Την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής και την επίτευξη συμφωνίας για την ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων ανακοίνωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ μέσω Twitter. «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε για τη μελλοντική ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών», έγραψε.
Σύμφωνα με επόμενες αναρτήσεις του: για τη θέση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι «28» αποφάσισαν να προτείνουν τη Γερμανίδα, νυν υπουργό Άμυνας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Βέλγο πρωθυπουργό Σαρλ Μισέλ, για επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας τον πρώην υπουργό εξωτερικών της Ισπανίας και πρώην πρόεδρο της Ευρωβουλής, Ζοζέπ Μπόρελ, ενώ για Πρόεδρο της ΕΚΤ τη Γαλλίδα, νυν επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Πολιτικός αλλά και μητέρα επτά παιδιών. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι από εκείνες τις γυναίκες που αποδεικνύουν περίτρανα ότι όταν θέλουν μπορούν να συνδυάσουν καριέρα και μητρότητα.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1958 στις Βρυξέλλες. Ο πατέρας της, Ερνστ Άλμπρεχτ ήταν επιφανές στέλεχος του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών και Ευρωπαίος Επίτροπος. Στο Βέλγιο έζησε έως τα 13 της.
Το 1971 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Κάτω Σαξονία, όπου διετέλεσε πρωθυπουργός ο πατέρας της από το 1976 έως το 1990.
Σπούδασε οικονομικά στα πανεπιστήμια του Γκέτιγκεν και του Μούνστερ (Ρηνανία Βεστφαλία) αλλά και στο London School od Economics.
Στο υπουργείο Άμυνας -η πρώτη γυναίκα σε αυτή τη θέση- διορίστηκε το 2013, και παρέμεινε στην τρίτη και στην τέταρτη κυβέρνηση της Άγκελα Μέρκελ.
Το πολιτικό της ντεμπούτο έκανε το 1990, οπότε εντάχθηκε στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), ενώ ενεργό ρόλο απέκτησε το 2001 στο Αννόβερο.
Από το 2003 έως το 2005 διετέλεσε υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Γυναικών, Οικογένειας και Υγείας στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας, ενώ από το 2005 λεως το 2009 υπουργός Οικογενειακών Υποθέσεων, Ηλικιωμένων, Γυναικών και Νεολαίας και από το 2009 έως το 2013 υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Απέναντι στην Ελλάδα η κυρία φον ντερ Λάιεν υπήρξε πάντα αυστηρή. Ήδη το 2011 ζητούσε να δοθούν από την Αθήνα εγγυήσεις για την οικονομική βοήθεια των εταίρων π.χ. με τα αποθέματα χρυσού και συμμετοχή σε δημόσιες επιχειρήσεις. Η πρότασή της απορρίφθηκε εμφατικά από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και αρκετά πιο ευγενικά από την 'Αγγελα Μέρκελ.
Σε όλη την διάρκεια των ελληνικών προγραμμάτων υποστήριζε πάντως σθεναρά την πολιτική των μνημονίων, ενώ είχε ασκήσει κριτική και για την πολιτική προσέγγισης προς την Μόσχα.
Σαρλ Μισέλ
Γιος του πολιτικού Λουί Μισέλ, πρώην υπουργού Εξωτερικών του Βελγίου και Ευρωπαίου Επιτρόπου, ο Σαρλ Μισέλ έγινε το 2014, σε ηλικία 38 ετών, ο νεότερος ηγέτης του Βελγίου από το 1841.
Σύμφωνα με όσους τον γνωρίζουν, ο Σαρλ Μισέλ είναι ρεαλιστής, αυστηρός και σύνθετος ως προσωπικότητα. «Η ικανότητά του να διατηρεί την ψυχραιμία του μπορεί να είναι το μεγαλύτερο προτέρημά του, πέραν του ότι είναι σκληρός εργάτης», επισημαίνει στο Politico Καρλ Δεβός, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης.
«Ο Μισέλ είναι σε θέση να παραμείνει ήρεμος ακόμη και σε μια αγχωτική κατάσταση και είναι σε θέση να σκεφτεί μακροπρόθεσμα», έχει πει γι’ αυτόν ο Γκι Φέρχοφστατ, επικεφαλής των Φιλελεύθερων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου. «Αυτές οι δύο ιδιότητες είναι χρυσός στην πολιτική», είχε τονίσει.
Το πάθος του για την πολιτική φάνηκε σε μικρή ηλικία, όταν άρχισε να συνοδεύει τον πατέρα του στις πολιτικές συναντήσεις. Απηύθυνε την πρώτη του δημόσια ομιλία σε ηλικία 12 ετών και απολάμβανε να διανέμει πολιτικές αφίσες και φυλλάδια. Ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στα 16 του χρόνια όταν έγινε μέλος των Νέων Φιλελευθέρων της Ζοντόν, όπου ο πατέρας του ήταν δήμαρχος από το 1983.
Τον Δεκέμβριο του 2018, ο Μισέλ παραιτήθηκε καθώς η κυβέρνησή του δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.
Κριστίν Λαγκάρντ
Εάν η γαλλογερμανική συμφωνία προχωρήσει, η Κριστίν Λαγκάρντ θα είναι η πρώτη πρόεδρος της ΕΚΤ που δεν είναι επαγγελματίας οικονομολόγος και η δεύτερη Γαλλίδα υπήκοος που ηγείται του ιδρύματος με έδρα τη Φρανκφούρτη. Προτού αναλάβει επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η Κριστίν Λαγκάρντ ήταν η πρώτη γυναίκα που διετέλεσε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας.
Το όνομά της είναι Κριστίν Λαλουέτ, γεννήθηκε το 1956 σε προάστιο του Παρισιού και σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γαλλία.
Το 1974 αποφοίτησε από το σχολείο Holton-Arms School, στο Μέριλαντ, κι έπειτα σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Παρί Ουέστ Ναντέρ λα Ντεφάνς στο Παρίσι. Το 1981, ξεκίνησε να εργάζεται ως δικηγόρος στο Παρίσι και γρήγορα έγινε μέλος του δικηγορικού γαλλικού γραφείου Baker & McKenzie, το οποίο αποτελεί ένα από τα κορυφαία δικηγορικά γραφεία παγκοσμίως. Το 1987 έγινε μέτοχος στο συγκεκριμένο γραφείο και το 1999 διευθύνων σύμβουλος.
Το 2004, ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ της απένειμε το μετάλλιο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Το 2006 το περιοδικό Forbes την κατέταξε στην 30ή θέση ανάμεσα στις πιο ισχυρές γυναίκες στον κόσμο και τον επόμενο χρόνο ανέβηκε στη δωδέκατη θέση, στην τρίτη θέση στην Ευρώπη και στη δεύτερη θέση στην Γαλλία. Το περιοδικό «Time» το 2009 και το 2010 τη συμπεριέλαβε στην ετήσια έκδοσή του με τους 100 πιο σημαντικούς ανθρώπους στον κόσμο.
Επικεφαλής του ΔΝΤ, ορίστηκε τον Ιούλιο του 2011, όταν ο Ντομινίκ Στρος Καν παραιτήθηκε, αφότου κατηγορήθηκε για απόπειρα βιασμού εναντίον καμαριέρας στο ξενοδοχείο Κάρλτον της Νέας Υόρκης.
Το 2016, η Λαγκάρντ κρίθηκε ένοχη από τη γαλλική Δικαιοσύνη για την υπόθεση Ταπί. Η επικεφαλής του ΔΝΤ καταδικάστηκε για αμέλεια, χωρίς ωστόσο να της επιβληθεί ποινή φυλάκισης.
Οι αντιδράσεις
«Βαθιά απογοητευτική» χαρακτηρίζει η επικεφαλής της ομάδας των Σοσιαδημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο, Ιράτκε Γκαρσία, εκ μέρους των επικεφαλής των εθνικών αποστολών του κόμματος, την πρόταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να αναλάβει τη θέση της προέδρου της Επιτροπής η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Η ομάδα μας έμεινε πιστή στην υπεράσπιση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και τη διαδικασία του κορυφαίου υποψήφιου ή spitzenkandidat και δε θέλουμε να πεθάνει» είπε, σημειώνοντας ότι είναι «απαράδεκτο ότι οι εκπρόσωποι των λαϊκιστικών κυβερνήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απέρριψαν τον καλύτερο υποψήφιο μόνο γιατί υπερασπίστηκε το κράτος δικαίου και τις κοινές Ευρωπαϊκές μας αρχές».