Για πολύ κόσμο, το γεγονός ότι ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έφτασε τα 60 του ήταν θαύμα. Σε μια ανύποπτη στιγμή, ανάμεσα στις πολλές συνεδρίες, επεμβάσεις και απεξαρτήσεις, ο ίδιος είχε πει ότι έχει κάνει τόσα πολλά, που ένιωθε σαν να έχει ζήσει 80 χρόνια.
Ο κοντός από το Λανούς είναι ένας ακόμα μάγος που χάνει αυτός ο κόσμος. Με τα λογικά δεδομένα και τα βασικά σχήματα κριτικής δεν ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος του πλανήτη.
Έπαιζε μπάλα, δεν ήταν συγγραφέας ή πάπας της Ρώμης ή επιστήμονας.
Ήταν επιρρεπής σε κάθε εξαρτησιακή πρόσκληση, ειδικά αυτές των τελών του προηγούμενου αιώνα, που σκότωναν για πλάκα-δεν ήταν ιερομόναχος και εγκρατής, πρότυπο για τη νεολαία και παράδειγμα για τους πολίτες.
Ήταν ακατάσχετος και απρόβλεπτος, ποτέ cool, calm and collected-εκτός από όταν ήταν να αποστομώσει προέδρους κρατών, προκαθήμενους δογμάτων κ.ο.κ.
Ήταν χοντρούλης και βαριόταν, δεν ήταν «τσιμέντο» σαν τον Ρονάλντο ή ρομποτικός σαν τον Ζλάταν-και όμως, ήταν καλύτερος και από τους δύο μαζί.
Οι παλιότεροι, αυτοί που είχανε δει τον Πελέ, τον Κρόιφ να παίζουν ποδόσφαιρο, έλεγαν ότι μπορεί και να μην ήταν ο καλύτερος τελικά.
Αφενός, ήταν. Αφετέρου και ίσως σημαντικότερο, δεν θα υπάρξει άλλος σαν και αυτόν.
Στα 60 του χρόνια ο Ντιέγκο Μαραντόνα πρόλαβε να γίνει σύμβολο για πολλούς ανθρώπους: Είτε είχανε πανεπιστημιακό πτυχίο, είτε δούλευαν βάρδια σε κάποια λαχαναγορά (πλέον συχνά συμπίπτουν αυτές οι ιδιότητες), είτε είχανε εκλεγεί με βαρετές εκλογές, είτε είχανε πάρει την εξουσία κατεβαίνοντας απο τη Μονκάδα με το όπλο στο χέρι.
Λατρεύτηκε σε μια ολόκληρη επαρχία που μισούσε διαχρονικά το βορρά. Αν πάτε στη Νάπολη ακόμα και σήμερα, τα «va fa Juve» γράφονται ακόμα και παλιομοδίτικα, με μπογιά στους τοίχους. Τον βάλανε οι θειάδες στο εικονοστάσι με τη σάντα μαντόνα, γιατί ξέρανε ότι δέκα δρόμους πιο εκεί ένας Αργεντίνος έδινε νόημα ύπαρξης σε έναν ολόκληρο λαό. Όταν έπαιζε στη Νάπολη χρειαζόταν… τις γραμμές του γηπέδου σε ένα μήνα και άφησε ένα απίστευτο «φέσι» στην εφορία. Και πάλι πολύ που τους ένοιαξε τους Ναπολιτάνους.
Και γιατί να τους νοιάξει; Την προηγούμενη του ημιτελικού με την οικοδέσποινα Ιταλία στο Μουντιάλ του ’90, έκανε διάγγελμα επιπέδου αρχηγού κράτους: «Σας παρακαλάνε να είσαστε με την Ιταλία αύριο γιατί μόνο για μέρα θα σας θεωρούν Ιταλούς. Τις υπόλοιπες μέρες θα σας βλέπουν πάλι σαν ξένους. Εγώ θεωρώ αυτή την πόλη πατρίδα μου, πιο πολύ από τον πρωθυπουργό της χώρας».
Αποθεώθηκε από μια ολόκληρη χώρα την Αργεντινή, γιατί έπαιξε μόνος του, αρχικά με το χέρι και μετά με το πόδι τη μισητή Αγγλία και μετά, στον τελικό σήκωσε συνεργατικά το Μουντιάλ του ’86, το καλύτερο Μουντιάλ που έγινε ποτέ.
Έφερε πιο κοντά στη μπάλα τους διανοούμενους, πείθοντας ότι ακόμα και οι «βαρβαρικές δραστηριότητες» έχουν ποίηση. Ο Γκαλεάνο δεν μετράει, αυτός ήταν μπαλαδόρος έτσι και αλλιώς, ούτε ο Σορεντίνο, αυτός είναι Ναπολιτάνος.
Έκραξε τον Μπους, τον Πάπα, έπαιξε πασούλες με τον Κάστρο, χτύπησε τον Τσε στο μπράτσο του. Τα έβαλε με τα αφεντικά της μπάλας και έχασε και η ιστορία μπορεί να γράφεται από τους νικητές, αλλά συμπαθεί περισσότερο αυτούς που ξέρουν πώς είναι το δίκιο και το υπερασπίζονται.
Τα τελευταία χρόνια αυτός ο κόσμος χάνει τους μάγους του και του μένουν μόνο οι «αρμόδιοι». Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα όμως, ακόμα και στο θάνατό του θυμίζει ότι τίποτε δεν είναι γραμμικό και ότι η μαγεία είναι στο απρόβλεπτο.
Γι αυτό και όσοι (και πολλές) που τον είδαν να παίζει και να μιλάει, ξέρουν ότι δεν θα υπάρξει άλλος Μαραντόνα…