Αφού έχουμε όλους τους δίσκους, τώρα ήρθε η ώρα και για ένα άλμπουμ διασκευών.
Πέρα όμως από τις εξυπνακίστικες παρατηρήσεις και τα λογοπαίγνια με τίτλους βιβλίων, ο Μπάμπης Αργυρίου, ένας «μουσικάνθρωπος» (τελευταίο λογοπαίγνιο, είναι υπόσχεση), έχει αρχίσει να φτιάχνει ένα ιδιαίτερο σύμπαν στην ελληνική λογοτεχνία, με μουσικά θέματα.
Το «Άλμπουμ διασκευών» είναι το τρίτο βιβλίο του, μετά το «Έχω όλους τους δίσκους τους» (Καπάνι 2013) και το «Προτιμώ τα παλιά τους» (Micbooks 2015).
Με ασύγχρονα διαστήματα ανάμεσα στη βιβλιογραφία που παραπέμπουν σε Wipers (δεν είναι τυχαία η αναφορά), ο συγγραφέας φτιάχνει ήρωες που ζούνε στη μουσική. Όχι απλώς «με τη μουσική» ή «από τη μουσική», αλλά μέσα σε ένα μουσικό σύμπαν.
Το «Άλμπουμ διασκευών» είναι η τρίτη φάση αυτού του σύμπαντος, το «τεταρτημόριο» που θα λέγανε και στο Star Trek.
Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Η ιστορία δεν είναι ενιαία, είναι πολλές και είναι «διασκευές». Αυτό δηλαδή που, ενώ είναι η πρώτη μουσική δραστηριότητα για τον περισσότερο κόσμο, αν στην πορεία δεν αλλάξει, τότε καταντάει ένα βαρετό αέναο tribute.
Εδώ όμως υπάρχει κάτι διαφορετικό: τις διασκευές δεν τις κάνει η home band κάποιου κλαμπ ή το Rock Aid Armenia κ.λπ, αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας. Καταπιάνεται με γνωστούς καλλιτέχνες, «φωτογραφίζει» κομμάτια τους που επιλέγει να εξιστορήσει από διάφορες θέσεις.
Το ωραίο είναι ότι το βιβλίο προκαλεί παρόμοιες αντιδράσεις με ένα κανονικό live. «Άκου τι παίζει ρε», είναι μια ατάκα που ταιριάζει σε αρκετές από τις 40 ιστορίες, ανάλογα και με τα γούστα, πάντα.
Κάποιες είναι ανατριχιαστικές, άλλες έχουν πλάκα, πολλές προκαλούν και μια μικρή έκπληξη, ειδικά σε κομμάτια που έχεις ακούσει τόσες φορές που πλέον, περνάνε μπροστά σου σαν τρόλεϊ.
Τώρα όμως, είναι σαν να τα ξανακούς και αυτό, αλλάζει το παιχνίδι για μια πιθανή μελλοντική υπερβιομηχανία αισθαντικών βιβλίων, που θα ανοίγεις δηλαδή τη σελίδα και θα σε καταβάλλουν πριν καν τα διαβάσεις.
Το «Άλμπουμ διασκευών» είναι το επόμενο μεγάλο κόλπο, μετά τη ζηλευτή σύλληψη της ιστορίας του φαν που πάει να πείσει τον Γκρεγκ Σέιτζ να επανέλθει με τους Wipers στη δισκογραφία.
Και για να κλείσουμε με ένα λογοπαίγνιο ακόμα, είναι ένα βιβλίο που δεν πρέπει να λείπει από τη δισκοθήκη σας.