Του Βασίλη Τσίκαρη*
Έχουν γραφτεί αρκετές αναλύσεις για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) με πολύπλευρες προσεγγίσεις. Δυστυχώς πολλές από αυτές αγνοούν την διαχρονική εξέλιξη στο χώρο της Ανώτατης Παιδείας με αποτέλεσμα να καταλήγουν συμπερασματικά στην «προσπάθεια της κυβέρνησης να διασφαλίσει πελατεία στους χορηγούς της κολλεγιάρχες». Παρόλο που αυτό συνιστά απλά μια παράπλευρη περιστασιακή «ωφέλεια» και προκύπτει αβίαστα ως συνέπεια της ΕΒΕ δεν αποτελεί το βασικό της στόχο.
Ο βασικός στόχος της ΕΒΕ είναι η μόνιμη κρατική χρηματοδότηση των κάθε είδους ιδιωτικών εκπαιδευτικών επιχειρήσεων μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Αυτή είναι η μεγάλη οικονομική πίτα που ορέγονται οι επενδυτές αρπαχτικά.
Είναι εύκολο να το αντιληφθεί κάποιος αν απλά απαντήσει στο ερώτημα: Πόσοι από όσους θα αποκλειστούν από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση-και λόγω ΕΒΕ- έχουν την οικονομική δυνατότητα να βρουν διέξοδο στα Ιδιωτικά Κολλέγια; Η απάντηση είναι σαφώς ελάχιστοι. Αυτό είναι προφανές, καθώς οι αποκλεισμένοι προέρχονται κυρίως από τα αδύνατα οικονομικά στρώματα και, με την εφαρμοζόμενη πολιτική συρρίκνωσης των μικρομεσαίων στρωμάτων, το ποσοστό αυτό συνεχώς θα συρρικνώνεται.
Για να επιτευχθεί ο στόχος της μόνιμης κρατικής χρηματοδότησης των Κολλεγίων, που θα αποφέρει πολύ μεγαλύτερη πελατεία, απαιτείται η νομιμοποίηση στην κοινωνική συνείδηση της αναγκαιότητας και του «θετικού» ρόλου τους στην κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών της νέας γενιάς.
Η νομιμοποίηση αυτή, αφού απέτυχε δύο φορές με την προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 και την προηγούμενη προσπάθεια εξίσωσης των Πανεπιστημίων με τα Κολλέγια μέσω καθιέρωσης των 3χρονων σπουδών πρώτου κύκλου, σχεδιάστηκε να επιτευχθεί με έμμεσο τρόπο.
Μια τέτοια νομιμοποίηση προϋποθέτει τον αποκλεισμό μεγάλου ποσοστού νέων από την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση έτσι ώστε να βρει γόνιμο έδαφος ο κοινωνικός αυτοματισμό στη βάση του επιχειρήματος: Δεν μπορεί η πολιτεία να χρηματοδοτεί τις σπουδές όσων σπουδάζουν στα Δημόσια Πανεπιστήμια και να αντιμετωπίζει όσους βρίσκουν διέξοδο στα Κολλέγια ως αποπαίδια και να τα υποχρεώνει να πληρώνουν για να σπουδάσουν.
Όταν ωριμάσει αυτή η προσέγγιση, θα είναι εύκολο στην κάθε κυβέρνηση να αλλάξει τον τρόπο χρηματοδότησης των Δημόσιων Πανεπιστημίων και από το Χρηματοδοτώ το Πανεπιστήμιο -με βάση τα κριτήρια που ισχύουν- στο χρηματοδοτώ τους αποφοίτους της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης μέσω της κάρτας φοιτητή, που το οικονομικό της αντίκρισμα θα το εισπράττει το ίδρυμα στο οποίο θα κατατεθεί, δημόσιο ή ιδιωτικό. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν αποκλείεται από την ΕΕ αλλά αντίθετα ευνοείται.
Είναι προφανές ότι κάποιος που κατοικεί στην Αθήνα, στη Θήβα ή αλλού, θα προτιμήσει να σπουδάσει σε ένα Κολλέγιο στην Αθήνα από τη στιγμή που ένα σημαντικό μέρος των διδάκτρων του θα καλύπτεται από το κράτος παρά να πάει σε ένα Περιφερειακό Πανεπιστήμιο.
Είναι επίσης προφανές ότι θα ακολουθήσουν τόσο η καθιέρωση του τρίχρονου πρώτου κύκλου σπουδών όσο και τα δίδακτρα στα Δημόσια Πανεπιστήμια προκειμένου να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό των Κολλεγίων. Πολλά Τμήματα των Περιφερειακών Πανεπιστημίων θα κλείσουν και μάλιστα χωρίς κάποιο πολιτικό κόστος. Η κυβέρνηση με πολύ έξυπνο τρόπο σχεδίασε τις παρεμβάσεις της-εξίσωση επαγγελματικών δικαιωμάτων, ΕΒΕ κλπ- έτσι ώστε ο πραγματικός της στόχος να υλοποιηθεί ως ώριμο φρούτο.
Το ερώτημα είναι πόσο έχουν συνειδητοποιήσει τον πραγματικό στόχο η Αντιπολίτευση, οι Ακαδημαϊκοί Δάσκαλοι και η νέα γενιά.
Με λυπεί ο ελιτίστικος τρόπος προσέγγισης από Πανεπιστημιακούς Δασκάλους-και στο Πανεπιστήμιό μου-που αντί να εμβαθύνουν στο τι πραγματικά σημαίνουν όλα αυτά τα μέτρα για το μέλλον της Ανώτατης Παιδείας και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων που υπηρετούν έτρεξαν να καταγγείλουν τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων επειδή δεν έπεσε στην παγίδα να ορίσει ΕΒΕ.
Ο καθένας όμως κρίνεται τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο.
*Ο Βασίλης Τσίκαρης είναι καθηγητής Οργανικής Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων