Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι πιο επικίνδυνη για την υγεία του μέσου ανθρώπου στον πλανήτη από το κάπνισμα ή το αλκοόλ σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε την Τρίτη.
Από την άλλη, το επίπεδο χρηματοδότησης που προορίζεται για την αντιμετώπιση της πρόκλησης είναι ένα κλάσμα του ποσού που προορίζεται για την καταπολέμηση των μολυσματικών ασθενειών, ανέφερε η έρευνα του Ινστιτούτου Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Σικάγο (EPIC).
Η ετήσια έκθεση του Air Quality Life Index (AQLI) έδειξε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση από μικροσωματίδια - η οποία προέρχεται από τις εκπομπές οχημάτων και βιομηχανιών, τις πυρκαγιές και πολλά άλλα- παραμένει η «μεγαλύτερη εξωτερική απειλή για τη δημόσια υγεία».
Εάν ο κόσμος μείωνε μόνιμα αυτούς τους ρύπους ώστε να ανταποκρίνεται στο όριο των κατευθυντήριων οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ο μέσος άνθρωπος θα πρόσθετε 2,3 χρόνια στο προσδόκιμο ζωής του.
Τα αιωρούμενα σωματίδια συνδέονται με πνευμονοπάθειες, καρδιοπάθειες, εγκεφαλικά επεισόδια και καρκίνο.
Η χρήση καπνού, συγκριτικά, μειώνει το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής κατά 2,2 χρόνια, ενώ ο υποσιτισμός των παιδιών και της μητέρας ευθύνεται για μείωση 1,6 ετών.
Οικονομική βοήθεια
Η Ασία και η Αφρική φέρουν τη μεγαλύτερη επιβάρυνση, αλλά έχουν και τις πιο αδύναμες υποδομές για να παρέχουν στους πολίτες έγκαιρα και ακριβή δεδομένα. Λαμβάνουν επίσης μικροσκοπικά κομμάτια από την ήδη μικρή παγκόσμια φιλανθρωπική πίτα.
Για παράδειγμα, ολόκληρη η ήπειρος της Αφρικής λαμβάνει λιγότερα από 300.000 δολάρια για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Ενώ υπάρχει μια διεθνής χρηματοδοτική σύμπραξη που ονομάζεται Παγκόσμιο Ταμείο και εκταμιεύει 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για το HIV/AIDS, την ελονοσία και τη φυματίωση, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο για την ατμοσφαιρική ρύπανση.
«Ωστόσο, η ατμοσφαιρική ρύπανση αφαιρεί περισσότερα χρόνια από τη ζωή του μέσου ανθρώπου στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και στο Καμερούν από ό,τι το HIV/AIDS, η ελονοσία και άλλες απειλές για την υγεία», αναφέρεται στην έκθεση.
Η Νότια Ασία
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Νότια Ασία είναι η περιοχή με τις χειρότερες επιπτώσεις. Το Μπαγκλαντές, η Ινδία, το Νεπάλ και το Πακιστάν είναι κατά σειρά οι τέσσερις πρώτες χώρες με τη μεγαλύτερη ρύπανση όσον αφορά τους ετήσιους, σταθμισμένους κατά πληθυσμό μέσους όρους των λεπτών σωματιδίων, τα οποία ανιχνεύονται από δορυφόρους και ορίζονται ως σωματίδια με διάμετρο 2,5 μικρά ή μικρότερη (PM2,5).
Εν τω μεταξύ, η πρωτεύουσα της Ινδίας, το Δελχί, είναι η «πιο μολυσμένη μεγαλούπολη στον κόσμο" με μέση ετήσια σωματιδιακή ρύπανση 126,5 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο.
Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, «έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο όσον αφορά τον πόλεμο κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης», ο οποίος ξεκίνησε το 2014.
Η ατμοσφαιρική της ρύπανση μειώθηκε κατά 42,3% μεταξύ 2013 και 2021. Εάν οι βελτιώσεις διατηρηθούν, ο μέσος Κινέζος πολίτης θα μπορέσει να ζήσει 2,2 χρόνια περισσότερο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, νομοθετικές δράσεις όπως ο νόμος για τον καθαρό αέρα συνέβαλαν στη μείωση της ρύπανσης κατά 64,9% από το 1970, βοηθώντας τους Αμερικανούς να κερδίσουν 1,4 χρόνια προσδόκιμου ζωής.
Ωστόσο, η αυξανόμενη απειλή των πυρκαγιών -που συνδέονται με τις θερμότερες θερμοκρασίες και τις ξηρότερες συνθήκες λόγω της κλιματικής αλλαγής- προκαλούν αιχμές ρύπανσης από τις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες έως τη Λατινική Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία.