Η επανασύνδεση των Oasis απέδειξε ότι μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται, που λέει και η παροιμία. Οι αφοι Γκάλαχερ βάλανε στην άκρη (τη βάλανε όντως;) την παλίμψηστη έχθρα τους, μπροστά στον πακτωλό που προφανώς θα φέρει μια σειρά συναυλιών.
Εάν φυσικά δεν πλακωθούν επί σκηνής.
Πριν από 29 χρόνια όμως, ήταν στα καλύτερά τους και έβγαζαν αυτό που θα μπορούσε να είναι το White Album της brit pop.
To (What’s the story) Morning Glory? είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του ροκενρόλ, άξιος συνεχιστής του πρώτου τους δίσκου, ένας κανονικός θρίαμβος.
Εκτός από τις σούπερ επιτυχίες Don’t Look Back In Anger και Wonderwall που απέδειξαν ότι πρώτον, τίποτα δεν είναι παρθενογένεση και δεύτερον θέλει και ταλέντο για να μην μένεις σε αυτό που σου θυμίζει, αλλά να εκτιμάς αυτό που ακούς, ο δίσκος είχε ένα σωρό εξαιρετικά κομμάτια: Roll with it, Some might say, Cast no shadow και Champagne Supernova για παράδειγμα, ήταν εξαιρετικές «ληστείες» των Beatles και, λιγότερο, των Stones, αλλά και των Kinks (και των REM).
To What’s the story πυροδότησε έναν οξύ διχασμό στο βρετανικό ροκενρόλ, αντίστοιχο της εποχής Beatles εναντίον Stones. Οι Oasis ήταν η εργατική μπάντα του Μάντσεστα, θαμώνες του Maine Road, στα kop της Σίτι και υπήρξαν (και συνεχίζουν να είναι) αλάνια του Madchester για χρόνια.
Απέναντί τους βρέθηκαν οι Blur, πιο μεσοαστοί και με πιο εστέτ ήχο. Η αντιπαλότητα στους πίνακες επιτυχιών μεταφέρθηκε ακόμα και μέσα στα… γήπεδα, σε φιλανθρωπικά ματς.
Τα πράγματα άλλαξαν αργότερα, όταν οι Γκάλαχερ διέλυσαν τη μπάντα και ο βασικός συνθέτης, ο Νόελ (ο Λίαμ δεν έκανε σχεδόν τίποτα εκτός από το να τραγουδάει, αλλά ήταν η «μούρη» του συγκροτήματος), τα ξαναβρήκε με τον Γκράχαμ Κόξον.
Όσο για την «πρωινή δόξα», τη morning glory δηλαδή, είναι το ταξινομικό όνομα για μια σειρά φυτά που ανθίζουν κυρίως το πρωί.
Είναι επίσης και μια αργκό για την πρωινή στύση…