Έκθεση ζωγραφικής του Τάκη Στεφάνου με τίτλο «Σκυφτοί και κουρασμένοι με τα χέρια σαν ανοιχτά φτερά» διοργανώνει το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών από 17 έως 30 Ιουνίου, στον πολιτιστικό πολυχώρο «Δημ. Χατζής». Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στους Ζεϊμπέκηδες και εντάσσεται στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου «Ο πολιτισμικός πλούτος των Μικρασιατών», το οποίο θα διεξαχθεί στον ίδιο χώρο, στις 17 και 18 Ιουνίου.
Ώρες λειτουργίας της έκθεσης: 12:00-14:00 και 18:00-21:00.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό σημείωμα, οι Ζεϊμπέκοι, μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα επαναστατημένων πληθυσμών της Μικράς Ασίας του 17ου αιώνα, της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας, ήταν Έλληνες κυρίως από τη Μακεδονία και Θρακιώτες. Τους ονόμαζαν Ζεϊμπέκια, δηλαδή ζωέμπορους και μακελάρηδες, κατά τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη.
Στη Μικρά Ασία, οι ζεϊμπέκοι εμφανίζονται ως λησταντάρτες που αντιστέκονται με ζήλο στην κεντρική οθωμανική εξουσία, παίρνουν ενεργό μέρος στους κοινωνικούς αγώνες και μπορεί, ίσως, να θεωρηθεί ότι είναι τυπικά δείγματα επαναστατών με ισχυρή λαϊκή απήχηση.
Η δράση τους ως κοινωνικών ληστών στη Μικρά Ασία ξεκίνησε τον 16ο αιώνα και δημιουργήθηκε «ατύπως ανεξέλεγκτη κοινωνική ατμόσφαιρα καθώς οι ποικίλες συμμορίες ληστών αποκτούσαν μεγάλη δύναμη και επενέβαιναν στη ζωή του λαού της περιοχής» προσδοκώντας μια κοινωνία ισότητας, κοινωνικής ελευθερίας και οικονομικής άνεσης. Είναι ριψοκίνδυνοι, γενναίοι, βοηθούν τους φτωχούς, συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή. Ιδεολόγοι επαναστάτες με αδιαμόρφωτη από θεωρητικής άποψης, πρωτογενούς μορφής, αντεξουσιαστική-αντικρατική-αντικαταπιεστική αντίληψη.
Η δράση τους ορίζεται ως πραγμάτωση συγκεκριμένων αξιών -απονομή δικαιοσύνης, προάσπιση του δικαίου των καταπιεζομένων και φτωχών, διαρκής αγώνας εναντίον της απανθρωπιάς και της τυραννίας. Ως τις αρχές του 20ου αιώνα, οι εξεγέρσεις και οι ληστείες ήταν πάμπολλες και στις αρχές του 20ου αιώνα, στο βιλαέτι της Σμύρνης υπήρχαν 39.800 ζεϊμπέκοι. Η αντίστοιχη, όμως, κρατική καταστολή ήταν τεράστια και το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας ατόνησε σταδιακά στον βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.
Στο πέρασμα των χρόνων, η διατήρηση της παράδοσης και η αναφορά στην επαναστατική ιερή ηθική, αντανακλάται σε αυτόν το χορό, το ζεϊμπέκικο, που τον χόρευαν ένας-ένας με σπαθιά στα χέρια και πότε-πότε και στο στόμα βγάζοντας μουγκρητά ή αλαλαγμούς.
Και όπως προστίθεται στο σημείωμα, το ζεϊμπέκικο (ή ζεϊμπέκικος), ελληνικός λαϊκός χορός, οφείλει το όνομά του στον πληθυσμό των Ζεϊμπέκων. Η εμφάνισή του ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, την Προύσα και τη Σμύρνη. Χορευόταν στη Μαγνησία και το Αϊδίνιο σε τοπικές γιορτές ενώ διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Πρόκειται για κατεξοχήν αρχαίο ελληνικό-θρακικό χορό, που τον μετέφεραν και τον διέδωσαν στην Ασία οι αρχαίοι Θράκες, όταν ίδρυσαν αποικία στις Τράλλεις (Αϊδίνιο) της Μικράς Ασίας. Ο Σίμων Καράς υποστήριζε πως ο χορός είχε κληρονομιά αρχαιοελληνική (ρυθμική – χορευτική) αφού το ρυθμικό του σχήμα των 9 χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Λεσβίας Σαπφούς. Ο ρυθμός ακολουθεί το βυζαντινό μέτρο που είναι στα 9/8 ενώ η συνηθισμένη ρυθμική του διάταξη είναι: 2/4+2/4+2/4+3/4 ή 4/4+2/4+3/4. Χορευόταν στην απώτερη αρχαιότητα προς τιμήν της μητέρας θεάς Κυβέλης, από ιέρειες της θεάς και από την εξέλιξη του ιερού χορού προς τιμήν της Κυβέλης προέρχεται ο καρσιλαμάς διατηρώντας την ιερότητά του. Είναι, συνεπώς, ένας ιερός χορός.
Το ζεϊμπέκικο δανείστηκε βηματισμό από τον καρσιλαμά, αντικριστό χορό δύο ατόμων που εξελίχθηκε σε «μονήρη αυτοσχεδιαστικό ανδρικό χορό». Ο ζεϊμπέκικος, ως παλιός χορός, είναι αυστηρά αντρικός και ορισμένες φορές αποκαλείται εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως «χορός του αετού». Χορός χωρίς βήματα, σύνθετος με στοιχεία και από άλλους χορούς, ουσιαστικά είναι φιγούρες σε μία συγκεκριμένη κυκλική κίνηση. Θεωρείται ότι συμβολίζει, κατά κάποιο τρόπο, μια αναζήτηση, την ένωση του πνεύματος με το σώμα, του θεού με τον άνθρωπο.