Της Αγγελικής Ντίνου*
«….Οι κινητήρες των αεροπλάνων ακουστήκανε άξαφνα - και σχεδόν αμέσως τα δικά μας αντιαεροπορικά.
‘Το νταραβέρι αρχίζει’, είπα.
Η αλήθεια είναι πως φτάνοντας απ' την Αθήνα, που επί τρεις μήνες περίπου είχαμε συναγερμούς, μα δεν είχαμε δει ποτέ αποτέλεσμα αεροπορικών επιδρομών, το 'παιρνα το πράμα πολύ πιο ελαφρά απ’ όσους καθόντουσαν εδώ, που είχανε ήδη δοκιμαστεί, και άγρια πολλές φορές. Δεν ήταν λοιπόν θάρρος από μέρος μας, αλλά μάλλον άγνοια - αν και ξέχασα να πω πως αυτές τις δυο μέρες που έτσι άσκοπα περιπλανιόμαστε μες στη Θεσσαλονίκη, είχαμε δει αρκετά τραγικά θεάματα: σπίτια καταγκρεμισμένα, βαθιούς λάκκους από βόμβες, άλλα σπίτια που τους έλειπε η στέγη - κι εκείνο που μου 'κανε την πιο παράξενη εντύπωση: σπίτια δίπατα ή τρίπατα κομμένα εγκάρσια από πάνω ως κάτω σα με μαχαίρι, που τους έλειπε όλη η πρόσοψη και που, χάσκοντας έτσι, αφήνανε να βλέπει κάθε διαβάτης, κάθε ξένος, ό, τι ως μια ορισμένη στιγμή ζηλότυπα φρουρούσανε από κάθε αδιάκριτο μάτι, όλη την εσωτερική ζωή τους, όλη τους την intimite.
Αυτά τα κάδρα που κρέμονταν ακόμα πάνω στους χρωματιστούς, λαδομπογιατισμένους τοίχους του άλλοτε σαλονιού, αυτό το συζυγικό κρεβάτι με τα μαξιλάρια, τα κεντημένα σεντόνια και τις κουβέρτες, ανάστατες βέβαια, αλλά πάντως στη θέση τους, που με τα τρία πόδια ακουμπούσε ακόμα στο απομεινάρι του πατώματος της κρεβατοκάμαρας, ενώ το τέταρτό του μετεωριζότανε στο ρήγμα, στο κενό, - αυτές οι μεγάλες κορνιζαρισμένες μεγεθύνσεις φωτογραφιών κάποιας γιαγιάς, κάποιου παππού, ακαλαίσθητες όπως συνήθως, ξασπρισμένες απ' τον καιρό, και που κοιτούσανε τώρα, άσκοπα κι αυτές, μες στο κενό, ή την ξένη, την αδιάφορη κίνηση του δρόμου - αυτοί οι καναπέδες που κάνανε θαύματα ισορροπίας, ένας πολυέλαιος, κι ένα πιάνο ακόμα στο τρίτο πάτωμα... Βέβαια, τα 'χα δει όλ' αυτά, κι ακόμα τα μαύρα και παιδεμένα σαν από σπασμούς ρολά των καταστημάτων, που είχανε ξεφύγει απ' την πόρτα που φυλάγανε και που τα συγκρατούσε ορθά άλλοτε, τις σβησμένες πυρκαγιές, τους μαύρους τοίχους, το παράξενο βλέμμα εκείνων που ψάχνανε μες στα συντρίμμια - μα τα 'χα δει, όπως είπα, σαν ένα θέαμα ξεπερασμένης πια ιστορίας, κι όχι σα στιγμή ζωής όπου συμμετείχα. Κι αυτό ήταν μια μεγάλη διαφορά.
Μα ο βομβαρδισμός και το αντιαεροπορικό (δε μπορούσα ακόμα να ξεχωρίσω τους δυο θορύβους) ακούγονταν κάπου σαν πολύ μακριά. Ξαναγύρισα στη θέση μου, στο τραπεζάκι μας με τον Ιατρόπουλο, και πίναμε ήσυχα το ουζάκι μας, γελώντας με τους άλλους δυο συντρόφους μας που 'χανε γίνει πράγματι καπνός, μπρος απ' τα μάτια μας, με το πρώτο σκούξιμο της σειρήνας.»
Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, απόσπασμα [1]
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939 ο Βρετανός πρωθυπουργός, ανακοίνωνε ότι η χώρα του έμπαινε σε πόλεμο με τη Γερμανία, μετά από μια σειρά επεκτατικών επιθέσεων του Χίτλερ στην Ευρώπη. Την ίδια μέρα ακολουθούσε στον πόλεμο και η Γαλλία.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, που διεξήχθη στο περιθώριο των εχθροπραξιών ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, μέχρι την επέμβαση τουλάχιστον της Γερμανίας, ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου 1940. Η συμβολή του υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική στην έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αγώνας μιας μικρής χώρας που πολεμούσε για την τιμή και την αξιοπρέπειά της, για τα δικαιώματα του ανθρώπου που απειλούνταν από την βία και τον καιροσκοπισμό αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη συμμαχική νίκη ενάντια στον Άξονα, κατέστρεψε το γόητρο του Μουσολίνι και έγινε παράδειγμα αντίστασης για τους άλλους λαούς.
Τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των δύο χωρών ήδη από τους βαλκανικούς πολέμους, οι εντάσεις που εκδηλώθηκαν στον μεσοπόλεμο με τη βραχύβια κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς το 1923 και οι βλέψεις της Ιταλίας στη Μεσόγειο, που τη θεωρούσε «ζωτικό της χώρο», κατέληξαν στον τορπιλισμό της Έλλης τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 και την ιταλική επίθεση στη χώρας μας, λίγους μήνες αργότερα.
Η ημέρα που επέλεξε η Ιταλία για να επιδώσει το τελεσίγραφο στην Ελλάδα, είχε για τον Μουσολίνι επετειακό χαρακτήρα. Πριν 18 χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου 1922, 26.000 μελανοχίτωνες πραγματοποίησαν την Πορεία προς τη Ρώμη, σε μια επίδειξη δύναμης και ο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία χωρίς καμιά αντίσταση.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ένας πόλεμος ολοκληρωτικός με ανυπολόγιστες απώλειες. Η σύγκρουση των εμπόλεμων προηγμένων χωρών δεν ήταν μόνο μια σύγκρουση στρατών αλλά και μια σύγκρουση ανταγωνιζόμενων τεχνολογιών. Οι μαζικοί βομβαρδισμοί, που υποσκέλισαν τον πόλεμο των χαρακωμάτων, δεν έπληξαν μόνο τους στρατιώτες που πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή αλλά και τον άμαχο πληθυσμό των πόλεων.
Η Βρετανία, παρόλο που διέθετε σύγχρονα βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροσκάφη, δέχθηκε, το φθινόπωρο του 1940, βομβαρδιστικές επιδρομές που άφησαν πολλά θύματα. Η απομάκρυνση των παιδιών από τις πόλεις στην ύπαιθρο, η διανομή τροφίμων, η διαβίωση σε υπόγεια καταφύγια και η εργασία με στρατιωτικά κράνη ήταν κάποια από τα μέτρα της βρετανικής κυβέρνησης την περίοδο εκείνη.
Η Ιταλία, χάρη στην αεροπορική της υπεροχή, είχε τη δυνατότητα να εξαρθρώσει τον μηχανισμό επιστράτευσης των ελληνικών δυνάμεων. Από την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου οι Ιταλοί εξαπέλυσαν αεροπορικές επιθέσεις βομβαρδίζοντας πόλεις, λιμάνια και κέντρα στρατηγικής σημασίας. Βομβαρδίστηκαν ο Πειραιάς και η Πάτρα, η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, ο Βόλος και άλλες πόλεις με πολλά θύματα αμάχων και μεγάλες καταστροφές.
Αντίθετα η αεροπορική δύναμη της Ελλάδας ήταν ασθενής. Τα ενεργά αντιαεροπορικά της μέσα χρησιμοποιήθηκαν στο μέτωπο του πολέμου από τον μαχόμενο στρατό, ενώ στο εσωτερικό της χώρας οργανώθηκε η Παθητική Αεράμυνα, με τη λήψη μέτρων για την προστασία του πληθυσμού, τη διασφάλιση των κέντρων εργασίας και της οικονομικής ζωής γενικότερα.
Το 1940, με μια σειρά νόμων, λαμβάνονται μέτρα για την κατασκευή καταφυγίων, τη συσκότιση των πόλεων για την αποφυγή βομβαρδισμών, την αραίωση του πληθυσμού, την υγειονομική του περίθαλψη. Οργανώνεται σύστημα ελέγχου του εναέριου χώρου της Ελλάδας με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση σε περίπτωση εμφάνισης εχθρικών αεροσκαφών. Πρόκειται για την Υπηρεσία Επιτηρήσεως Συναγερμού Αέρος και Θαλάσσης που αποτελούνταν από 595 σταθμούς επιτήρησης διεσπαρμένους σε όλη την επικράτεια της χώρας. Στον νομό Ιωαννίνων λειτουργούν Σταθμοί Επιτήρησης στα Μελιανά, τη Μανωλιάσσα, το Τέροβο, τη Ζίτσα, το Καλπάκι, το Δελβινάκι, την Καστάνιανη, τον Κακολάκκο, την Κόνιτσα, το Μπουραζάνι, τον Αμάραντο, τη Βούρμπιανη, τη Λυκορράχη, το Γρεβενήτι, το Δεμάτι και το Μέτσοβο ενώ παράλληλα στην πόλη των Ιωαννίνων, το Καλπάκι, την Κόνιτσα και το Μέτσοβο λειτουργούν και Κέντρα Πληροφοριών.
Όταν ο τρομακτικός ήχος των σειρήνων μεταφέρει, στις 28 Οκτωβρίου 1940, την είδηση του πολέμου, συστήνεται από τις αρχές Παθητικής Αεράμυνας η «ψύχραιμος και θαρραλλέα στάσις» του άμαχου πληθυσμού, η οποία αποτελεί σοβαρό στοιχείο άμυνας. Προβλέπεται και για τον «πλέον ασήμαντον τόπον» η λειτουργία συναγερμού με σειρήνες, τηλέφωνα, και όπου αυτό δεν είναι εφικτό με «κωδωνοκρουσίες Εκκλησιών». Οι οδηγίες συστήνουν τη «λελογισμένη χρήση» του συναγερμού. Η έναρξη δίνεται «δια εναλλασσομένων ήχων των σειρήνων διαρκείας 3 λεπτών και η λήξις αυτού δια συνεχούς ήχου 3 λεπτών». Ζητήματα που αφορούν στην αντιαεροπορική άμυνα, δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά, ανακοινώνονται στο ραδιόφωνο ή προβάλλονται στον κινηματογράφο.
Για την προστασία των πολιτών, απαγορεύεται η εκκένωση των πόλεων και η παραμονή του πληθυσμού στην ύπαιθρο ενώ κρίνεται αναγκαία η κατασκευή ή διαμόρφωση κοινόχρηστων καταφυγίων σε υπόγεια ή ημιυπόγεια οικήματα που βρίσκονται κοντά σε πολυσύχναστα μέρη της πόλης, «προς προστασίαν κινουμένου ή εγγύς εργαζομένου αμάχου πληθυσμού εξ αεροπορικών επιδρομών». Καταγράφεται ο αριθμός και η χωρητικότητα των καταφυγίων και αποστέλλονται στους δήμους οδηγίες με σχεδιαγράμματα για την κατασκευή τους. Διαμορφώνονται επίσης οικογενειακά καταφύγια με τη φροντίδα των ιδιοκτητών και τη συνεργασία των Νομομηχανικών.
Με τη σήμανση του συναγερμού οι πολίτες θα πρέπει να κατευθύνονται «κατά το δυνατόν ταχέως και άνευ φωνών και πανικού» στα πλησιέστερα καταφύγια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί απαγορεύονται οι συνομιλίες, οι οποίες συνεπάγονται «ει τον στενόν τούτον χώρον μεγαλυτέραν κατανάλωσιν του πολυτίμου δια την παραμονήν των προστατευομένων οξυγόνου». Σε περίπτωση που η κατασκευή καταφυγίων δεν είναι δυνατή, προβλέπεται η ανόρυξη ορυγμάτων με την επιβολή αναγκαίας προσωπικής εργασίας σε επιστρατευμένους πολίτες.
Επιβάλλεται επίσης η συσκότιση «καθ’ άπασαν τη χώραν δι’ υποβιβασμού της φωτιστικής ενεργείας». Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου επιβάλλεται η λειτουργία φωτισμού ασφαλείας, ή αλλιώς νυχτερινού φωτισμού. Ο αριθμός των οικιακών λαμπτήρων περιορίζεται κατά ένα τέταρτο. Τα εξώφυλλα των παραθύρων παραμένουν κλειστά και πίσω από τα παράθυρα προσαρμόζονται «δια μικρών καρφοβελονών» σκοτεινά παραπετάσματα (μπερτέδες) εκ χονδρού μέλανος υφάσματος ή χονδρού χάρτου (στράτσου) χρώματος μέλανος ή βαθυκυάνου». Τα εξωτερικά φώτα των οικιών καταργούνται παντελώς, όπως και οι φωτεινές επιγραφές ή διαφημίσεις.
Ο εξωτερικός (δημοτικός) φωτισμός των οδών και πλατειών περιορίζεται στο αναγκαίο, για την κυκλοφορία και τη δημόσια τάξη. Διατηρούνται μόνο οι μικροί λαμπτήρες στις γωνίες διασταυρουμένων οδών, ή όπου υπάρχουν εκσκαφές ή άλλα εμπόδια. Κατά τη διάρκεια συναγερμού ο δημοτικός φωτισμός σβήνει αμέσως με γενικό διακόπτη. Ο εσωτερικός φωτισμός, δηλαδή ο οικιακός, σβήνει από τους ενοίκους, οι οποίοι οδηγούνται στα καταφύγια με ηλεκτρικούς φανούς τσέπης.
Απαγορεύεται ακόμη και η χρήση των «φανών των οχημάτων», εντός και εκτός πόλης. Τα φανάρια των αυτοκινήτων πρέπει να βάφονται με μπλε χρώμα ή να καλύπτονται με σκούρο μπλε ύφασμα. Η ταχύτητά τους περιορίζεται στα 12 χιλιόμετρα την ώρα εντός της πόλης για την πρόληψη συγκρούσεων λόγω του περιορισμένου φωτισμού. Σκοτεινά παραπετάσματα από μπλε ύφασμα ή χαρτί, τοποθετούνται και στις θύρες και τα παράθυρα των λεωφορείων.
Με την έναρξη του συναγερμού και μέχρι τη λήξη του, οι οδηγοί πρέπει να σταματούν τα οχήματά τους εκεί που βρίσκονται και να σταθμεύουν στα δεξιά των οδών, ώστε να μην παρακωλύεται η κυκλοφορία των οχημάτων της Πυροσβεστικής. Αφού σβήσουν τα φώτα του οχήματος και τη μηχανή, θα πρέπει να οδηγούνται στα πλησιέστερα καταφύγια ή να λαμβάνουν μέτρα κάλυψης.
Όσον αφορά τα ιππήλατα οχήματα, οι οδηγοί τους, θα πρέπει να «αποζεύξωσι τους σύροντας έκαστον όχημα ίππους, όνους ή ημιόνους» και να τους δέσουν στις πλησιέστερες στήλες, δένδρα ή κιγκλιδώματα. Απαγορεύεται η πρόσδεσή τους στα οχήματα για την αποφυγή ατυχημάτων και παρεμπόδισης της κυκλοφορίας «εκ της αφηνιάσεως των ίππων, όνων ή ημιόνων».
Οι υπηρεσίες της Παθητικής Αεράμυνας λάμβαναν μέριμνα επίσης για την υγειονομική περίθαλψη των πολιτών μετατρέποντας τις υγειονομικές υπηρεσίες σε Σταθμούς Πρώτων βοηθειών. Τέλος φρόντιζαν να εξασφαλίσουν την προστασία των δικτύων ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού που αποτελούσαν κύριους στόχους των εχθρικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων.
Τα μέτρα Παθητικής Αεράμυνας είχαν σαν σκοπό να αποφευχθεί η «σύγχυσις και η ταραχή» που μπορούσαν να αποβούν «σπουδαίοι δια τον εχθρόν σύμμαχοι». Η σοβαρότητα της κατάστασης επέβαλε διαρκή ετοιμότητα και οργάνωση, κάτι που δεν ήταν πάντα εφικτό. Ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία που δημιούργησαν οι πρώτες νίκες του ελληνικού στρατού, επέφεραν αρκετές φορές την αδράνεια και την ατονία στην εφαρμογή των μέτρων προστασίας του πληθυσμού.
Οι βομβαρδισμοί σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, απέδειξαν ότι ο πόλεμος υπήρξε μια μεγάλη και επικίνδυνη δοκιμασία που δεν αφορούσε μόνο τον στρατό που μάχονταν στην πρώτη γραμμή αλλά και τους κατοίκους στο εσωτερικό της χώρας, που έγιναν οι αφανείς ήρωες των μετόπισθεν.
[1] http://www.sarantakos.com/kibwtos/mperaths_potami.html
* Στη φωτογραφία, πίνακας ζωγραφικής του Κενάν Μεσαρέ. Στον πίνακα, απεικονίζεται αεροπορική επίθεση των Ιταλών εναντίον των Ιωαννίνων
* Η Αγγελική Ντίνου είναι αρχειονόμος