Ο Σπύρος Χρηστίδης ήταν γεωπόνος και έμενε λίγο πριν τον πόλεμο, στα Γιάννενα, στην (τότε) οδό Σούτσου.
Καταγόταν από την Κοκκινιά Φιλιατών Θεσπρωτίας.
Εκεί κλήθηκε στα όπλα, στον 2ο λόχο προκάλυψης του τάγματος Φιλιατών, λίγο πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, κάπου στις αρχές Σεπτεμβρίου του ’40.
Στις 18 Οκτωβρίου, ο Χρηστίδης προσπάθησε να πάρει απόσπαση, γιατί δεν γινόταν τίποτα στην Πόβλα, όπου υπηρετούσε.
«Και το πήρα απόφαση πια, περιμένοντας την απόλυσή μου χωρίς άλλο, κατά το τέλος του μηνός. Αυτό ολούθε ψιθυριζότανε, ότι θα απολυθούμε» γράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του που εκδόθηκε περίπου πριν από 40 χρόνια.
Στις 4 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, μπήκε στην ομάδα ακροβολιστών που θα χειρίζονταν 2 πολυβόλα, στην οχυρή θέση.
«Στις 5 η ώρα το πρωί νέο κάλεσμα και μήνυμα στο τηλέφωνο. Βρεθήκαμε όλοι στο πόδι και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε, δεν πιστεύαμε όμως ότι σοβαρά και κρίσιμα τα πράγματα, αλλά νομίζαμε ότι πρόκειται για άσκηση ετοιμότητας», συνεχίζει.
Δεν ήταν. Ήταν ο πόλεμος.
Οι ημερολογιακές αναμνήσεις των ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο, είναι πολύ ενδιαφέρουσες όχι μόνο για τα ιστορικά στοιχεία που παρέχουν, αλλά και γιατί αποτυπώνουν, οι περισσότερες χωρίς ωραιοποιήσεις. Είτε προσωπικές, είτε λογοτεχνικές, οι αφηγήσεις ξεφεύγουν από την απλή ηρωική αφήγηση και την αναγωγή σε «μνήμη που φέρει επισκεψιμότητα».
Τόσο τα πολλά ημερολόγια μαχητών του ’40 και της εθνικής αντίστασης, αλλά και λογοτεχνικές αποτυπώσεις όπως το «Πλατύ ποτάμι» του Μπεράτη και η τριλογία των «Ακυβέρνητων Πολιτειών» του Τσίρκα, θυμίζουν ότι ο πόλεμος δεν σταμάτησε στο έπος που διαδραματίστηκε στην Ήπειρο.
«Ήταν η ώρα 1:30 τότε. Η μάχη (σ.σ. της Πόβλας) είχε λήξει μετά 7,5 ώρες. Πήραμε το δρόμο, χωρίς να ξέρουμε τα κατατόπια ακριβώς. Από πρόχειρο στο δρόμο προσκλητήριο έλειπαν πολλοί ακόμα, δεν γνωρίζαμε δε τίποτε και για την τύχη των ανδρών των φυλακίων Χορμούλη, Λεοντοκανάκη και Ζυγομαλά» περιγράφει ο Χρηστίδης, ενώ το τάγμα κατευθύνεται στον αυχένα του υψώματος για να ανακόψει τους Ιταλούς που περνούσαν –ένας-ένας από στενές διαβάσεις.
«Ο Κωστής Ελευθέριος από το Ξέχωρο Φιλιατών βρέθηκε στο οίκημα του φυλακίου στο τηλέφωνο, όταν έφθασαν εκεί οι Ιταλοί οι οποίοι, αφού σκότωσαν με μια ξιφλόγχη ένα μαύρο σκυλί μας, τελευταίο υπερασπιστή του φυλακίου, ώρμησαν στον φούρνο να πάρουν την κουραμάνα που μόλις είχε ψηθεί και δεν είχαν προφθάσει να μοιρασθούν οι άνδρες μας. Βγαίνοντας ο Κωστής πέφτε απάνω τους, ρίχνει χειροβομβίδα, ξαπλώνει μερικούς, σουβλίζει έναν με τη λόγχη, ανοίγει σαν αστραπή δίοδο και το σκάει με τα πόδια, ενώ πίσω του οι σφαίρες έπεφταν βροχή».
Ο στρατιώτης Κωστής στη συνέχεια βρήκε παρατημένο το άλογο του λοχαγού, το καβάλησε και ξέφυγε.
«Πιο παρακάτω καθώς βαδίζαμε, δεχθήκαμε την πρώτη επίσκεψη εχθρικών αεροπλάνων που πέρασαν αρκετά ψηλά επάνω μας, ενώ εμείς κρυφθήκαμε σε κάτι πλατάνια. Όπως μάθαμε, αυτά είχαν βομβαρδίσει τα Γιάννινα», συνεχίζει ο Χρηστίδης.
Και συνεχίζει: «Όπως έγινε γνωστό αργότερα, ήταν το περίφημο σχέδιο άμυνας στον Καλαμά που άφηνε ανοχύρωτες τις θέσεις μας και μου μας είχε προορίσει, φαίνεται, τμήμα θυσίας, χωρίς να μας στείλουν ενισχύσεις, έστω κι αν ακόμα και τρεις μέρες είχαμε μπορέσει να αμυνθούμε».
Η αφήγηση του Χρηστίδη είναι πολύ συχνά σκληρή, καθώς και αναλυτική για την οργάνωση του στρατεύματος, τις οδηγίες καθώς και τη συμπεριφορά αξιωματικών.
Στη μάχη της Φασκομηλιάς, στα μέσα Νοεμβρίου, περιγράφει: «Καθώς ετοιμάσθηκα να σηκωθώ, ριπή πολυβόλου έπεσε ανάμεσα από τα ελαιόκλαδα μπροστά μου και 2-3 σφαίρες εξοστρακίστηκαν από το κράνος μου που αν δεν το φορούσα, θα ήμουνα σίγουρα νεκρός».
Στις 23 Νοεμβρίου, το τάγμα μπήκε στους Φιλιάτες.
«Ημέρα ιστορική για τη μικρή πόλη. Κόσμος, λίγοι-λίγοι, με δάκρυα χαράς ξεπετάζοταν από τα σπίτια και μας αγκάλιαζαν. Κλαίγαμε όλοι, ακόμα και ο καιρός για το ερήμωμα που είχε πάθει η πολίχνη. Τη βρήκαμε αγνώριστη. Τα μαγαζιά όλα σπασμένα και αδειασμένα. Τα χτήρια μόνο ορθά»…
Στις 26 Απριλίου του ’41, το μέτωπο καταρρέει. Ο Χρηστίδης βρίσκεται στην Πρέβεζα.
«Προς το μεσημέρι, πήραν την απόφαση να φύγω με μερικούς άλλους συντροφιά, για να μη πεθάνομε από την πείνα. Κατά η ώρα 11 βλέπω σε ένα μέρος του καταυλισμού του λόχου μας συγκεντρωμένους πολλούς. Πλησιάζω και ακούω τη φωνή του ταγματάρχη μας. Μιλούσε στους αξιωματικούς και στους άνδρες. Τους είπε περίπου τα εξής:
‘Παιδιά, αυτή τη στιγμή έρχομαι από το στρατηγείο το δικό μας. Έμαθα ότι έγινε ανακωχή ‘ανευ όρων’. Το γερμανικό φρουραρχείο εδώ μου είπε ότι κάθε στρατιώτης είναι ελεύθερος να φύγει. Τα όπλα σας να τα πετάξετε εδώ. Επράξατε το καθήκον σας απέναντι της Πατρίδας. Η ιστορία εις το μέλλον θα δικαιώσει τις πράξεις του καθενός».
(Τα απομνημεύματα του Σπ. Χρηστίδη δημοσιεύτηκαν το 1984)