Ενώ η πραγματικότητα σιγά-σιγά ξεπερνάει το ερώτημα εάν ο τουρισμός είναι όντως «βαριά βιομηχανία» (δεν είναι…), φέτος προέκυψαν και οι πρώτες ενστάσεις από τον ίδιο τον κλάδο για τα έσοδα.
Οι ξενοδόχοι του νομού Ιωαννίνων ήταν οι πρώτοι που «έκρουσαν τον κώδωνα» για τις εισπράξεις, προειδοποιώντας ότι δεν συμβαδίζουν με άλλους παράγοντες οι οποίοι… αυξάνονται: αφίξεις, αλλά και ακρίβεια.
Έτσι λοιπόν, ενώ οι αριθμοί των επισκέψεων αυξάνονται, όπως επίσης αυξάνονται και τα γενικά έσοδα, μερικοί επί μέρους δείκτες που καθορίζουν όμως το κέρδος των επιχειρήσεων, αλλά και τη βιωσιμότητά τους στον χρόνο, ειδικά για τις μικρότερες και μεσαίες, δεν πάνε πολύ καλά.
Μπορεί δηλαδή να αυξάνονται τα έσοδα, αλλά φαίνεται ότι ή δεν πηγαίνουν όλα στις επιχειρήσεις (να μη συζητήσουμε καλύτερα για τους εργαζόμενους-ες) ή όντως, οι αυξήσεις τους δεν επαρκούν.
Στην Ήπειρο λοιπόν, τη «χρονιά αναφοράς» για τον ελληνικό τουρισμό, το 2019, εισέρρευσαν 261,3 εκατ. ευρώ. Ακολούθησαν τα δύο χρόνια της πανδημίας και το 2022 τα έσοδα έφτασαν τα 260,3 εκατ. ευρώ και το 2023 εκτοξεύτηκαν στα 330,5 εκατ. ευρώ (στοιχεία INSETE, Τράπεζα της Ελλάδας, Απρίλιος 2024).
Για φέτος δε, οι ξενοδόχοι προειδοποιούν για μικρότερες επιδόσεις, που σε συνδυασμό με την αύξηση υποχρεώσεων (φορολογία, ακρίβεια) και τη μείωση «σίγουρων» κοινών λόγω γεωπολιτικών γεγονότων κ.λπ. μειώνουν κάποιους δείκτες, όπως για παράδειγμα τη δαπάνη ανά διανυκτέρευση (για το 2024 πλέον).
Πόσα χρήματα όμως κυκλοφορούν στον συγκεκριμένο επιχειρηματικό χώρο, στην Ήπειρο;
Με τη βοήθεια της διαρκούς αποτύπωσης από την ΕΛΣΤΑΤ, η εικόνα για τους δύο βασικούς τομείς (Καταλύματα, εστίαση), τους κλάδους 55 και 56 της ταξινόμησης NACE, μπορούμε να δούμε τις διακυμάνσεις των πέντε τελευταίων ετών, ανά τρίμηνο, από το 2019 μέχρι το β’ τρίμηνο του 2024.
Στα καταλύματα, μερικές «σημειώσεις» που βοηθούν στην καλύτερη ανάγνωση, είναι οι εξής: ο νομός Ιωαννίνων δεν είναι ο κατεξοχήν τουριστικός, είναι όμως αυτός με τις περισσότερες επιχειρήσεις.
Επίσης, η καμπύλη κάθε νομού πρέπει να συγκρίνεται με την αντίστοιχη περίοδο της προηγούμενης χρονιάς.
Για παράδειγμα, ο νομός Πρέβεζας είναι αυτός όπου «συμβαίνει ο τουρισμός» στην Ήπειρο, ο οποίος παραμένει καλοκαιρινός-όπως και ο μεγαλύτερος όγκος της τουριστικής κίνησης στην Ελλάδα. Η Πρέβεζα συνεχίζει να αυξάνει τον κύκλο εργασιών στα καταλύματα μετά την καραντίνα, ειδικά το τρίτο (και πιο τουριστικό) τρίμηνο της χρονιάς.
Η εστίαση είναι κάτι διαφορετικό. Ο νομός Ιωαννίνων σχεδόν πάντα (πλην της περσινής φουλ καλοκαιρινής σεζόν) «έγραφε» μεγαλύτερο κύκλο εργασιών, τόσο λόγο του πλήθους των επιχειρήσεων, όσο και του μεγαλύτερου πληθυσμού του και-κυρίως- του φοιτητικού πληθυσμού.
Εκεί λοιπόν, ο νομός Ιωαννίνων παραμένει σταθερά πρωτοπόρος στην Ήπειρο, σε κύκλο εργασιών, με μια ακόμα όμως σημείωση: η φετινή σεζόν θα δείξει πόσο σταθερή είναι η συγκεκριμένη θέση ή αν η καμπύλη θα μετακινηθεί προς τα κάτω.
Σε όλα αυτά, πάντα, πρέπει να συνυπολογίζονται τα εξής: ότι η Ήπειρος δεν θεωρείται ακριβώς «οικονομικά προσιτός» προορισμός, κυρίως λόγω των τιμών στα ακριβότερα καταλύματα. Είναι όμως σαφώς πιο προσβάσιμος, ειδικά από βορρά (από νότο τα διόδια είναι πολύ ακριβότερα) και υπό αυτή την έννοια, μπορεί να είναι ακόμα πιο ανταγωνιστικός από το κόστος ενός καλοκαιρινού ταξιδιού με πλοίο.
Επίσης, η ακρίβεια στην Ελλάδα είναι… αδάμαστη. Ακόμα και με τη λίαν πρόσφατη μείωση των τιμών της αμόλυβδης, τρόφιμα και ρεύμα, αλλά και υπηρεσίες, ακριβαίνουν…