παράσταση, αυτή είναι η πιο δυνατή.
Η παράσταση βασίζεται σε δύο κείμενα του Παντελή Μπουκάλα. Ποιες είναι οι προκλήσεις της δραματουργίας σε αυτήν την περίπτωση;
Το βασικό έργο αναφοράς μας είναι η «Μηλιά μου αμίλητη». Σε αυτό μπορεί κανείς να βρει την κεντρική ιστορία της «βάιζα» ή, καλύτερα, τους βασικούς μονολόγους των ηρώων της ιστορίας.
Όσο προσπαθούσα να φανταστώ σκηνικά το έργο, ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε κειμενικά, που θα έκανε την κύρια ηρωίδα πιο ανθρώπινη. Κάτι που θα μπορούσε να μας κάνει να ταυτιστούμε ευκολότερα μαζί της και να την καταλάβουμε λίγο περισσότερο. Έτσι προέκυψαν οι «γέφυρες» που συνδέουν τους μονολόγους και εκεί χρησιμοποίησα κυρίως κομμάτια από τον «Χριστό στα χιόνια».
Έπειτα, η επιλογή μου να ανέβει το έργο με γυναικείο θίασο οδήγησε στην εδραίωση μιας συνθήκης, όπου εμφανίζονται τέσσερις ηθοποιοί για να αφηγηθούν μια ιστορία. Δεν είναι, δηλαδή, μια γυναίκα που ερμηνεύει τον πατέρα, αλλά περισσότερο έρχεται για να μας μεταφέρει τα λόγια του. Έχει τη λογική του ανεκδότου, που περιγράφεις τι συμβαίνει και λες «και είπε ο Χ...» και μετά μεταφέρεις τα λόγια του Χ σαν να είναι δικά σου.
Είχα μεγάλο άγχος όταν έστειλα πρώτη φορά το κείμενο της διασκευής στον Παντελή Μπουκάλα, αλλά η απάντησή του, όπως και όλη του η στάση μέχρι και σήμερα, ήταν συγκινητική. Προσπάθησα να σεβαστώ όσο το δυνατόν περισσότερο τα κείμενά του και νομίζω ότι αυτό προέκυψε από τον μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό που μου εμπνέει ο ίδιος.
Τι είναι η γυναικεία φύση σήμερα; Και ποια η θεμελιώδης διαφορά της, αν υπάρχει, με αυτήν του 19ου αιώνα;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει γυναικεία και ανδρική φύση. Υπάρχει θηλυκή και αρσενική ενέργεια που και οι δύο υπάρχουν και στα δύο βιολογικά φύλα. Τη δύναμη της θηλυκής αυτής ενέργειας υμνεί η «βάιζα». Η θηλυκότητα είναι η πηγή της ζωής και του φωτός, η θάλλουσα ενέργεια, όπως αναφέρει και η Κλαρίσα Πίνκολα Εστές στις «Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους».
Είναι η οξυμμένη διαίσθηση, η ισορροπία πνεύματος και σώματος, η αφοσίωση, η επαγρύπνηση, η συναισθηματική ευφυΐα και ενσυναίσθηση. Η δύναμη να εκτίθεσαι, να μη φοβάσαι το συναίσθημά σου, να μη φοβάσαι την ευαλωτότητά σου, αλλά να την αποδέχεσαι και να την αγκαλιάζεις.
Η γυναικεία φύση, από την άλλη, είναι -θεωρώ- ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. Μία στρέβλωση των αρετών της θηλυκότητας και ηθελημένη μετάφρασή τους ως αδυναμιών. Για να ορίσουμε τι είναι η γυναικεία φύση θα πρέπει, ίσως, να κάνουμε μια μεγάλη αναδρομή στο τι παρουσιάζεται διαχρονικά ως «γυναικεία φύση».
Από τις ιστορίες που μαθαίνουμε από την αρχαία ελληνική παράδοση, όπως αυτές της Ωραίας Ελένης, της Αντιγόνης, της Μήδειας, της Κλυταιμνήστρας, αλλά και, με τη διάδοση του Χριστιανισμού, από τον μύθο του προπατορικού αμαρτήματος, για το οποίο υπαίτια παρουσιάζεται η μυθική μας μητέρα, η Εύα, μέχρι τη Μηλιά της ιστορίας μας και την ιστορία κάθε γυναίκας που έχει πέσει θύμα της πατριαρχίας, η γυναικεία φύση μοιάζει, τελικά, να καθίσταται, διαχρονικά, το ιδανικό εξιλαστήριο θύμα.
Θέλω να πιστεύω ότι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του τρόπου που γινόταν αντιληπτή η γυναικεία φύση τον 19ο αιώνα και του τρόπου που γίνεται αντιληπτή σήμερα είναι ακριβώς η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι η θηλυκότητα δεν είναι κατάρα, μα δώρο, δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά παίρνει για τον καθένα τη μορφή που έχει ανάγκη, δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση, αλλά και ανδρική, δεν είναι αδυναμία, μα δύναμη. Έχουμε ακόμα δρόμο. Αλλά, τουλάχιστον, πια μιλάμε.
Πώς η εικαστικότητα ενσωματώνεται στη «Βάιζα»;
Η «βάιζα» είναι στημένη σαν μια ιδιόμορφη τελετή γάμου και ταφής. Είναι η συνέχεια μιας έρευνας, που είχα ήδη ξεκινήσει κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, και σχετίζεται με την τελετουργία και τη θεατρικότητα των επιθανάτιων τελετών.
Ένα μεγάλο κομμάτι εθίμων σε σχέση με τον γάμο και την ταφή είναι κοινά σε όλο τον κόσμο και ειδικά στις βαλκανικές χώρες. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα κοινά στοιχεία που εμφανίζονται στις ίδιες τις τελετές του γάμου και της κηδείας. Έχοντας, λοιπόν, αυτό ως αφετηρία, εμπνεύστηκα έναν κόσμο που ακροβατεί σκηνικά ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ποίηση. Ένα σύμπαν που η δική μου «Λυγερή στον Άδη» μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία της.
Όλα τα υλικά που χρησιμοποιούμε έχουν μια ρεαλιστική και μια συμβολική σημασία για το έργο και τις τελετές. Για παράδειγμα, το νυφικό της Μηλιάς είναι φτιαγμένο από γάζα που είναι ένα υλικό που χρησιμοποιείται στο σαβάνωμα των νεκρών. Αντίστοιχα, στην έναρξη του έργου, υπάρχει μια σκηνή που οι αφηγήτριες πλένουν το σώμα της ηρωίδας μας.
Το πλύσιμο του σώματος ως κομμάτι τελετουργίας εμφανίζεται και πριν την τελετή του γάμου και πριν από αυτήν της ταφής, όπως συμβαίνει και με το στόλισμα του σώματος με λουλούδια. Είναι πάρα πολλά τα κομμάτια της παράδοσης που δεν γνωρίζουμε ή γνωρίζουμε μερικώς. Στο πρόγραμμα της παράστασης αναφέρονται όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται σκηνικά και αναλύεται ο ρόλος του καθενός στις τελετές.
Δουλεύω πολύ με εικόνες και αυτό νομίζω ότι αποτυπώνεται και στη «βάιζα» εμφανώς. Η εικόνα είναι από τους δυνατότερους μηχανισμούς μνήμης. Στις παραστάσεις που με έχουν εντυπωσιάσει συνειδητοποιώ ότι, περνώντας τα χρόνια, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τι έλεγε το κείμενο, αλλά σίγουρα μπορώ να περιγράψω με λεπτομέρεια τις εικόνες που είδα και την αίσθηση που μου δημιούργησαν.
Ίσως για αυτό στέκομαι τόσο πολύ στις εικαστικές λεπτομέρειες της παράστασης. Η υφή των υλικών, τα φώτα, οι μυρωδιές από λουλούδια, χώμα, λιβάνι και καμένο χαρτί που μπλέκονται συμβάλλουν και αυτά στην αίσθηση που αφήνει η παράσταση στους θεατές, γιατί ενεργοποιούν το συναίσθημα.
Και αν κάποιος σε μερικά χρόνια θυμάται τη «βάιζά» μας έστω και για τις εικόνες της, θα με κάνει πολύ ευτυχισμένη, γιατί έτσι, με έναν τρόπο, θα θυμάται και την ιστορία της γυναίκας αυτής που, θύμα της κοινωνίας, θανατώθηκε τόσο άδικα. Κι ίσως μαζί με την ιστορία της Μηλιάς, να αναλογίζεται και το «γιατί». Κι ίσως, κάποτε, να πάψουν να υπάρχουν «Μηλιές».