Του Σπύρου Γεωργάτου, αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
*Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το site alfavita.gr, εδώ
Η επιχειρηματολογία της υπουργού Παιδείας για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) στο Πανεπιστήμιο στηρίζεται από τη μία μεριά σε μια εικασία και από την άλλη σε ένα συνειδητό ψέμα
Ο αναπόδεικτος ισχυρισμός είναι ότι υπάρχει δήθεν άμεση σχέση ανάμεσα στη βαθμολογία των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις και στις μετέπειτα επιδόσεις τους κατά τη διάρκεια των (πανεπιστημιακών) σπουδών.
Αυτό το «αυτονόητο» δεν τεκμηριώνεται πραγματολογικά, αφού, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει σύστημα παρακολούθησης (tracking) των εισακτέων και των αποφοίτων.
Διαβάστε επίσης: Οι βαθύτεροι στόχοι της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής
Πέρα από αυτό, η εμπειρική παρατήρηση πολλών καθηγητών δείχνει προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: έχει παρατηρηθεί ότι παιδιά που έμπαιναν στο παρελθόν στα ΤΕΙ με χαμηλή βαθμολογία ή φοιτητές που εγγράφονταν στο Πανεπιστήμιο μετά από κατατακτήριες είχαν συχνά πολύ καλές επιδόσεις στη συνέχεια.
Αυτό δεν είναι όσο «μεταφυσικό» ή «ανεξήγητο» ακούγεται, γιατί η είσοδος στα ΑΕΙ λειτουργεί πιθανότατα ως επιβράβευση ή θετική ενίσχυση, που κινητοποιεί το ενδιαφέρον των νέων φοιτητών.
Το σκόπιμο ψεύδος που χρησιμοποιείται από το υπουργείο για να δικαιολογηθεί η θέσπιση της ΕΒΕ αφορά το φαινόμενο των μαθητών που «γράφουν για 1 ή 2 στις εξετάσεις». Φυσικά, κανένας λογικός άνθρωπος (και πάντως κανένας πανεπιστημιακός δάσκαλος) δεν θα συνηγορούσε στην εισαγωγή λειτουργικά αναλφάβητων στο Πανεπιστήμιο.
Το θέμα είναι όμως αν πράγματι πρόκειται για αναλφάβητους, που δεν μπορούν να γράφουν και να μετράνε. Άρα, κάτι στον συλλογισμό αυτό είναι πονηρό. Κι αυτό έχει να κάνει με τον χαρακτήρα των πανελλήνιων εξετάσεων. Ελέγχουν αυτές οι εξετάσεις την επάρκεια σε γνώσεις ή κάτι άλλο;
Εάν επρόκειτο για εξετάσεις που ελέγχουν τη γνωστική επάρκεια των υποψηφίων, το επιχείρημα της κ. Κεραμέως θα ήταν βάσιμο. Δεν πρόκειται όμως για κάτι τέτοιο -και το γνωρίζει.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι εξετάσεις κατάταξης: από τη μία πλευρά υπάρχει ένας πεπερασμένος αριθμός θέσεων στα ΑΕΙ και από την άλλη ένας (αρκετά μεγαλύτερος) αριθμός ενδιαφερομένων.
Ο διαγωνισμός λοιπόν σε επιλεγμένα μαθήματα είναι ένας τρόπος αντιστοίχισης της «προσφοράς» με τη «ζήτηση». Εξ ου και οι λεγόμενες Σχολές «υψηλής ζήτησης», όπως οι ιατρικές ή ορισμένες πολυτεχνικές, έχουν πολύ υψηλότερες βάσεις εισαγωγής από ό,τι οι άλλες.
Επειδή ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων στις πανελλήνιες εξετάσεις δεν αντιστοιχεί σε κάποιο συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων (και ποικίλλει), η βαθμολογία των υποψηφίων δεν έχει απόλυτη, αλλά μόνο σχετική σημασία.
Αν παίρναμε τοις μετρητοίς όσα λέει η υπουργός Παιδείας, θα έπρεπε εξ άλλου να ανησυχήσουμε για κάτι πολύ σοβαρότερο από ό,τι η εισαγωγή «κακών μαθητών» στο Πανεπιστήμιο: πώς είναι ποτέ δυνατόν μαθητές που έχουν πάρει απολυτήριο Λυκείου να γράφουν για 1, 2 ή 5 στα 20 στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά;
Αν ήταν αυτό το πραγματικό επίπεδο των γνώσεών τους, το υπουργείο θα έπρεπε να έχει εγκαλέσει τα Σχολεία από τα οποία αποφοίτησαν, ζητώντας εξηγήσεις από τους δασκάλους τους.
Γιατί αν ένας μαθητής παίρνει προβιβάσιμους βαθμούς στο Λύκειο (και όχι μόνο στην τελευταία τάξη) και μετά δίνει «λευκή κόλλα» σε εξετάσεις που εξετάζουν την επάρκεια σε βασικές γνώσεις, οδηγούμαστε αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι οι εγκύκλιες σπουδές του ήταν εντελώς εικονικές. Άρα, το Γυμνάσιο και το Λύκειο δεν υπάρχουν!
Το υπουργείο Παιδείας όχι μόνο παραπλανά τους μαθητές και την κοινή γνώμη λέγοντας ανακρίβειες και ψέματα, αλλά βαρύνεται και με μια ακόμα «αμαρτία»: επιβάλλοντας την ΕΒΕ νομοθετικά, αλλά αναθέτοντας τη θέσπιση συντελεστή ΕΒΕ στα πανεπιστημιακά Τμήματα, κινητοποιεί αντανακλαστικά ενός ιδιότυπου «μάρκετινγκ», που δεν έχει καμία σχέση με την ποιότητα των σπουδών, αλλά με την τεχνητή άνοδο της βάσης εισαγωγής για λόγους «ονόρε».
Το θέμα είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ: αρκετά Τμήματα διαθέτουν υψηλής ποιότητας προσωπικό, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλή είτε διότι βρίσκονται στις εσχατιές της επικράτειας, είτε επειδή δεν έχουν κάνει όσα θα έπρεπε στο επίπεδο του προγράμματος προπτυχιακών σπουδών τους, είτε και τα δύο.
Πριν μερικά χρόνια είδαν το φως της δημοσιότητας ορισμένα στοιχεία, που έδειχναν ότι ορισμένα (κατά δική τους δήλωση) «καλά» Τμήματα 4ετούς φοίτησης, είχαν μέσο χρόνο αποφοίτησης περισσότερο από 6 ή 7 χρόνια. Τέτοια Τμήματα περιφέρουν συνεχώς τη δυσφορία τους στο πανελλήνιο, διότι, παρά τις καλές επιδόσεις τους στην έρευνα, παίρνουν συστηματικά φοιτητές με χαμηλή βαθμολογία στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Δοθείσης λοιπόν της ευκαιρίας, αποφάσισαν τώρα να ανεβάσουν τις «μετοχές» τους βάζοντας συντελεστές ΕΒΕ πάνω από το 1.0 και δείχνοντας έτσι το ακαδημαϊκό τους «ανάστημα». Πρόκειται για τή γνωστή … αρχή που ανέπτυξε πρόσφατα σε άρθρα του ο τέως υπουργός του ΠΑΣΟΚ (και γνωστός «άριστος») Νίκος Χριστοδουλάκης: δύσκολο = ποιοτικό. Καλή η προσπάθεια, αλλά η ποιότητα ενός πανεπιστημιακού Τμήματος δεν θεμελιώνεται με δηλώσεις (και ιδέες) μεγαλείου ή με τεχνάσματα.
Είναι αλήθεια ότι, διαχρονικά, τα Πανεπιστήμια ζητούν τη μείωση των εισακτέων, επικαλούμενα έλλειψη υποδομών και προσωπικού. Παρότι αυτό ισχύει σε αρκετές περιπτώσεις, τουλάχιστον οι «περιζήτητες» Σχολές έχουν υπονομεύσει οι ίδιες τα επιχειρήματα τους με τις πρακτικές που ακολούθησαν πρόσφατα: μόλις δόθηκε το «πράσινο φως από το υπουργείο», ορισμένες Ιατρικές Σχολές έσπευσαν να προκρίνουν ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα με δίδακτρα, που θα δεχτούν επιπλέον φοιτητές.
Αυτή η πρακτική δημιουργεί ένα εύλογο ερώτημα: είχαν μέχρι τώρα αυτές οι Σχολές τη δυνατότητα να εκπαιδεύσουν περισσότερους φοιτητές ή όχι; Και αφού, προφανώς, την είχαν, γιατί ζητούσαν μείωση των εισακτέων;
Η πρόσβαση των αποφοίτων Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με βάση τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, δηλαδή η διατήρηση ενός περιορισμένου αριθμού θέσεων στα ΑΕΙ, έχει συγκεκριμένες συνέπειες, που αποκαλύπτονται ανάγλυφα αν μελετήσουμε τα υπάρχοντα στοιχεία.
Για παράδειγμα, ενώ οι απόφοιτοι ΑΕΙ και οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών έχουν σαφώς περισσότερες πιθανότητες να απορροφηθούν στην αγορά εργασίας εν σχέσει με τους μη διαθέτοντες πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η ανεργία ή η ετεροαπασχόληση των νέων πτυχιούχων παραμένουν υψηλές, ανατροφοδοτώντας το brain drain.
Αυτό σημαίνει ότι η συντηρητική πολιτική που ακολουθούν τα ΑΕΙ και το υπουργείο Παιδείας δεσμεύει ένα πελώριο ανθρώπινο δυναμικό, που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να συνεισφέρει σε κρίσιμους κλάδους που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Οικονομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Είναι πρόδηλο ότι, για να ξεφύγουμε από τη διελκυστίνδα των «αγοραίων νόμων», θα πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις προς την κατεύθυνση της ελεύθερης πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο. Μερικοί θεωρούν αυτή τη λύση ανεφάρμοστη ή επικίνδυνη. Αλλά αυτό είναι εν πολλοίς μια πλάνη, που οφείλεται στη στατική αντίληψη της ακαδημαϊκής, της εργασιακής και της οικονομικής πραγματικότητας.
Η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, αλλά και οι εξελίξεις στην παγκόσμια Οικονομία, μας καλούν να σκεφτούμε «έξω από το κουτί». Για αυτό και θα επανέλθω στο θέμα.