Το μόνο πράγμα που είναι ανίκητο, είναι ο χρόνος. Ακόμα και η ηλιθιότητα μπορεί (δύσκολα) να νικηθεί, τα 50 χρόνια όμως από το Woodstock, όχι.
Στον καιρό που κάθε τι ρετρό θεοποιείται, σε κάθε εκδοχή του, πολιτική, πολιτιστική, ιστορική και προσφέρει καταφυγή από την πραγματικότητα ή απλά, γίνεται εμπορικό προκείμενο, σήμερα «μας φύλαξε ο θεός» που λένε και οι πιστοί και η αναβίωση του φεστιβάλ δεν έγινε.
Ευτυχώς, γιατί το πολιτισμικό αποτύπωμα του τότε, μουσικά τουλάχιστον, δεν θα ταίριαζε με το τωρινό.
Αλλά και γιατί ποιος θέλει τελικά να ξαναζήσει κάτι που δεν το έζησε καν τότε; Μην ξεχνάμε ότι σήμερα, όσοι-ες είχαν τη μοναδική τύχη να φτάσουν με τη φάρμα του Μαξ Γιάσγκουρ στα αγροτικά περίχωρα της Νέας Υόρκης, είναι από εξηνταφεύγα μέχρι ενενηνταέλα…
Η Τζόνι Μίτσελ, παρότι δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο φεστιβάλ, έγραψε τον απόλυτο ύμνο του. H Μίτσελ δεν πήγε ποτέ, καθώς ο ατζέντης της (ο Ντέιβιντ Γκίφεν), δεν ήθελε να χάσει μια τηλεοπτική εμφάνιση την επόμενη μέρα
Στις 20 του περασμένου Μαρτίου, η διοργάνωση (το Woodstock παραμένει εταιρία, μην ξεχνάμε…) ανακοίνωσε τη σύνθεση των τριών ημερών που θα λάμβαναν χώρα από τις 16 Αυγούστου, στο Watkins Glen της Νέας Υόρκης. Ανάμεσά στους καλλιτέχνες είναι η… Μάιλι Σάιρους και ο Jay Z, οι Black Keys και οι Raconteurs, μαζί με ό,τι έχει απομείνει από τους Canned Heat, τους Melanie, τους Hot Tuna (μια εκδοχή των Jefferson Airplane), τον Ρόμπερτ Πλαντ με τους Sensational Shape Shifters (μιας και το ’69 οι Zeppelin δεν ήταν), τον Σαντάνα κ.α.
Το μουσικό ιωβηλαίο έχει ξεπεράσει σε προσδόκιμο την πολιτική ζωή εκείνης της γενιάς. Σήμερα, οι μπάντες του τότε επιμένουν, εκτός από αυτές που «αφανίστηκαν» από το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι Airplane που ήταν μια από τις αποκαλύψεις εκείνου του κυριακάτικου πρωινού της 17ης Αυγούστου 1969, επιζούν δια της Γκρέις Σλικ που έχει αποσυρθεί εδώ και χρόνια και των Κάσαντι-Καουκόνεν που παίζουν στους Hot Tuna. O Μάρτι Μπάλιν πέθανε πέρυσι, ο Πωλ Κάντνερ το ’16…
Από την άλλη, ο Πλαντ παραμένει τεράστιος μουσικά, ενώ ο Τζον Σεμπάστιαν και ο Κάντρι Τζο μπορεί να μοιάζουν κάπως αλλόκοτοι δίπλα στην Princess Nokia.
Πολιτικά, εκείνα τα καλοκαίρια των late ‘60s και early ‘70s που έφτιαχναν τους πολίτες του μέλλοντος (του σημερινού κοντινού παρελθόντος), έδωσαν μια γενιά που πάλεψε, αλλά είτε ηττήθηκε, είτε κυβέρνησε με όρους πολύ διαφορετικούς από αυτούς που την έβαλαν στο δρόμο για το Γούντστοκ.
Ας μη γελιόμαστε, ο τρέχων καπιταλισμός έχει και την «προοδευτική σφραγίδα» ανθρώπων που ξεκίνησαν αλλιώς και αλλιώς κατέληξαν και σήμερα, είναι αποστρατευμένοι οι περισσότεροι, αφήνοντας τα κλειδιά της εξουσίας σε ακόμα χειρότερους από αυτούς.
Γι αυτό, ευτυχώς που δεν έχουμε «WS50» όπως ήταν το κωδικό όνομα της διοργάνωσης. Ούτε το φεστιβάλ του ’69 ήταν αφιλοκερδές, άλλο που ήταν μια οικονομική αποτυχία, καθώς οι διοργανωτές έδιναν μεγαλύτερα συμβόλαια από τα συνηθισμένα και ο κόσμος μετέτρεψε σε free fest από ένα σημείο και μετά. Στη συνέχεια βέβαια, ο Μάικλ Λανγκ, ένας από τους ικανότερους επιχειρηματίες τότε και τώρα, μετέτρεψε την ιδέα σε μια κερδοφόρα επιχείρηση, πάντα με «προοδευτικό πρόσημο», ο,τι και αν σημαίνει αυτό σήμερα.
UPD 14/8/22
Στις 8 Ιανουαρίου 2022 πέθανε στα 78 ο Μάικλ Λανγκ. Ο πρώτος «εντερπρενέουρ του ροκενρόλ» ήταν ο τύπος που σε ηλικία 25 χρονών έφτιαξε το πρώτο Woodstock και στα 55 του, παραλίγο να καταστρέψει την αυτοκρατορία που έφτιαξε πάνω σε αυτό το μύθο, με το Woodstock ’99. Ένα από τα ενδιαφέροντα πράγματα που μπορείτε να δείτε στο «πέλαγος Netflix» είναι το ομώνυμο ντοκιμαντέρ τριών επεισοδίων, που περιγράφει το χαμό που έγινε το 1999 στην δεύτερη και πιο ουσιαστική προσπάθεια αναβίωσης του Woodstock (μετά το ’94). Το πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι του ντοκιμαντέρ, είναι ότι καταγράφεται η ίδια η κοινωνικοπολιτική πορεία της «γενιάς Woodstock». Από την ειρήνη και την αδελφοσύνη, ο Λανγκ και οι συνεργάτες-ιδες του πήγαν στο outsourcing και την ιδιωτική πρωτοβουλία (όχι αυτή που προσανατολίζεται στην κοινωνία, αλλά στην κερδοφορία), για να πάρουν την καταστροφική απάντηση από μια γενιά που διέφερε πολύ από τους γονείς της. Στο Woodstock ’99 ακόμα και η λάσπη, δεν ήταν ίδια… Ο Λανγκ πέθανε λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ, σηματοδοτώντας με την αποχώρησή του το οριστικό τέλος μιας γενιάς ανθρώπων, αλλά και το σύνθημα για την ανάγκη επανακατάκτησης των «ιδανικών Woodstock». Όχι μόνο στη μουσική... |
Το αστείο είναι ότι οι τότε λόγοι της παραλίγο ματαίωσης, η εύρεση χώρου δηλαδή, ήταν οι σημερινοί λόγοι…οριστικής ματαίωσης. Τότε, ο Μαξ Γιάσγκουρ αντιμετώπισε τη μήνη των γειτόνων του γιατί μάζεψε τους «άπλυτους» στην αυλή τους (η δεξιά ορολογία είναι διαχρονική…), σήμερα η διοργάνωση ήθελε το Vernon Downs, έναν τεράστιο πολυχώρο τζόγου που περιλαμβάνει από καζίνο μέχρι ιπποδρομίες.
Η ματαίωση του Woodstock50 καταδεικνύει και μια άλλη διάσταση: τα πολιτιστικά φεστιβάλ είναι μεν της μόδας και κάποια από αυτά όπως το Primavera στη Βαρκελώνη είναι ολόκληροι οργανισμοί που συνεργάζονται στενά και οργανικά με την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ κάποια άλλα, όπως το «σκληρό» Wacken, κάνουν μεγάλα έσοδα.
Είναι όμως μελετημένα μέχρι τελείας, με στοχεύσεις που μοιάζουν με αναλυτικά στοιχεία της google (ή και βασίζονται σε αυτά…) και δεν διαπραγματεύονται απλά ένα σχετικά εύστοχο σλόγκαν ή έναν όμορφο αρχαιολογικό χώρο, όπως γίνεται συνήθως στην Ελλάδα. Η πολιτιστική βιομηχανία έχει σκληρύνει πολύ, ακόμα και για τους παλιούς ηγέτες της…
Εν τέλει, ευτυχώς που δεν έγινε το φετινό Γούντστοκ. Ευτυχώς, γιατί μια ανάμνηση για όσους είδαν ή μια εντύπωση για όσους διάβασαν και άκουσαν σε πιο τρυφερές ηλικίες για το γεγονός, θα αρκεί για να κρατήσουν την αρχική εντύπωση, είτε είναι ακριβής, είτε ωραιοποιημένη.
Κάπως έτσι, θα έχει και νόημα η αγουροξυπνημένη φάτσα της Γκρέις Σλικ που καλημερίζει τον κόσμο, λίγο πριν ο Μπάλιν πει μερικούς από τους πιο επίκαιρους στίχους που γράφτηκαν ποτέ: Up the revolution…