Εδώ και ένα διάστημα, από την 1η Ιουνίου 2024, οι συμβάσεις άνω ενός συγκεκριμένου ποσού με το δημόσιο (2.500 ευρώ προ ΦΠΑ) προϋποθέτουν ηλεκτρονική τιμολόγηση.
Αυτό θα ήταν πολύ απλό και σαφές αν επαρκούσαν τα συστήματα ηλεκτρονικής τιμολόγησης που χρησιμοποιεί πλέον η συντριπτική πλειοψηφία της αγοράς.
Αλλά όχι.
Η κυβέρνηση επέλεξε να επιβάλλει ένα (ακόμα) οικονομικό βάρος στις συναλλασσόμενες με το δημόσιο επιχειρήσεις, καθώς αυτές θα πρέπει να αναβαθμίσουν άμεσα τα συστήματά τους και φυσικά, να πληρώσουν μεγαλύτερα ποσά.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος, μέσω gov.gr για παράδειγμα. Ή πληρώνεις παραπάνω σε ήδη υπάρχουσες συμβάσεις ή δεν μπορείς να κόψεις τιμολόγιο στο δημόσιο.
Ήδη, υπάρχουν περιπτώσεις και στα Γιάννενα, όπου φορείς του ευρύτερου δημοσίου (Δήμοι, Πανεπιστήμιο) έχουν επιστρέψει τιμολόγια σε προμηθευτές, καθώς δεν είναι μέσω του νέου συστήματος.
Για να ολοκληρωθεί η εντύπωση ότι η κυβέρνηση απλά πριμοδότησε ξανά μεγάλες και συγκεκριμένες επιχειρήσεις-παρόχους, υπάρχει και το εξής: άμεσα, οι πάροχοι ειδοποίησαν τις εταιρίες που φτιάχνουν και διαχειρίζονται προγράμματα τιμολόγησης, ζητώντας παραπάνω χρήματα για την αναβάθμιση των συστημάτων. Μάλιστα, αυτή δεν μπορεί να γίνει άμεσα, γιατί η τιμολόγηση είναι πιο σύνθετη (θα γίνεται με βάση κωδικούς υπηρεσιών κ.λπ.), οπότε για ένα διάστημα, έως και 3 βδομάδες, δεν θα είναι δυνατή η τιμολόγηση.
Μάλιστα, αρχικά τα ποσά που ζητήθηκαν ήταν πάνω από 300 ευρώ επιπλέον «καπέλο» για την «τιμολόγηση δημοσίου».
Σταδιακά, οι τιμές έπεσαν, καθώς περισσότεροι πάροχοι μπήκαν «στο παιχνίδι» και έφτασαν αυτές τις μέρες κάπου μεταξύ 190 και 250 ευρώ.
Όλα αυτά φυσικά συντείνουν ότι γύρω από κάτι που θεωρητικά είναι χρήσιμο και μπορεί να συμβάλλει στη διαφάνεια και την πιο άμεση εξόφληση, εξελίσσεται ένα παιχνίδι κερδοσκοπίας, χωρίς να υπάρχει εναλλακτική, με βασική και μεγάλη κυβερνητική ευθύνη.