Η Ροά Σαμπάχ είναι μία από τους πρόσφυγες που κατάφεραν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα στην Ελλάδα: από την κουζίνα της γιαγιάς της, στην πατρίδα της, όπου μάθαινε τα μυστικά της ιρακινής κουζίνας, σήμερα μαγειρεύει ως μέλος της κουζίνας ενός από τα γνωστότερα εστιατόρια στο κέντρο της Αθήνας.
Πέρυσι, η Ροά συμμετείχε στο 2ο φεστιβάλ μαγειρικής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στο εστιατόριο «Mama Roux». Λίγους μήνες μετά δέχτηκε τηλεφώνημα από τον σεφ, Βασίλη Σπόρο, για να εργαστεί στο ίδιο εστιατόριο επαγγελματικά. Σήμερα, στο τρίτο κατά σειρά φεστιβάλ, η Ροά συμμετέχει πλέον ως καταξιωμένη μάγειρας και υποδέχεται στην κουζίνα του «Mama Roux» μία άλλη πρόσφυγα με αγάπη για τη μαγειρική, τη Σύρια Άσμα Αλχέντερ. Εκδηλώσεις θα γίνουν και στα Γιάννενα, στις 20-21 Ιουνίου.
Η Ροά γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μοσούλη και ήρθε πριν από τρία χρόνια στην Ελλάδα μαζί με τον σύζυγό της και τους δύο γιους τους, σήμερα 12 και 10 ετών, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τον εφιάλτη του πολέμου. Η διαδρομή τους διαμέσου της Συρίας και της Τουρκίας είχε ως προορισμό το Καστελόριζο, μετά τη Ρόδο, τη Θεσσαλονίκη, την Ειδομένη και το Πολύκαστρο, όπου μια ελληνική οικογένεια τους πρόσφερε φιλοξενία για δύο μήνες. Σήμερα, έχουν λάβει διεθνή προστασία και ζουν στην Αθήνα, όπου, όπως ομολογεί η Ροά, «η ζωή είναι δύσκολη γιατί ο σύζυγός μου ψάχνει για δουλειά, χωρίς αποτέλεσμα».
Έχοντας παντρευτεί σε ηλικία μόλις 15 ετών, η 28χρονη σήμερα Ροά δεν κατάφερε να εξασκήσει ποτέ στην πατρίδα της το επάγγελμα που της άρεσε. Ωστόσο, δίπλα στη γιαγιά της έμαθε πολλές παραδοσιακές συνταγές της πατρίδας της, όπως τον αγαπημένο της μουσακά, μερικές από τις πολλές παραλλαγές του κεμπάπ ή τα γλυκά που τόσο της αρέσουν. Στα μαθήματα ελληνικών που ξεκίνησε να παρακολουθεί στην Ελλάδα, η Ροά μαγείρευε για τους συμμαθητές της, οι οποίοι ήταν αυτοί που την παρακίνησαν να ασχοληθεί επαγγελματικά. Για ενάμιση χρόνια δούλεψε σε κέτερινγκ μέχρι που πέρυσι αποφάσισε να συμμετάσχει στο φεστιβάλ μαγειρικής της Ύπατης Αρμοστείας, δίπλα στον σεφ του «Mama Roux», Βασίλη Σπόρο. Λίγους μήνες μετά ο σεφ της έστειλε μήνυμα να δουλέψουν μαζί. «Χάρηκα πάρα πολύ με την πρότασή του. Μου αρέσει το μενού του συγκεκριμένου εστιατορίου, γιατί έχει φαγητά από όλο τον κόσμο. Επίσης, η ομάδα είναι πολύ καλά παιδιά. Η δουλειά με βοήθησε πολύ να προσαρμοστώ. Πλέον έχω φίλους, έμαθα πολλά πράγματα και έμαθα καλύτερα ελληνικά», εξηγεί η Ροά στο ΑΠΕ- ΜΠΕ.
Ο σεφ Βασίλης Σπόρος συμμετέχει στο φετινό φεστιβάλ όχι μόνο μέσω του «Mama Roux», αλλά και με το εστιατόριο «Po'Boys», του οποίου είναι συνιδιοκτήτης (εκεί θα μαγειρέψει μαζί με τον Ιρανό Μεχρντάντ στις 19 και 21 Ιουνίου). Ως παιδί πρόσφυγα από την Ίμβρο, μας λέει, «συμπάσχω με τους πρόσφυγες και ήθελα πάντα να τους υποστηρίξω». Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη Ροά «αναντικατάστατο μέλος του εστιατορίου, κομμάτι της οικογένειάς μας» και συμπληρώνει ότι «οι αλλαγές στην κοινωνία μπορούν να γίνουν βήμα βήμα. Η Ροά πάτησε στα πόδια της, πήγε σε μια σχολή μαγειρικής και βρήκε μια θέση στην Ελλάδα του σήμερα. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι οι πρόσφυγες αυτοί που δημιουργούν προβλήματα στην οικονομία. Μπορούμε να τους δώσουμε και να μας δώσουν».
Η επαγγελματική κατάρτιση και ένταξη στις τοπικές κοινωνίες αποτελούν βασικό στόχο διοργάνωσης του φεστιβάλ «Στην κουζίνα με τους πρόσφυγες», που οργανώνει φέτος για τρίτη συνεχή χρονιά η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. «Στη διάρκεια των ημερών που διαρκεί το φεστιβάλ, οι πρόσφυγες ζουν από κοντά πώς είναι να δουλεύεις σε μια επαγγελματική κουζίνα, να αντιμετωπίζεις με συνέπεια τους γρήγορους ρυθμούς ενός εστιατορίου, πόσο σημαντικό είναι να μπορείς να επικοινωνήσεις με τους συναδέλφους σου, αλλά και τους πελάτες», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Εύα Σαββοπούλου, μέλος του Τομέα Επικοινωνίας της Ύπατης Αρμοστείας. Ας μην ξεχνάμε, συμπληρώνει η ίδια, «πως για τους ενήλικες που αναγκασμένοι να αφήσουν την πατρίδα τους μπορεί να έχουν μείνει πολλά χρόνια εκτός του επαγγελματικού στίβου, οι δυσκολίες της ένταξης μπορεί να αποδειχτούν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι για τα παιδιά τους. Θα πρέπει λοιπόν να στρέψουμε την προσοχή μας στις δεξιότητες και την προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία των προσφύγων στη χώρα καταγωγής τους, ώστε να μπορούν και εκείνοι με τη σειρά τους να προσφέρουν στις κοινότητες που τους φιλοξενούν και να είναι πάλι δημιουργικοί σε αυτό που αγαπούν».
Σήμερα, η Ροά παρακολουθεί μαθήματα σε ιδιωτικό ΙΕΚ προκειμένου να διδαχθεί τα μυστικά της ελληνικής κουζίνας και ελληνικές συνταγές που τις αρέσουν, όπως το παστίτσιο. Το όνειρό της είναι να σερβίρει στο μέλλον στο δικό της εστιατόριο την κουζίνα της πατρίδας της συνδυασμένη με ελληνικές γεύσεις, σε μια μοντέρνα εκδοχή.
Στις 21 και 22 Ιουνίου η Ροά θα μαγειρέψει, ως μέλος της κουζίνας του «Mama Roux» πλέον, μαζί με την Άσμα Αλχέντερ και θα παρουσιάσουν συριακές και ιρακινές γεύσεις.
Η μαγειρική αποτελεί και για την Άσμα το πάθος της. Στην πατρίδα της, το Ντέιρ Εζ-Ζορ της Συρίας, η Άσμα ήταν υπεύθυνη στο εστιατόριο του αδελφού της. Μαγειρεύει από την ηλικία των εννέα ετών, μας εξομολογείται, οπότε προετοίμασε με τη γιαγιά της τα φαγητά για ένα μεγάλο οικογενειακό πάρτι. Όταν μιλάει για τη μαγειρική, τα μάτια της φωτίζονται. «Είναι σαν μουσική», λέει χαρακτηριστικά. Τα τελευταία δύο χρόνια που ζει στην Ελλάδα με τον σύζυγο και τον 2,5 ετών γιο τους, η Άσμα μαγειρεύει για γιορτές στην οργάνωση γυναικών «Μέλισσα». Ο στόχος της είναι να πάρει άσυλο στην Ελλάδα και στη συνέχεια να φοιτήσει σε σχολή μαγειρικής για να μάθει και τις κουζίνες άλλων χωρών και να πειραματιστεί με νέα υλικά και γεύσεις.
Στο «Mama Roux» οι επισκέπτες του Φεστιβάλ θα έχουν την ευκαιρία να γευτούν σαλάτα με βερίκοκο και χουρμά, τους παραδοσιακούς κεφτέδες με κιμά και πλιγούρι «Κίμπε», το ρύζι με κοτόπουλο και εξωτικά μπαχαρικά «Κέμπσα», που αποτελεί το αγαπημένο πιάτο της Άσμα, και για επιδόρπιο τις «Νύχτες του Λιβάνου» με κρέμα σιμιγδάλι και ροδόνερο.
Το φετινό φεστιβάλ μαγειρικής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες «Στην κουζίνα με τους πρόσφυγες- Cooking #WithRefugees» ξεκινάει σήμερα και θα διαρκέσει έως τις 22 Ιουνίου. Θα γίνει ταυτόχρονα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα και Λέσβο και πραγματοποιείται με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Προσφύγων. Ελληνικές, συριακές, αφγανικές, ιρακινές, ιρανικές, κονγκολέζικες και μαροκινές γεύσεις θα «πρωταγωνιστήσουν» στα 13 εστιατόρια που συμμετέχουν στη δράση.
Το φεστιβάλ ξεκινάει σήμερα από τη Θεσσαλονίκη με ιρακινές γαστρονομικές προτάσεις που θα μαγειρέψει η Χαΐφα με τον σεφ Μανώλη Παπουτσάκη στο εστιατόριο «Χαρούπι».
Στην Αθήνα, εκτός από τα εστιατόρια «Mama Roux» και «Po'Boys» συμμετέχουν το «Rakor», όπου θα μαγειρέψει ο Φαρίντ μαζί με την ομάδα του Δημήτρη Ψαραδάκη (σήμερα και αύριο), η καντίνα «Food Truck», που θα βρίσκεται την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων 20 Ιουνίου στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης με γεύσεις που θα σερβίρουν ο Μπαρσάνκ και ο Γιώργος Γληνός, καθώς και το «StrEaters», όπου η Τούρια θα προσφέρει μαροκινό street food μαζί με τον σεφ Μιχάλη Γιαννόπουλο (21 Ιουνίου). Επίσης, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν από τις 18 έως τις 22 Ιουνίου πιάτα από εστιατόρια προσφύγων, όπως παραδοσιακή αφγανική κουζίνα στο εστιατόριο «Φωλιά» του Ρεζά Γκολάμι και ασιατική κουζίνα στο «Golden Phoenix» στο Κεφαλάρι, όπου ο ιδιοκτήτης Χουί Τανγκ Νγκουέν θα ετοιμάσει σπεσιαλιτέ από την πατρίδα του, το Βιετνάμ.
Στα Γιάννενα το φεστιβάλ θα παρουσιάσει κουζίνες της Συρίας, του Αφγανιστάν και του Κονγκό. Ο Ιμπραήμ θα μαγειρέψει μαζί με τον σεφ Ανδρέα Γεωργούλη στο εστιατόριο «Όμιλος (20 και 21 Ιουνίου), ο Εσποάρ με τη Μαρία Κλήμη στο «Μαγαζάκι που λέγαμε» (21 και 22 Ιουνίου) και ο Φαραϊντόν με τους Γιάννη Τέφα και Τζώρτζη Τσόλη στην «Πρεσβεία» (21 και 22 Ιουνίου).
Τέλος στη Λέσβο συμμετέχουν από τις 18 ως τις 22 Ιουνίου το «ΝΑΝ», το πρώτο εστιατόριο στο οποίο εργάζονται ντόπιοι και πρόσφυγες μαζί και μοιράζονται τις συνταγές τους μαζί με την τοπική κοινότητα, και το «Reem», όπου ο ιδιοκτήτης του Μαχμούντ Ταλάα θα μυήσει τους επισκέπτες του στην κουζίνα της Συρίας.
Μέρος των εσόδων των εστιατορίων θα δοθεί σε οργανώσεις υποστήριξης προσφύγων.
Πηγή: ΑΠΕ/Μαρία Κουζινοπούλου