Πολλοί λένε ότι θέλουν να ασχοληθούν με τη γη και τις καλλιέργειες ως μια διέξοδο στην κρίση –ιδίως σε μέρη όπως τα δικά μας όπου οι περισσότεροι έχουν μια πρόσβαση σε κάποιο χωραφάκι. Άλλοι «ψάχνονται»… συνεχώς, άλλοι μαγεύονται από τα 6.000 ευρώ ανά στρέμμα που υπόσχονται διάφορες «έξυπνες» και εύκολες καλλιέργειες, άλλοι απλώς αμπελοφιλοσοφούν. Υπάρχουν, βέβαια, κι αυτοί που παίρνουν την απόφαση και κάνουν το μεγάλο βήμα με την επίγνωση ότι η αγροτική ζωή δεν είναι παίξε γέλασε, ότι απαιτείται σκληρή δουλειά και αφοσίωση και ότι γεωργός ίσον διαφορετικός τρόπος ζωής. Ακόμα δε λιγότεροι είναι όσοι ασχολούνται με τη βιολογική καλλιέργεια, η οποία προϋποθέτει εκ μέρους του παραγωγού μια ευαισθητοποίηση και για άλλη αντίληψη για τη διαχείριση των φυσικών πόρων.
Ο Πάνος Γεωργίου, είναι από τους παλιότερους βιοκαλλιεργητές όχι μόνο στην Ήπειρο αλλά σε όλη την Ελλάδα. Ασχολήθηκε με τη βιολογική γεωργία, πριν ακόμα η πολιτική της αειφόρου ανάπτυξης αρχίσει να ισχυροποιείται.
Γι' αυτόν ξεκίνησαν όλα το 1997 όταν παρακολούθησε ένα σεμινάριο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ιωαννίνων για τη βιολογική γεωργία. «Κάτι μου έκανε κλικ. Και αποφάσισα να ασχοληθώ» τονίζει στον «Τύπο». Δεν ήταν εύκολο γι' αυτόν. Βασίστηκε κυρίως στις δικές του δυνάμεις αλλά και στην τεχνογνωσία που του μετέφεραν άλλοι βιοκαλλιεργητές ανά την Ελλάδα.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ύφος κάποιων δημοσίων υπαλλήλων-γεωπόνων που με κοιτούσαν απαξιωτικά όταν τους έλεγα ότι κάνω βιολογική γεωργία. Μου έλεγαν χαρακτηριστικά: 'Τι ασχολείσαι με αυτά; Στον τόπο μας, μόνο καλαμπόκι και τριφύλλι μπορεί να καλλιεργήσει κανείς'» αναφέρει. Ο ίδιος επέμεινε.
Αυτό που τον βοήθησε πολύ ήταν ότι εκείνη την εποχή στα Γιάννενα υπήρχε ένα κατάστημα πώλησης βιολογικών προϊόντων, όπου άρχισε να διαθέτει μέρος της παραγωγής του. Σιγά σιγά έστησε ένα δίκτυο διανομής. Σήμερα η επιχείρησή του, οικογενειακή κατά βάση, με την επωνυμία «Βιολογικά αγροκτήματα Γεωργίου», με καλλιέργειες στην Μπαλντούμα και στη Μεγάλη Γότιστα, αναπτύσσεται σταθερά.
Προφανώς, η αγροτική ζωή δεν είναι εύκολη. «Η δουλειά αυτή σε χρειάζεται 365 μέρες τον χρόνο» αναφέρει. Παρά την πολύ σκληρή δουλειά, ο ίδιος νιώθει δικαιωμένος για την επιλογή που έκανε πριν από 18 χρόνια.
ΟΜΑΔΑ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΣΤΟ ΔΕΜΑΤΙ
Τον δρόμο της βιολογικής γεωργίας αποφάσισε να πάρει τον τελευταίο καιρό και μια ομάδα παραγωγών στο Δεμάτι Ζαγορίου. Ο Άκης Μπαρμπαλιός, πληροφορικάριος, ο Σωτήρης Τσουκαρέλης, πολιτικός επιστήμονας, και η Λίτσα Μπαλάσκα, τεχνολόγος γεωπόνος, είναι από τους νέους αυτούς ανθρώπους που αποφάσισαν να ζήσουν διαφορετικά και να δημιουργήσουν μια φάρμα βιολογικών προϊόντων στο Δεμάτι . Ξεκίνησαν από το μηδέν, χωρίς να έχουν κάποια εμπειρία. Σήμερα, αποτελούν τον πυρήνα μιας ομάδας παραγωγών «Τα ψηλά βουνά» που παράγει βιολογικά κηπευτικά και τα διαθέτει απευθείας στους καταναλωτές. Για αυτούς, η παραγωγή με τον εύκολο τρόπο (φυτοφάρμακα κ.λπ.) δεν αποτελούσε καν επιλογή.
Μια παρθένα περιοχή, όπως στο ορεινό Δεμάτι, όπου τα χωράφια ήταν ακαλλιέργητα εδώ και δεκαετίες και οι πηγές ρύπανσης μηδαμινές, αποτέλεσε για αυτούς το καλύτερο πεδίο εργασίας και ζωής. Εκεί όπου η φύση διατηρεί την απόλυτη καθαρότητα, όπως λένε και οι ίδιοι. Αυτό που θέλουν να πετύχουν, είναι «να τροφοδοτούμε κάποιες οικογένειες με όλα όσα χρειάζεται» όπως μας λέει ο Άκης Μπαρμπαλιός.
Αυτή τη στιγμή, «Τα ψηλά βουνά» μπορούν να διαθέσουν, εκτός από κηπευτικά, αβγά και τραχανά, σάλτσες, μαρμελάδες. Αν και το εγχείρημά τους βρίσκεται στα πρώτα του βήματα, ο Άκης εκτιμά ότι μπορούν να ζήσουν από αυτή τη τη δουλειά.
Ως νέοι άνθρωποι προσπαθούν να κρατήσουν, παράλληλα, τις επαφές τους με τους κατοίκους του Δεματίου και να αποδείξουν ότι ακόμα και στο Δεμάτι, σε ένα χωριό μόλις 7 μόνιμων κατοίκων (περισσότεροι τα σαββατοκύριακα), μπορεί να υπάρξει μια ζωντανή κοινότητα. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, η φάρμα τους φιλοξένησε νέους ανθρώπους από άλλες χώρες, κυρίως Γαλλία και Ισπανία, οι οποίοι ήθελαν να ζήσουν μια διαφορετική εμπειρία (μέσω της πλατφόρμας wwoof που αφορά την εθελοντική εργασία σε οργανικές φάρμες), αλλά και προσφυγόπουλα του καταυλισμού του Κατσικά. Η φιλοξενία των προσφύγων έγινε σε συνεργασία με την εκκλησία και όλους τους κατοίκους του χωριού.