Το αφήγημα των «αιώνιων φοιτητών» και του κόστους τους, εις βάρος των… περιοδικών φοιτητών ή της κοινωνίας γενικότερα, είναι διαρκές τα τελευταία 20 χρόνια. Από όταν η βασική κατεύθυνση στην εκπαίδευση, ειδικά με τη Συνθήκη της Μπολόνια στη δεκαετία του ‘90, έγινε η πολυδιάσπαση επιστημονικών αντικειμένων και η «σαλαμοποίηση» της ακαδημαϊκής γνώσης, το πρότυπο ενός πανεπιστημίου-σχολείου άρχισε να περνάει σταδιακά στα κυβερνητικά προγράμματα, με διάφορα επιχειρήματα, αλλά και προφάσεις.
Η πιο διάσημη εξ αυτών, είναι οι «αιώνιοι φοιτητές».
Πριν από λίγες μέρες το Υπουργείο Παιδείας χρησιμοποίησε διπλή γλώσσα για την επιβολή του ορίου σπουδών στο ν+2. Επίσημα, αναφέρει ότι «το χρονικό όριο φοίτησης θεσπίζεται ώστε να υπάρχει ένα συνεκτικό πλαίσιο ολοκλήρωσης των σπουδών, με σκοπό την ουσιαστική αναβάθμισή τους».
Ανεπίσημα, το πολιτικό επιχείρημα είναι ότι οι «αιώνιοι» συνδέονται με την ανυπακοή και το ριζοσπαστισμό, αυξάνουν το κόστος και άλλα αντίστοιχα.
Τι ισχύει όντως όμως; Μπορεί πχ ένας φοιτητής του 11ου έτους να ζει εις βάρος των υπολοίπων και να κοστίζει χρήματα που δεν περισσεύουν, στο τμήμα του; Η απάντηση είναι απλή και σαφής: όχι.
Το μόνο «κόστος» που θα μπορούσε να αποδοθεί είναι το «κόστος φακέλου», αν θεωρηθεί δηλαδή ότι υπάρχει διοικητική ενασχόληση με την περίπτωσή του. Κάτι σαν το αντίστοιχο κόστος που χρεώνουν οι τράπεζες για τα δάνεια…
Έτσι και αλλιώς, με προβλέψεις διαφόρων νόμων, οι «αιώνιοι» δεν έχουν δικαίωμα σε παροχές όπως στέγαση –που έτσι και αλλιώς είναι πολύ περιορισμένη-, συγγράμματα, ακόμα και εκπτώσεις στις μετακινήσεις.
Πριν από μια 20ετία, οι «λιμνάζοντες» δεν ήταν πρόβλημα. Εξάλλου, αρκετά από τα σημερινά κυβερνητικά στελέχη ξεπέρασαν -άλλα λίγο, άλλα πολύ περισσότερο- το χρονικό όριο φοίτησης. Ειδικά όσα ασχολούνταν με το συνδικαλισμό, σε διάφορους πολιτικούς χώρους επίσης, ξεπερνούσαν τα 4, 5 ή 6 χρόνια του πτυχίου. Μια μικρή υποκρισία είναι κρυμμένη λοιπόν στα σύγχρονα πολιτικά επιχειρήματα (και) της συγκεκριμένης κυβέρνησης.
Ούτε σήμερα είναι πρόβλημα οι «αιώνιοι». Πρακτικά, ένας φοιτητής ή μια φοιτήτρια που ξεπερνάνε το νΧ2 σε χρόνια φοίτησης, σπανιότατα ολοκληρώνουν τις σπουδές. Επίσης, ειδικά την τελευταία δεκαετία της κρίσης, το φαινόμενο της επιστροφής στο πατρικό μετά το τελευταίο έτος είναι σύνηθες, για οικονομικούς λόγους.
Για τους ίδιους λόγους, πολλοί φοιτητές-τριες εργάζονται ήδη, πριν φτάσουν στο τελευταίο εξάμηνο σπουδών.
Για κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μέριμνα στο νομοσχέδιο, με εξαιρέσεις στην υπέρβαση του χρόνου σπουδών.
Ποια είναι όμως η υπαρκτή κατάσταση (και όχι αυτή που προπαγανδίζει το υπουργείο);
Όταν οι «αιώνιοι» διαγράφτηκαν
Ενδεικτικό των «πλάγιων» προθέσεων της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου για ένα πανεπιστήμιο-σχολική μονάδα, με πρόσθετους καταναγκασμούς και αυστηρότητα σε έναν-υποτίθεται- αυτοδιοικούμενο χώρο, είναι ότι μόλις πριν από έξι χρόνια, η τότε ηγεσία του υπουργείου (ο Ανδρέας Λοβέρδος), επέχαιρε για τη διαγραφή 152.819 φοιτητών. Ή τουλάχιστον, αυτό ήταν το μέγεθος στο οποίο υπολόγιζε η τότε κυβέρνηση τον αριθμό φοιτητών και που μετά, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τους έδωσε το δικαίωμα επανεγγραφής.
Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το πόσους «λιμνάζοντες» φοιτητές διέγραψαν όντως από τα μητρώα τους τα ιδρύματα και πόσοι-ες επανεγγράφηκαν το διάστημα 2014-2016.
Η νομοθεσία
Ο πρώτος νόμος που προέβλεπε όριο σπουδών, ήταν 3549/2007: 8+1 χρόνια και «τμηματικές» σπουδές με αίτηση των ενδιαφερόμενων
Ο νόμος 4009/2011 προέβλεπε ότι μετά την ολοκλήρωση του ελάχιστου χρόνου, οι φοιτητές-τριες θα μπορούσαν να επανεγγραφούν στα εξάμηνα εάν πληρούσαν τους «όρους συνεχούς φοίτησης» που προέβλεπε κάθε ίδρυμα στον οργανισμό του.
Ο νόμος 4327/2015 έδωσε το δικαίωμα επανεγγραφής, υπό όρους για τη συνέχεια φοίτησης.
Ωστόσο, «αιώνιος φοιτητής» στα στατιστικά που επικαλείται (με διαρροές) το Υπουργείο Παιδείας και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, είναι ένας άνθρωπος που έχει ξεπεράσει έστω και για ένα εξάμηνο το κατώτατο όριο σπουδών. Αυτό, για όποιον-α έχει περάσει από μια πανεπιστημιακή σχολή, είναι ένα συχνότατο φαινόμενο. Παλιότερα, ακόμα και με περασμένα όλα τα μαθήματα, αν δεν μαζευόντουσαν οι υπογραφές από τα σπουδαστήρια, το όνομα του απόφοιτου δεν έμπαινε στην επόμενη ορκωμοσία. Οπότε, περνούσε στην καταγραφή των «επί πτυχίω». Όσο υπήρχε η επετηρίδα, στις καθηγητικές σχολές υπήρχε και η πρόνοια για την κατά το δυνατό γρηγορότερη ορκωμοσία (και το στήσιμο στην ουρά, στην τότε νομαρχία…).
Πόσους «αιώνιους» έχουν τα Γιάννενα;
Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ακαδημαϊκού έτους 2018/2019 (πηγή: ΕΛΣΤΑΤ), είχε 11.107 φοιτητές-τριες μέχρι και το 6ο έτος (Ιατρική) και 9.920 φοιτητές-τριες πέραν του ελάχιστου ορίου φοίτησης.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι όσο πιο παλιά η σχολή, τόσο περισσότεροι σε επί πτυχίω έτη: Οι περισσότεροι είναι στη Φιλοσοφική (επί ενιαίου ΦΠΨ) και αμέσως μετά, στη σχολή Επιστημών Αγωγής. Τους πιο πολλούς επί πτυχίω, είχε καταγεγραμμένους το Μαθηματικό.
Οι ιδιαιτερότητες των τμημάτων
Επίσης, ένα άλλο θέμα ήταν η δυσκολία των σχολών. Για πάρα πολλά χρόνια, το Μαθηματικό και το Φυσικό Ιωαννίνων είχαν μέσο χρόνο ολοκλήρωσης σπουδών τα 6 και τα 7 χρόνια. Το Φιλολογικό επίσης. Συχνότατα, τα προγράμματα σπουδών που συντάσσονταν με το ίδιο, σημερινό πνεύμα του υπουργείου, ακόμα και περιπτώσεις καθηγητών που αρνούνταν πεισματικά να περάσουν φοιτητές-τριες στις εξεταστικές ή έπαιρναν αυθαίρετες αποφάσεις με ποσοστώσεις επιτυχόντων στο μάθημά τους, παρατείνανε το χρόνο φοίτησης. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που εισαγωγικά μαθήματα περάστηκαν όταν ο καθηγητής… αφυπηρέτησε.
Αυτό το μοτίβο έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία 10-15 χρόνια. Πλέον, όσοι εγκαταλείπουν τις σπουδές, συνήθως εγκαταλείπουν και τον ακαδημαϊκό χώρο, κάτι που δεν συνέβαινε παλιότερα.
Πολύ συχνά, το κάνουν λόγω της ανεπάρκειας των ίδιων των τμημάτων. Υπενθυμίζεται ότι διαχρονικά, τα Υπουργεία Παιδείας αγνοούσαν τις προτάσεις των τμημάτων για τον αριθμό εισακτέων και επέβαλαν διπλάσιους, παρότι πολλά από τα νεοσύστατα τμήματα, ειδικά από την εποχή της «κούρσας ευρωπαϊκών προγραμμάτων» στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ξεφύτρωναν με βασικό κριτήριο την απορρόφηση κονδυλίων και την πίεση των τοπικών αρχόντων περισσότερο και όχι τα επιστημονικά και ακαδημαϊκά κριτήρια. Όλα αυτά, λειτούργησαν σωρευτικά, με το κράτος να έχει τη σχεδόν αποκλειστική ευθύνη, καθότι αυτό σύντασσε και εφάρμοζε την πολιτική.
Καμία σχεδόν πολιτική ηγεσία του υπουργείου όμως δεν έδειξε την ίδια ζέση για τους «αιώνιους» που δημιούργησαν αποφάσεις της, είτε με την εν μια νυκτί δημιουργία τμημάτων, είτε με την εν μια πρωία κατάργησή τους…