Μέσα σε ένα έτος, περισσότεροι από ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους υπήρξαν θύματα παρενόχλησης και 22 εκατομμύρια δέχθηκαν σωματική επίθεση. Ωστόσο, τα θύματα εγκληματικών πράξεων συνήθως δεν υποβάλλουν καταγγελία. Συχνά δυσκολεύονται να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και μπορεί να θεωρούν ότι δεν ακούγεται η φωνή τους.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της πρώτης έρευνας όσον αφορά τις εμπειρίες του γενικού πληθυσμού στον τομέα της εγκληματικότητας, η οποία διενεργήθηκε από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA).
Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν με ποιον τρόπο η λήψη στοχευμένων μέτρων μπορεί να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να στηρίξουν τα θύματα καθώς και να διευκολύνει την υποβολή καταγγελιών για τις εγκληματικές πράξεις και την απονομή δικαιοσύνης.
«Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των επίσημων στοιχείων για την εγκληματικότητα και των εμπειριών των ανθρώπων όσον αφορά εγκληματικές πράξεις αναδεικνύει την πραγματική έκταση της εγκληματικότητας στην ΕΕ. Σύμφωνα με τα πορίσματα, οι νέοι, τα άτομα που δεν προσδιορίζονται ως ετεροφυλόφιλοι και τα άτομα με αναπηρία πλήττονται ιδιαίτερα από την εγκληματικότητα», δηλώνει ο διευθυντής του FRA Michael O’Flaherty.
Τα θύματα συχνά δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους ή δεν ακούγεται η φωνή τους. Δεν καταγγέλλουν εγκλήματα εξαιτίας του φόβου αντιποίνων ή εκφοβισμού από τους παραβάτες.
Η έκθεση του FRA με τίτλο «Crime, safety and victims’ rights (Εγκληματικότητα, ασφάλεια και δικαιώματα των θυμάτων)» θα πρέπει να καθοδηγεί τους εθνικούς φορείς χάραξης πολιτικής κατά την υλοποίηση των διεθνών τους δεσμεύσεων και της νομοθεσίας της ΕΕ για τα δικαιώματα των θυμάτων. Συμπληρώνει τη στρατηγική της ΕΕ για τα δικαιώματα των θυμάτων, η οποία έχει ως στόχο να δώσει στα θύματα εγκληματικών πράξεων τη δυνατότητα να καταγγέλλουν συχνότερα τις πράξεις αυτές. Ο FRA καλεί τα κράτη μέλη:
Να διασφαλίσουν την πρόσβαση των θυμάτων στη δικαιοσύνη Σχεδόν ένα στα 10 άτομα στην ΕΕ (9 %) υπέστη βία εντός πέντε ετών από την έρευνα. Τα εν λόγω ποσοστά κυμαίνονταν από 3 % έως 18 % ανάλογα με τη χώρα. Σε ό,τι αφορά την παρενόχληση, το ποσοστό ανέρχεται σε 41 % στην ΕΕ — κυμαίνεται δε από 15 % έως 62 % σε εθνικό επίπεδο. Οι χώρες θα πρέπει να παρέχουν σε όλα τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων των πλέον ευάλωτων, κατάλληλη ενημέρωση, υποστήριξη και προστασία, και θα πρέπει να διευκολύνουν τη συμμετοχή τους σε ποινικές διαδικασίες. Το ίδιο ισχύει και για τα διαδικτυακά περιβάλλοντα.
Να παρέχουν στοχευμένη στήριξη: Σχεδόν το ένα τέταρτο των νέων (23 % των νέων ηλικίας 16-29 ετών) και το ένα πέμπτο των ατόμων που προσδιορίζονται ως ΛΟΑTI (19 %), πάσχουν από αναπηρία (17 %) ή προέρχονται από εθνοτική μειονότητα (22 %) καταγγέλλουν ότι υπήρξαν θύματα σωματικής επίθεσης κατά την τελευταία πενταετία. Οι χώρες θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις ειδικές ανάγκες των διαφόρων ομάδων προκειμένου να τις προστατεύσουν καλύτερα από τη βία. Θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τις διάφορες ομάδες σχετικά με τα δικαιώματά τους με τρόπο κατανοητό.
1. Να στηρίζουν καλύτερα τις γυναίκες: Πάνω από το ένα τρίτο των περιστατικών σωματικής βίας κατά των γυναικών (37 %) λαμβάνει χώρα στο σπίτι, με ψυχολογικές συνέπειες για το 69 % των θυμάτων. Σχεδόν τρία στα τέσσερα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης (72 %) κατά γυναικών διαπράττονται από κάποιον άγνωστο. Τα περισσότερα από τα περιστατικά αυτά συμβαίνουν δημοσίως. Οι χώρες θα πρέπει να διασφαλίσουν μια ευαίσθητη ως προς τη διάσταση του φύλου προσέγγιση όσον αφορά τις νομικές κυρώσεις, την εκπαίδευση και την κατάρτιση, την προστασία και τη στήριξη των δικαιωμάτων των θυμάτων. Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει την πρόληψη του εγκλήματος μέσω της εκπαίδευσης των ανδρών, οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο οι δράστες.
2. Να διευκολύνουν την καταγγελία των εγκληματικών πράξεων: Μόνο το ένα τρίτο (30 %) των θυμάτων καταγγέλλουν στην αστυνομία τη σωματική επίθεση που δέχτηκαν και μόλις το ένα δέκατο των θυμάτων (11 %) καταγγέλλουν στην αστυνομία το περιστατικό παρενόχλησης. Τα επίπεδα υποβολής καταγγελιών διαφέρουν μεταξύ των χωρών, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις πολιτισμικές διαφορές και τα διαφορετικά επίπεδα εμπιστοσύνης. Οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο ή όσοι δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους είναι γενικά λιγότερο πρόθυμοι να συνεργαστούν για την επιβολή του νόμου. Οι χώρες πρέπει να καταβάλλουν περισσότερες προσπάθειες για να ενθαρρύνουν και να διευκολύνουν τους πολίτες να καταγγέλλουν τις εγκληματικές πράξεις. Στις προσπάθειες αυτές περιλαμβάνεται η χρήση άλλων οδών, όπως η κοινωνία των πολιτών ή οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, με στόχο την καταγραφή των περιστατικών εγκληματικότητας, την ενημέρωση των θυμάτων σχετικά με τα δικαιώματά τους και την παραπομπή τους σε σχετικές υπηρεσίες υποστήριξης.
Η έκθεση αποτυπώνει τις απόψεις 35.000 ατόμων και τις εμπειρίες τους σε σχέση με τη βία, την παρενόχληση, τη διάρρηξη και την καταναλωτική απάτη, καθώς και τον αντίκτυπο των εμπειριών αυτών στα θύματα. Τα αποτελέσματα εξετάζουν επίσης τις απόψεις των πολιτών σχετικά με την ασφάλεια καθώς και την προθυμία τους να παρέμβουν ενεργά σε περίπτωση που γίνουν μάρτυρες εγκληματικής πράξης.
Η έκθεση αποτελεί μέρος μιας σειράς εκθέσεων που εξετάζουν τις απόψεις και τις εμπειρίες των πολιτών όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Τα ευρήματα βασίζονται σε απαντήσεις της έρευνας του FRA για τα θεμελιώδη δικαιώματα, που συλλέχθηκαν από το σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ, τη Βόρεια Μακεδονία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η έρευνα διεξήχθη από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του 2019.