H Ιωάννα Στεντούμη και η Ειρήνη Δαφέρμου υπογράφουν ένα κείμενο για τη δίκη που έγινε στις 2 Οκτωβρίου, με κατηγορούμενο έναν άνδρα, για σειρά σεξουαλικών επιθέσεων στα Γιάννενα.
Το 2016 στην πόλη των Ιωαννίνων καταγγέλλονται 15 σεξουαλικές επιθέσεις από τον ίδιο άντρα. Στους δρόμους της πόλης, στην είσοδο των σπιτιών τους, μέρα μεσημέρι και αργά τη νύχτα, με οποιοδήποτε τρόπο, ο κατηγορούμενος οργάνωνε τις επιθέσεις του διαλέγοντας πάντα κορίτσια μικροκαμωμένα και νεαρής ηλικίας.
Παρά τις καταγγελίες, ο δράστης θα κυκλοφορεί ανενόχλητος για χρόνια, με τη δίκη να αναβάλλεται διαρκώς και με τις αρχές να μη βοηθούν επαρκώς τις καταγγέλλουσες.
Οι συνθήκες αυτές οδηγούν τα θύματά του να συσπειρωθούν, ενώ παράλληλα γεννιούνται φεμινιστικές και αντισεξιστικές πρωτοβουλίες στην πόλη προκειμένου να στηρίξουν τις γυναίκες που κατήγγειλαν αλλά και να ανοίξουν τη συζήτηση για την κουλτούρα του βιασμού, το σεξισμό και την πατριαρχία στο δημόσιο λόγο, στις συλλογικότητες και τα κοινωνικά εγχειρήματα, στο δρόμο, στη δουλειά, σε κάθε γειτονιά.
Η συγκρότηση αυτών των πρωτοβουλιών άφησε άλλη μία μεγάλη παρακαταθήκη. Τη δικτύωση με φεμινιστικές και γυναικείες ομάδες που λειτουργούν σε άλλες πόλεις.
Στο πλαίσιο αυτής της επικοινωνίας, παραμονές μίας ακόμη εκδίκασης που τελικά θα έπαιρνε αναβολή, η Αντισεξιστική Πρωτοβουλία, μία από τις συλλογικότητες που ιδρύθηκαν με αφορμή τις επιθέσεις, διοργάνωσε τον Νοέμβριο του 2019 εκδήλωση στα Γιάννενα.
Στη συζήτηση αυτή για την κουλτούρα του βιασμού και τις νομικές προεκτάσεις, κληθήκαμε να συμβάλουμε μέλη της φεμινιστικής συλλογικότητας Καμία Ανοχή, από την Αθήνα.
Ο Αυτοδιαχειριζόμενος Κοινωνικός Χώρος Ιωαννίνων γέμισε ασφυκτικά, η συζήτηση κράτησε ώρες και οι γυναίκες που βρεθήκαμε εκεί νιώσαμε πως μας δόθηκε ο τόσο αναγκαίος ζωτικός χώρος για να μιλήσουμε, κουβαλώντας η κάθε μία τις μικρές και μεγάλες μας ιστορίες από την καθημερινή καταπίεση και εκμετάλλευση της πατριαρχίας.
Στο τέλος της εκδήλωσης ένα ήταν σίγουρο, καμία δεν θα ήταν μόνη στο δικαστήριο, καμία δεν θα αισθανόταν ξανά μόνη στο δρόμο. Τη νομική εκπροσώπηση των γυναικών για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν ανέλαβε η Ιωάννα Στεντούμη, η οποία συμμετέχει στην Καμία Ανοχή και είναι έμπειρη δικηγόρος πάνω σε υποθέσεις έμφυλης βίας.
Μια μικρή νίκη που αφήνει μια σπουδαία νομολογία.
Η δίκη τελικά έγινε στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Πρέβεζας, στις 2 Οκτωβρίου 2020, όπου εμφανίστηκαν εννιά κοπέλες για το ίδιο αδίκημα, την προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και μία ακόμα υπόθεση που εισήχθη εξαρχής ως απόπειρα βιασμού.
Πολλές κοπέλες ήρθαν από αρκετά μακριά, καθώς ο δράστης εστίαζε σε φοιτήτριες και ήταν όλες εξαιρετικά νεαρές. Με βάση τη δικογραφία, τα θύματα για τις προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας, ήταν 17 συν 1 της απόπειρας βιασμού, σύνολο 18.
Καταρχάς καταφέραμε να παραμείνουν στην διαδικασία, δηλώνοντας παράσταση πολιτικής αγωγής, όσα από τα θύματα το επιθυμούσαν, 7 συνολικά. Σε αυτό υπήρχε ένσταση του κατηγορουμένου ήδη από την προηγούμενη δικάσιμο, η οποία επαναλήφθηκε, ότι η πολιτική αγωγή δηλώθηκε σε στάδιο ανεπίτρεπτο κατά την ποινική δικονομία. Αυτό φυσικά δεν ισχύει, ωστόσο χρειάστηκε να αναπτύξουμε μία σειρά ισχυρισμών μεταξύ των οποίων και η παραβίαση σε όλα τα στάδια της διαδικασίας του νόμου 4478/17 που ενσωμάτωσε την οδηγία για τα θύματα - βάσει της οποίας όφειλαν να έχουν ενημερωθεί για όλα τους τα δικαιώματα, και για τον τρόπο άσκησης πολιτικής αγωγής - καθώς και η σχετική νομολογία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα, έχει νομολογηθεί παγίως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε επανειλημμένες κρίσεις του κατά της Ελλάδας, ότι το δικάζον δικαστήριο οφείλει να επιβεβαιώσει αν οι εγκαλούσες και βασικές μάρτυρες του κατηγορητηρίου, επιθυμούν να είναι μέρος της ποινικής διαδικασίας και ότι οι αρχές του κράτους οφείλουν να διεξάγουν μία εμπεριστατωμένη και πραγματική έρευνα που να μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση και στην τιμωρία των υπευθύνων.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλουν να έχουν λάβει όλα τα εύλογα μέτρα που διαθέτουν για να εξασφαλίσουν την συλλογή των αποδείξεων οι οποίες σχετίζονται με τα επίδικα πραγματικά περιστατικά. Ακόμη, οι θετικές υποχρεώσεις των Κρατών Μελών κατά τα Άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης, θα πρέπει να θεωρηθούν ότι απαιτούν την ποινικοποίηση και αποτελεσματική δίωξη οποιασδήποτε μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης. Στα πλαίσια της αποτελεσματικής δίωξης, οφείλουν τα θύματα να συμμετάσχουν ουσιαστικά στη διαδικασία, εφόσον το επιθυμούν.
Επιπλέον, αναλύθηκε εξαρχής το μέγεθος και η ένταση της προσβολής των θυμάτων από τις πράξεις του κατηγορούμενου (βάσει των ειδικότερων συνθηκών τέλεσης, του προχωρημένου της ώρας, στις εισόδους των σπιτιών τους, το επίμονο των κινήσεών του) και άρα το πόσο ιδιαίτερα ψυχο-επιβαρυντικό θα συνιστούσε για αυτά να αποβληθούν από τη διαδικασία, τη στιγμή που τόσο πολύ ήθελαν να συμβάλλουν ώστε να τιμωρηθεί.
Στη διαδικασία μπόρεσαν να καταθέσουν όλες οι παρούσες μάρτυρες πολύ συγκροτημένα, και μάλιστα μια εξ αυτών, που στην πραγματικότητα ήταν θύμα απόπειρας βιασμού αν και το αδίκημα εξαρχής θεωρήθηκε προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, ήταν πραγματικά εξαιρετική και η κατάθεση της βοήθησε στην τελική ποινή.
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια για την απόπειρα βιασμού και 1 έτος για τις υπόλοιπες πράξεις. Απορρίφθηκαν επίσης οι ισχυρισμοί του ότι η απόπειρα βιασμού ήταν μια ακόμα προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. Επίσης, απορρίφθηκαν όλα τα ελαφρυντικά, και αυτό της μετεφηβικής ηλικίας.
Στην απόφαση αυτή περί διατήρησης της κατηγορίας της απόπειρας βιασμού και στην καταδίκη του για αυτήν αλλά και στην ποινή, καθοριστικό ήταν ότι συμμετείχαν στη διαδικασία όλες οι κοπέλες, αναλύθηκε ο τρόπος δράσης του και το προφίλ του ίδιου αλλά και των θυμάτων εντός των οποίων μία ανήλικη, και κυρίως ότι σε όλες τις περιπτώσεις είχε ξεφύγει από τα όρια μιας απλής θωπείας και είχε πιο παραβιαστική συμπεριφορά, το οποίο το κατέθεσαν όλες οι μάρτυρες.
Για την ποινή μόνο ενός έτους για τις υπόλοιπες 17 πράξεις που ήταν οι προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αυτή βασίστηκε σε έναν λάθος νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων, καθώς θεωρήθηκαν εγκλήματα κατ’ εξακολούθηση και όχι κατά συρροή. Επομένως επιβλήθηκε το μέγιστο της προβλεπόμενης ποινής για το συγκεκριμένο αδίκημα, ένα έτος, χωρίς να εκτιμηθεί δηλαδή η συρροή των περισσότερων διαφορετικών θυμάτων - είναι σαν ο δράστης να είχε επιτεθεί επανειλημμένως στην ίδια κοπέλα και όχι σε μία σειρά από γυναίκες. Αυτό συνιστά τεράστιο νομικό σφάλμα για το οποίο έγινε αίτηση στον εισαγγελέα εφετών Ιωαννίνων και η οποία έγινε δεκτή. Είναι πολύ σημαντικό αυτό, γιατί ευελπιστούμε στην έφεση να γίνει δεκτό το κατά συρροή του εγκλήματος και να αυξηθεί η ποινή του δράστη.
Εν κατακλείδι, αυτό που πρέπει να αναδείξουμε είναι ότι έχουμε πλέον νομολογία αφενός για τα δικαιώματα των θυμάτων να παραμένουν στην διαδικασία, και αφετέρου για πέντε χρόνια ποινή σε απόπειρα βιασμού. Έχει δε εξαιρετική σημασία, ότι ασκήθηκε έφεση από την Εισαγγελία Ιωαννίνων με αίτημα της πολιτικής αγωγής.
Το άλλο που πρέπει να αναδειχθεί σοβαρά, έχει να κάνει με τα σοβαρότατα προβλήματα που έγιναν στην προδικασία και τα οποία καθόρισαν και την εξέλιξη της δίκης. Είναι ενδεικτικό ότι ο εισαγγελέας στην πρόταση που έκανε για το παραπεμπτικό βούλευμα, είχε προτείνει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη όσον αφορά τις 17 πράξεις της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, γιατί δεν είχαν καταθέσει τα θύματα το παράβολο που ο τότε ποινικός κώδικας απαιτούσε, από το οποίο όμως ρητά εξαιρούνταν τα θύματα σεξουαλικής και ενδοοικογενειακής βίας.
Στη συνέχεια έχουμε μία τελείως πρόχειρη διαδικασία όσον αφορά όλες τις κοπέλες, ιδίως όμως τη μάρτυρα που αναφέρω πιο πάνω για την οποία η επίθεση ήταν ξεκάθαρη απόπειρα βιασμού, η οποία όμως από την αστυνομία χαρακτηρίστηκε ως προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, καθώς η κατάθεση της κράτησε μόνο 10 λεπτά παρουσία 10 ανδρών της αστυνομίας και του αδερφού της και ενώ μάλιστα ήταν με σκισμένα ρούχα και δεν ερωτήθηκε τίποτα περαιτέρω, δεν της παρασχέθηκε καμιά βοήθεια, δεν ενημερώθηκε για τα δικαιώματα της και δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει στην ανάκριση, όπως δεν κλήθηκε και καμιά από τις υπόλοιπες κοπέλες, παρόλο που αυτός είχε ήδη μία απόπειρα βιασμού στην δικογραφία υπό αντίστοιχες συνθήκες. Πρόκειται για ‘βιβλιογραφικό’ παράδειγμα προχειρότητας και αδιαφορίας στην αστυνομική έρευνα.
Τέλος έγινε αυτό το ακραίο νομικό σφάλμα όπου ένα έγκλημα κατά συρροή, θεωρήθηκε κατ’ εξακολούθηση. Όλα αυτά, επειδή δεν υπάρχει ούτε εκπαίδευση, αλλά ούτε και ενδιαφέρον για αυτά τα αδικήματα, ή για τα θύματα αυτών και τα δικαιώματά τους.
Έγινε τεράστια προσπάθεια και τεράστια μάχη να εμφανιστούν αυτά τα άτομα και να καταθέσουν, και παρότι έχουμε μια διαλυμένη δικογραφία, η απόφαση ήταν 5 χρόνια κάθειρξη για απόπειρα βιασμού και 6 χρόνια συνολικά για κάτι που ο ίδιος θεωρούσε περίπατο. Η δε ποινή του ενός έτους, πλέον μπορεί να ανέβει στο Εφετείο, με τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης.
Έχουμε μια νίκη, και πρέπει να βασιστούμε σε αυτήν ώστε να ενθαρρυνθούν και οι επιζήσασες, και κάθε γυναίκα που βιώνει τέτοιου είδους βία.
Έχουμε μια νίκη και το κείμενο αυτό γράφεται όχι για να την πανηγυρίσουμε, παρόλο που το χαμόγελο δεν έφυγε από τα πρόσωπα των γυναικών την ημέρα της καταδίκης του δράστη. Γράφεται για να μιλήσουμε δημόσια για τη σεξουαλική παρενόχληση, την κακοποίηση, τις σεξουαλικές επιθέσεις και την κουλτούρα του βιασμού, που μετρά δεκάδες θύματα καθημερινά. Γράφεται για να μιλήσει για την ενδυνάμωση που παίρνουμε μέσα από τις συλλογικότητες, για την φροντίδα που χρειάζονται οι επιζώσες έμφυλης βίας προκειμένου να καταγγείλουν. Γράφεται για να ασκήσουμε κριτική στις κρατικές υπηρεσίες, από την αστυνομία μέχρι τα δικαστήρια, που συχνά εμποδίζουν τα θύματα από την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Γράφεται για να μάθουμε εμείς οι ίδιες τα δικαιώματά μας.
Γράφεται για να μη μείνει ποτέ ξανά καμία μόνη.