«ΖΟΟ»
Κυριακή 2 Απριλίου του 2017 – Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας
Απέναντι από την αυλόθυρα του επισκοπικού ναού της πόλης εκτείνεται μία στενή και με κυμαινόμενο πλάτος οδός, στα κτήρια της οποίας καταγράφεται όλη η πολεοδομική και αρχιτεκτονική πορεία της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής εποχής. Σ’ ένα πέτρινο ισόγειο κτήριο, της εν λόγω οδού, στεγάζεται το Politheatro, ένας χώρος τέχνης και performing arts, όπως αναγράφεται στο επιστολόχαρτό του.
Η οδός, βρώμικη και υποφωτισμένη, όπως και όλο το τετράγωνο, ευρίσκεται στο διά προεδρικού διατάγματος προστατευόμενο τμήμα της πόλης του θεάτρου, του καφέ σαντάν και του κινηματογράφου. Στα δεξιά της ατραπού, διότι περί ατραπούς πρόκειται, μία μικρή πινακίδα, αμυδρά φωτεισμένη, διαβεβαιώνει, στην ουσία, την ύπαρξη και λειτουργία ενός χώρου ποικίλης καλλιτεχνικής έκφρασης ή, επί του προκειμένου, μιας θεατρικής αίθουσας. Η κάτοψή της είναι τετράγωνη, οι τοίχοι της χρωματισμένοι μαύροι και ο φωτισμός της, κατά την είσοδο και έξοδο των θεατών, ελαφριάς ερυθρόμαυρης απόχρωσης.
Εισερχόμενοι στην αίθουσα, στα δεξιά της, υπάρχει ένας μικρός αναψυκτήριος χώρος, απέναντι της εισόδου της, τα παρασήνια και στην αριστερή πλευρά της, η σκηνή. Δύο σειρές μεταλλικών καθισμάτων με μαύρο χοντρό ύφασμα, τύπου σκηνοθέτη, είναι διατεταγμένες στον αριστερά της αίθουσας ελεύθερο χώρο. Η πίσω σειρά των καθισμάτων, δεξιά και αριστερά της σκηνής, είναι υπερυψωμένη. Στην οροφή της αίθουσας, η οποία φέρει ίχνη, πιθανώς, από την λειτουργία ενός σιδηρουργείου, είναι ορατοί διά γυμνού οφθαλμού οι προβολείς φωτισμού των παραστάσεων. Το δάπεδο, τέλος, είναι καλλυμένο με συγκολλημένα τεμάχια πλαστικού χαμηλής ποιότητας, οι πτυχές των οποίων καθιστούν επικίνδυνες τις κινήσεις των ηθοποιών.
Αίφνης, ο δυνατός ήχος μιας σύγχρονης μουσικής (μουσική επιμέλεια Σεμέλη Παπαοικονόμου – σχεδιασμός αφίσας?) διακόπτει τα σχόλια των θεατών για την αίθουσα. Σχεδόν, αμέσως, επικρατεί άκρα σιγή του τάφου. Είναι η ώρα της γνωριμίας μας με τον πρόσφατα εκδημήσαντα αμερικανό δραματουργό Έντουαρντ Φράνκλιν Άλμπυ (1928 – 2016), διδασκόμενοι το πρώτο θεατρικό έργο του «ΖΟΟ» (The zoo story – ιστορία του ζωολογικού κήπου – 1958 – σε μετάφραση?) από τον Θοδωρή Γκόγκο. Μη αφήνοντας κανένα περιθώριο άλλης σκέψης, ο φωτισμός της αίθουσας χαμηλώνει αργά μέχρι το απόλυτο σκοτάδι, πλημμυρίζοντας την ατμόσφαιρά της με θεατρικά ηλεκτρόνια. Για μερικά δευτερόλεπτα διαρκεί ένα ολιγόλεπτο έρεβος, μέσα στο οποίο χάνονται ένα ξύλινο παγκάκι, τύπου δημοτικού κήπου, ένας ξύλινος οδοδείκτης, αμερικανικού τύπου (σκηνικά?). Στη συνέχεια, ένας κάθετος χαμηλός φωτισμός φωτίζει το παγκάκι και δυο προβολείς ρίχνουν, πλαγίως, το φως τους στο κέντρο περίπου της ιδιάζουσας σκηνής (φωτισμός?).
Όλα, έξω από το Politheatro, αλλά και μέσα σ΄αυτό, καθώς και στο ίδιο το θεατρικό έργο, αποπνέουν το παράλογο, θυμίζοντας το λογικό, το απτό, το ορατό, το αποξενομένο, το φανταστικό, το αληθινό, το οικείο, το μισητό, το ξένο, το αγαπητό, το ποθητό, το ηθελημένο, το αβούλητο, το συνειδητό, το ασυνήδειτο, το κοινωνικό, το πολιτισμικό, το πολιτικό, το ανθρώπινο, το ζωώδες και όλα όσα μπορεί να κρύψει ο άνθρωπος βαθιά μέσα του. Έτσι, υπό μίαν υποκειμενικήν αίσθηση, όλα τα παρά πάνω, πραγματικά ή φανταστικά, θυμίζουν θέατρο του παραλόγου, κάτι που διακρίνεται από τις πρώτες στιγμές στο θεατρικό έργο «ΖΟΟ».
Ο Πήτερ (Θοδωρής Γκόγκος), καθισμένος σ’ ένα παγκάκι του Central Park της Νέας Υόρκης, διαβάζει ένα βιβλίο. Την ησυχία του Κυριακάτικου απογεύματος διακόπτει ο Τζέρρυ (Θανάσης Μιχαηλίδης), φωνάζοντας «Έρχομαι από τον ζωολογικό κήπο», που, απ΄ ότι φαίνεται, είναι η αφορμή ενός παράλογου διαλόγου με απρόβλεπτη κατάληξη. Η αμφισβήτηση επικρατεί σ΄ όλα τα θέματα της συζήτησης: Αγάπη, έρωτα, οικογένεια, εργασία, παιδιά, γείτονες, φίλοι, συγκάτοικοι, πλούσιοι, φτωχοί, μετανάστες, οικόσιτα ζώα, μόρφωση και ό,τι ακόμη μπορεί, να συμπεριλάβει η ζωή μιας σύγχρονης μεγαλούπολης στην ονειρεμένη από πολλούς Δύση.
Κάποια στιγμή, το θέμα της ιδιοκτησίας φαίνεται, να δημιουργεί μια μεγάλη αντιπαράθεση, μια ουσιώδη διαφωνία, στην αλά Μπέκετ συνομιλία των δύο ανδρών. Στο σημείο αυτό, η εμμονή στις θέσεις τους, το πείσμα, οι απειλές, οι ύβρεις, τα χτυπήματα, η πάλη θα πάρουν, με τον τρόπο του Ιονέσκου, τη θέση των λεκτικών επιχειρημάτων. Η κορύφωση της συζήτησης και το τέλος του θεατρικού έργου θα δοθούν άριστα από τους Θοδωρή Γκόγκο και Θανάση Μιχαηλίδη και οι θεατές θα περιμένουν για λίγο σιωπηλοί μέχρι τα χειροκροτήματα.
Βγαίνοντας από το Politheatro, έχει κανείς την εντύπωση, πως το παράλογο βρίσκεται παντού γύρω του. Ό,τι φανταστικά έζησε στο θεατρικό έργο «ΖΟΟ», βλέπει, πως πραγματικά συμβαίνει και στην δική του καθημερινή ζωή και στη δική του πόλη. Οι δρόμοι είναι υποφωτισμένοι, τα σκουπίδια έξω από τους κάδους, τα σκυλιά αδέσποτα, οι λακκούβες καταπίνουν γριές, οι άρχοντες επαίρονται για το θεατρικό και πολιτισμικό έργο τους, ενώ την ίδια ώρα, μερικοί αγωνίζονται για ένα πραγματικό θέατρο.
Το ερχόμενο Σάββατο είναι του Λαζάρου. Όλοι γνωρίζουν την ιστορία του. Ας ευχηθούμε, λοιπόν, ο Λάζαρος που έχουμε μέσα μας, ο τοπικός Λάζαρος, ο Λάζαρος της πόλης μας, ο Λάζαρος της τοπικής πολιτικής, ο Λάζαρος του τοπικού θεάτρου και ο Λάζαρος του πολιτισμού να βγει από τον φανταστικό κόσμο του και να βαδίσει το δρόμο του πραγματικού. Ούτως ή άλλως, εξαιρώντας το λογικό, που δένει τα χέρια μας, υπάρχει και το παράλογο, που μας απαλλάσσει από τα όποια προσχήματα.
Έγραψα στα Ιωάννινα – Μιχάλης Η. Αρράς