Το ροκ εν ρολ έχει μερικές κατάρες: μεταξύ αυτών, τις συναυλίες σε μέρη που δεν του ταιριάζουν αλλά αυξάνουν την απήχηση του event και τις άσκοπες επανασυνδέσεις. Οι Dirty Saints έχουν γλιτώσει και από τις δύο μέχρι τώρα, αφενός γιατί δεν έχουν παίξει στο Ηρώδειο πχ, αφετέρου γιατί η επανασύνδεσή τους ήρθε να καλύψει ένα χαμένο έδαφος που δεν θα έπρεπε να είχε χαθεί.
Το Aeon είναι το πρώτο άλμπουμ της μπάντας 27 ολόκληρα χρόνια μετά το Elf. Οι προσθέσεις οδηγούν στο μαθηματικό συμπέρασμα ότι η μπάντα δεν είναι πια εφηβική. Ευτυχώς, δεν συμπεριφέρεται ως τέτοια και βγάζει τώρα, το 2019, ένα πραγματικά καλό άλμπουμ. Όχι «καλό για την εποχή που θα έπρεπε να είχε βγει», αλλά καλό για το τώρα. Τα λέγαμε άλλωστε από την πρώτη προακρόαση, πριν από μερικούς μήνες.
Το Aeon είναι «παλιομοδίτικο» με ωραίο τρόπο. Έχει οκτώ κομμάτια, επτά καινούργια και ένα την «επίσημη διασκευή» των Saints, το Backdoor man του Γουίλι Ντίξον. Είναι φτιαγμένο από τη Mantra records που έχει επιστρέψει και αυτή δριμύτερη και στα τεχνικά του είναι εξαιρετικό.
Στα μουσικά του είναι πολύ καλό. Οι Saints συνεχίζουν να παίζουν εκείνο το γκαράζ που σε πιάνει από το αυτί και ως είδος, έχει μια διαχρονικότητα, που μπορεί να την πει κανείς και «εύκολη». Ακόμα και αν οι συνθέσεις πχ δεν έχουν την ίδια σπιρτάδα με… εκατό χρόνια πριν, αυτό δεν έχει τόση μεγάλη σημασία τελικά, ακριβώς γιατί αυτό που κερδίζει στην περίπτωσή μας, είναι η απλότητα.
Πάντα χρειάζονται και οι δυνατές στιγμές όμως και ο Aeon έχει τέτοιες και διαδοχικές: Saints are back in town, Thinkin’, Eon the monkey. Οι Saints από καταβολής τους, είχανε και διατηρούν την ικανότητα να «πιάνουν» ένα κολλητικό ριφ και πάνω σε αυτό να «χτίζουν».
Η αλήθεια είναι ότι η πατίνα του χρόνου είναι αναπόφευκτη. Στην περίπτωση των Dirty Saints όμως φάνηκε στο άγχος τους όταν παρουσίασαν ζωντανά το δίσκο, παρά στο άλμπουμ καθαυτό. Υπό αυτή την έννοια, το καλοκαίρι στον Αχέροντα, τα πράγματα αναμένονται πιο χαλαρά (και μήπως να κάνουμε παραγγελιά όλο το I walked with a zombie αυτή τη φορά;).