Ο Φώτης Ραπακούσης είναι ο άνθρωπος που δημιούργησε σχεδόν από το μηδέν το νέο Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου στο Νησί εδώ και περίπου πέντε χρόνια. Ένας αεικίνητος άνθρωπος, με ανήσυχο πνεύμα. Πάντα με το σακίδιο στον ώμο, δεν σταματά να πηγαίνει από ραντεβού σε ραντεβού και να σχεδιάζει τα επόμενα βήματά του για να γίνει το μουσείο ακόμα καλύτερο.
Ο Φώτης Ραπακούσης είναι πάνω απ’ όλα ένας συλλέκτης μεγάλων και μικρών έργων τέχνης και ιστορικής μνήμης. Μπορεί να μιλάει επί ώρες για τα αντικείμενα και την ιστορικότητα που αυτά κουβαλούν. Το συλλέγειν είναι μανία, πάθος, πρόκληση. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται πολύ καλά το πάθος του και την «τρέλα» του και δεν μετανιώνει καθόλου για την επιλογή του να επενδύει τα χρήματα που έβγαλε ως φούρναρης σε παλιά αντικείμενα («40 χρόνια φούρναρης έκανα» αναφέρει). «Ήταν ένας δρόμος μοναχικός. Πλήρωσα και τίμημα» μας λέει.
Για τον ίδιο, όλα ξεκίνησαν γύρω στα 18 του χρόνια, όταν, μετά από μια πολυετή «περιπλάνηση» σε παιδοπόλεις, επισκέφθηκε το σπίτι του στο Αηδονοχώρι Κόνιτσας. Εκεί πίσω από μια πέτρα, βρήκε το πιστόλι του πατέρα του ο οποίος είχε χάσει τη ζωή του από νάρκη στο βουνό το 1955.
«Αυτό το πιστόλι μού άλλαξε τη ζωή. Ήταν το έναυσμα. Από κει και πέρα έχασα τον έλεγχο» τονίζει. Στην προσπάθειά του να βρει τις ρίζες του, ανακάλυψε και άλλα κειμήλια σε σπίτια συγγενών. Και ο μοναχικός δρόμος του συλλέγειν ξεκίνησε. «Στην αρχή, συγκέντρωνα αντικείμενα για να ικανοποιήσω την αισθητική μου και την ιστορική αγωνία. Κάποια στιγμή όμως είχα την ανάγκη να μοιραστώ όσα είχα συγκεντρώσει. Κι έτσι ξεκίνησα τις εκθέσεις» αναφέρει ο κ. Ραπακούσης.
Όλες αυτές τις δεκαετίες, έζησε πολλές συγκινήσεις αλλά και στιγμές πικρίας. Ανεξίτηλη χαραγμένη στη μνήμη του έχει μείνει μια δημοπρασία που είχε γίνει τη δεκαετία του ’90 στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια, στην Αθήνα. Εκεί που «κονταροχτυπήθηκε» με τον Μιλτιάδη Έβερτ για ένα ηπειρώτικο σπαθί. «Είχαμε μείνει οι δύο μας. Το μπάτζετ μου ήταν όμως συγκεκριμένο. Επέμενε όμως ο Έβερτ. Τον παρακάλεσα να με αφήσει να το πάρω για να επιστρέψει το σπαθί στην Ήπειρο. Δεν τα κατάφερα. Εκείνη την ημέρα, κατέρρευσα».
Όπως μας λέει, υπάρχουν τριών ειδών συλλέκτες. Οι συλλέκτες του πρώτου είδους ανήκουν στην αστική τάξη, επενδύουν σε έργα τέχνης, τα οποία δεν δημοσιοποιούν ποτέ και τα κρατάνε για τον εαυτό τους ή για να τα βλέπουν οι όμοιοί τους. Οι συλλέκτες του δεύτερου είδους είναι οι χειρότεροι. «Είναι αυτοί που ‘ασελγούν’ πάνω στα κειμήλια της ιστορίας για να βγάλουν χρήματα. Αυτό το είδος είναι το πιο επαχθές» τονίζει. Και το τρίτο είδος των συλλεκτών, είναι αυτοί που θέλουν να μοιραστούν τη συλλογή τους και που νιώθουν ότι τα έργα τέχνης ανήκουν στον λαό. «Κάνω αγώνα για να ανήκω σε αυτό το είδος» μας λέει με μια σεμνότητα.
Πριν από πέντε περίπου χρόνια, ο Φώτης Ραπακούσης πήρε την απόφαση να φύγει από την Αθήνα, όπου ζούσε τότε, και να πάρει στα χέρια του τις τύχες του Μουσείου Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου στο Νησί. Μια πολύ καλή ευκαιρία αν μη τι άλλο για να στεγάσει τη συλλογή του αλλά και για να βρουν τα έργα τέχνης τη θέση που τους ανήκει. Μετά από διαγωνισμό, ανέλαβε το μουσείο, για το οποίο πληρώνει ενοίκιο στη Μητρόπολη (κατά 80%) και στον δήμο Ιωαννιτών (κατά 20%).
Ο χώρος του μουσείου –των κελιών της μονής Παντελεήμονα όπου βρήκε τον θάνατο ο Αλή Πασάς-, αλλά και ο περιβάλλων χώρος δεν θυμίζουν σε τίποτα το παλιό μουσείο. Πόσο δε, τα κειμήλια που φιλοξενούνται πια εκεί: Από το χρυσό καριοφίλι, ένα πολύτιμο απόκτημα του μουσείου, και το τσιμπούκι του Αλή Πασά μέχρι το ασημένιο ξιφίδιο του εθνικού ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη και τα κεραμικά από το Πέζαρο. Σημαντικά εκθέματα που έρχονται να υπογραμμίσουν την ιστορικότητα του χώρου. Το πιο σπουδαίο βέβαια είναι ότι το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου δεν σταματά να μεταμορφώνεται. Τον τελευταίο καιρό, ο Φώτης Ραπακούσης δημιούργησε και έναν χειμερινό οντά της εποχής εκείνης ενώ ετοιμάζεται να φτιάξει και έναν μικρό εκθεσιακό χώρο για νέους καλλιτέχνες.
Την ώρα που μας λέει τα σχέδιά του, στον περίβολο του μουσείου, πολλοί επισκέπτες πηγαινοέρχονται. Μερικοί από αυτούς θέλουν να τον γνωρίσουν για να του πουν ένα «συγχαρητήρια». Αυτές οι στιγμές αποτελούν για τον συλλέκτη αυτόν, για τον άνθρωπο Φώτη Ραπακούση, τη μεγαλύτερη ίσως ανταμοιβή.