Οι ροκ συναυλίες έχουν ένα χάρισμα: Μπορούν να κάνουν το κοινό να ξεχάσει όλα τα πιθανά προβλήματα: Την ενδεχόμενη ακαταλληλότητα του χώρου, τις σχετικά ακριβές μπύρες, τον κακό ήχο, τη ζέστη κ.λπ. Αν όμως ο καλλιτέχνης είναι «στραβωμένος» και ουσιαστικά, θέλει να παίξει μια ώρα και να φύγει, τότε το πράγμα αλλάζει. Ακόμα και αν στη σκηνή είναι ο Phil Campbell, κιθαρίστας των πάλαι ποτέ Motorhead, μαζί με μια πολύ καλή μπάντα, τους Bastard Sons.
Όχι ότι η βραδιά της Πέμπτης ήταν κανένα φιάσκο. Δεν γίνεται κάτι τέτοιο, τη στιγμή που και έχουν προηγηθεί τέσσερις πολύ καλές μπάντες, (οι οποίες παίζουν δυνατότερα από το headline μάλιστα), αλλά και έχει ακουστεί σε γιαννιώτικο μήκος και πλάτος το Silver Machine των Hawkwind και το Ace of Spades. Αλλά ο κύριος Κάμπελ έδειχνε κάπως ξενερωμένος, σε αντίθεση με την υπόλοιπη μπάντα και καλά-καλά δεν βγήκε ούτε για encore…
Από την αρχή, τα πράγματα έχουν κάπως έτσι:
Τη συναυλία άνοιξαν οι Behind the Smokescreen, οι One Step from the Edge που είναι γηγενείς και να τους προσέξετε γιατί το αξίζουν, καθώς και Full House BC, αλλά και οι Beggars που είναι μια από τις καλύτερες ελληνικές μπάντες με νέο δίσκο μάλιστα.
Στη συνέχεια, ένας θρύλος του «βρώμικου» ροκ εν ρολ ήρθε στα Γιάννενα, με μια μπάντα που έμοιαζε φυσιογνωμικά και μουσικά, με πρωταγωνιστές ενός πιο ζόρικου «Sons of Anarchy». Έφερε και τα βεντετιλίκια της, βγάζοντας την πίστη στους διοργανωτές με αιτήματα τύπου «θέλουμε όλοι μπανάνες γιατί χωρίς μπανάνες δεν παίζουμε» (ευτυχώς που δεν ζήτησαν τίποτα φράουλες που δεν είναι η εποχή τους…), έφερε και την απειροτεράστια μουσική της ικανότητα.
Αλλά είπαμε, δεν αρκούνε αυτά μόνα τους. Το κοινό που δεν ήταν τόσο πολύ, όσο θα περίμενε κανείς για τέτοιου βεληνεκούς live στήριξε, «τσίμπησε» στα Motorhead κομμάτια (Deaf forever και Born to Raise Hell γι αρχή, R.A.M.O.N.E.S. για τη συνέχεια), συγκινήθηκε στην αφιέρωση στους όλους του νεκρούς Motorhead με το Silver Machine των συμπαντικών οντοτήτων (μια πλάγια αναφορά στο σύμπαν της Marvel εδώ…) Hawkwind και κοπανήθηκε χωρίς αύριο με τον ύμνο των ύμνων, το Ace of Spades.
Αλλά…
Αυτό το καταραμένο «αλλά» είναι που αφήνει την πικρή γεύση. Τέσσερις καλές μπάντες, οι δυο τους ντόπιες, συν ένα μεγάλο όνομα αξίζουν περισσότερο κοινό. Αυτό, είναι ένα πρόβλημα που το έχουν γενικά τα Γιάννενα. Μπορεί οι «πιστοί» του είδους να μην είναι και τόσο πολλοί τελικά, μπορεί να έχει δυσκολέψει και η οικονομική κατάσταση, μπορεί ένας κλειστός χώρος να μην «κολλάει» σε μια αυγουστιάτικη νύχτα, όλα ισχύουν. Ωστόσο, ένα φεστιβάλ με πέντε μπάντες είναι ένα καλλιτεχνικό μέγεθος που, αν μη τι άλλο, αξίζει τον κόπο για μια παράβλεψη των επί μέρους ζητημάτων.
Πάνω από όλα όμως ο καλλιτέχνης, ειδικά ο διάσημος, πρέπει να είναι εντάξει απέναντι (και) στο μικρό κοινό, ακόμα και αν έχει γεμίσει γήπεδα στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού στους διοργανωτές και το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο θεατής, αλλά είναι και εκείνη η μαγική ουσία του ροκ εν ρολ που μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις κάθε αναποδιά και στράβωμα σε ένα live…