Στις 31 Μαΐου, ο «Τύπος Ιωαννίνων» παρουσίασε το καινούριο του βιβλίο: «25+2 ρετρό ιστορίες», στο αίθριο του ΚΕΠΑΒΙ. Στην παρουσίαση αυτή συμμετείχε ο Κώστας Καραβίδας, κριτικός λογοτεχνίας που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Η ομιλία του δεν ήταν εστιασμένη μόνο στο βιβλίο αλλά στην ίδια την πόλη των Ιωαννίνων, στις ιστορίες του παρελθόντος και στις απαιτήσεις του μέλλοντος.
Του Κώστα Καραβίδα
Οι «25+2 ρετρό ιστορίες» για την πόλη των Ιωαννίνων είναι «πάνω απ’ όλα μια δημοσιογραφική ‘αποστολή’», σημειώνουν με σεμνότητα προλογίζοντας την έκδοση του νέου βιβλίου τους η Βαρβάρα Αγγέλη και ο Γιώργος Τσαντίκος. Μια δημοσιογραφική αποστολή, όμως, που υλοποιείται (για δεύτερη φορά) με σεβασμό στην επιστημονική γνώση, τις αρχειακές πηγές και την Ιστορία. Η πρώτη ήταν επτά χρόνια πριν, με τις «25+1 ρετρό ιστορίες», που εστιάστηκαν κυρίως στο οθωμανικό παρελθόν της πόλης και στις αρχιτεκτονικές, πολεοδομικές και κοινωνικές αποτυπώσεις του μέσα στον χρόνο.
Όποιος παρακολουθεί συστηματικά τη διαδικτυακή πλατφόρμα ενημέρωσης typos-i.gr που ίδρυσαν η Βαρβάρα και ο Γιώργος και αυτές τις μέρες συμπληρώνει οχτώ χρόνια ζωής, αισθάνεται ότι και τα δύο βιβλία σχετίζονται άμεσα με αυτή. Θα έλεγα μάλιστα ότι έρχονται ως λογική συνέπεια μιας συγκεκριμένης αντίληψης που έχουν για τη δημοσιογραφία και τον ρόλο της, προεκτείνοντας το πεδίο αναφοράς πέρα από τη διαχείριση της καθημερινής είδησης.
Αυτή η αντίληψη συνδέεται με τις καλύτερες εκδοχές μιας, δυσεύρετης πια, ανεξάρτητης, ερευνητικής και εγγράμματης δημοσιογραφίας, που δεν έχει οικονομικές εξαρτήσεις και δοσοληψίες με ισχυρούς παράγοντες, δεν φοβάται τις εξουσίες, ιεραρχεί σωστά την είδηση και έχει το θάρρος της γνώμης της· μιας γνώμης που διαμορφώνεται επίπονα και δεοντολογικά, με την έρευνα, το έγκυρο και ακριβές ρεπορτάζ, την εξονυχιστική διασταύρωση των πηγών. Και που δίνει έμφαση στον πολιτισμό, όχι μόνο με την έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά με την ευρύτερη σημασία της κουλτούρας, που περιλαμβάνει όλες τις πρακτικές της καθημερινότητας, προβάλλοντας και υποστηρίζοντας ό,τι αξιόλογο, ποιοτικό, δημιουργικό και εναλλακτικό παράγει η πόλη μας.
Αυτό το ερευνητικό πνεύμα κυριαρχεί λοιπόν στις «25+2 ρετρό ιστορίες», το σίκουελ που συνεχίζει το βιβλίο του 2017, με ιστορίες για εμβληματικά κτίρια και τοπόσημα της πόλης των Ιωαννίνων. Οι ιστορίες αυτή τη φορά αφορούν κατά κανόνα χώρους και κτίρια δημόσιου ενδιαφέροντος, που έχουν αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη και την ταυτότητα της πόλης, είναι κομμάτι του πολιτισμού και της ιστορίας της, καθώς αποτυπώνουν την πολεοδομική, κοινωνική και πολιτισμική της εξέλιξη από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο, διατηρώντας μια αρμονική ισορροπία ανάμεσα στον λόγο και τη φωτογραφική εικόνα, είναι κάτι ανάμεσα σε καλαίσθητο λεύκωμα και εναλλακτικό ταξιδιωτικό οδηγό. Είναι ένα έξοχο δώρο για τους επισκέπτες της πόλης (η δίγλωσση έκδοση, με τη μετάφραση στα αγγλικά της Φωτεινής Κυριακού, υποβοηθεί αυτή την προοπτική) αλλά και ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για όποιον θέλει να γνωρίσει τα στρώματα ιστορίας που κρύβονται πίσω από κτίρια και δρόμους που προσπερνούμε καθημερινά με ανυποψίαστο βλέμμα.
Θέλω να υπογραμμίσω τη διακριτικότητα των συγγραφέων να μην βάλουν στο εξώφυλλο τα ονόματα τους, όπως και τη μετριοφροσύνη που δείχνουν, όταν επισημαίνουν ότι το βιβλίο δεν παράγει πρωτότυπη ιστορική γνώση και δεν θα υπήρχε αν δεν προϋπήρχαν πολλοί μελετητές, ιστορικοί, δημοσιογράφοι, λόγιοι, ιστοριοδίφες που πάτησαν στα ίχνη του παρελθόντος και τους οποίους φυσικά αναφέρουν ως πηγές τους.
Το βιβλίο περιλαμβάνει 25 ιστορίες για συνοικίες των Ιωαννίνων (Ταμπάκικα, Σκάλα, οδός Ανεξαρτησίας), σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα (Ζωσιμαία Σχολή, Καπλάνειος Σχολή, Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, Παπαζόγλειος Υφαντική Σχολή, Εμπορική Σχολή, Μέκκειο Οικοτροφείο, Παλαιό Πανεπιστήμιο στην οδό Δομπόλη), κτίρια που στέγασαν υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και υγείας (Νοσοκομείο Χατζηκώστα, Σανατόριο, Ορφανοτροφείο Γεωργίου Σταύρου, Οικοτροφείο Θηλέων), πολιτιστικούς χώρους (Οικία Πυρσινέλλα - Δημοτική Πινακοθήκη, Αρχοντικό Φρόσως Ιωαννίδου - ΕΗΜ, Φιλαρμονική, Παλιά Δημοτικά Σφαγεία - Πολιτιστικός Πολυχώρος Δ. Χατζής), χώρους μουσουλμανικής λατρείας (Μπαϊρακλί Τζαμί) ή εορτασμού των Απόκρεω (πλατεία Μνημάτων), εθνικά μνημεία (Ηρώο των Μπιζανομάχων) και κτίρια εξυπηρέτησης κοινωνικών αναγκών που σχετίζονται με τη διαμονή ή τη μεταφορά (Αεροδρόμιο, Ξενία).
Πολύ εύστοχη είναι επίσης η επιλογή να συμπεριληφθούν, ξεχωριστά από την υπόλοιπη ύλη, δύο plus ιστορίες που δεν επιβεβαιώνονται από ιστορική έρευνα αλλά βασίζονται σε θρύλους και δοξασίες και αποτελούν επίσης μέρος της συλλογικής μνήμης, της μυθοπλασίας και του πολιτισμικού αρχείου της πόλης: τον σκοτεινό θρύλο του σωματοφύλακα του Αλή Πασά Θανάση Βάγια και ένα κόμικς του Τάκη Μανδέλη βασισμένο στο βιβλίο του Πάνου Τζιόβα για τη Ζωσιμαία Σχολή.
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι μολονότι οι ιστορίες αναφέρονται στο παρελθόν, δεν υπάρχει σε αυτές καμία απολύτως νοσταλγική διάθεση. Και θέλω να το τονίσω αυτό γιατί ζούμε σε μια εποχή που, ελλείψει πειστικών εναλλακτικών προτάσεων για το μέλλον, παντού, από την πολιτική μέχρι τις τέχνες και τη μόδα, κυριαρχεί το ρετρό, ο αναβιωτισμός και το vintage, μια άγονη και αποπροσανατολιστική νοσταλγία για έναν δήθεν χαμένο παράδεισο. Το βιβλίο αποφεύγει την παγίδα της νοσταλγίας και της «ρετροτοπίας».
Στο τελευταίο δοκίμιό του που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, σημαντικός Πολωνός κοινωνιολόγος, επισημαίνει την επιδημία της νοσταλγίας που μαστίζει τον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος έχει χάσει την πίστη του στις πάσης φύσεως ουτοπίες. Σε μια εποχή που οι δυνατότητες ευτυχίας έχουν εξατομικευθεί και ιδιωτικοποιηθεί, όλοι δυσκολευόμαστε να σχεδιάσουμε και να φανταστούμε με αισιοδοξία το μέλλον. Η «ρετροτοπία» είναι μια ουτοπία στραμμένη στο παρελθόν, η νοσταλγική τάση να τοποθετούμε κάπου στο παρελθόν και όχι στο μέλλον το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας και τις λύσεις στα προβλήματά μας.
Αν υπάρχουν κάποια κοινά νήματα που συνδέουν όλες τις ιστορίες του βιβλίου είναι δύο κρίσιμοι όροι της καθημερινής ζωής που τίθενται στο επίκεντρο: ο δημόσιος χώρος και η συλλογική μνήμη. Τα κτίρια έχουν ψυχή, είναι παλίμψηστα που φέρουν πάνω τους και αφομοιώνουν τις πληγές της ιστορίας. Τα κτίρια διηγούνται σαν αντηχεία, μέσα από τις αλλαγές στη χρήση τους, την ιστορία της ζωής τους αλλά και των κοινωνιών μας, καθώς οι ανάγκες που εξυπηρετούν μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο.
Στις σελίδες του βιβλίου ξεπροβάλλει το αστικό παρελθόν μιας πόλης σε κίνηση, που αλλάζει, προσπαθεί να συντονιστεί με τις ευρύτερες κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα, να εκμοντερνιστεί, να εκσυγχρονιστεί, να εξευρωπαϊστεί, να προχωρήσει στο μέλλον, άλλοτε συνομιλώντας με το παρελθόν και άλλοτε γυρίζοντας την πλάτη.
Εύστοχα οι συγγραφείς επιμένουν στην περιγραφή των αλλαγών στις χρήσεις των κτιρίων μέσα στον χρόνο (εμπορικές, ψυχαγωγικές, πολιτιστικές, εκπαιδευτικές). Αυτές οι μεταβάσεις δεν γίνονται πάντα χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις και διαφωνίες, μιας και συνήθως οι αποφάσεις παίρνονται «από τα πάνω», από δημοτικά συμβούλια, νομαρχίες και υπουργεία, ενώ συχνότατα αποτυπώνουν κοινωνικά αιτήματα, ανάγκες και ευρύτερους μετασχηματισμούς.
Αν μπορώ να διακρίνω μια διαγώνια τάση που διαπερνά τις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου αυτή είναι το πέρασμα από τη χρήση των κτιρίων για παραγωγικές δραστηριότητες σε πιο ψυχαγωγικές. Τα βυρσοδεψεία, ας πούμε, τα δημοτικά σφαγεία, τα ψαράδικα της Σκάλας, οι εμπορικές στοές της οδού Ανεξαρτησίας, κατεξοχήν χώροι συνδεδεμένοι με εργασιακό μόχθο και ιδρώτα, εδώ και χρόνια μετατρέπονται σε καφέ, μπαρ, εστιατόρια, ξενοδοχεία και πολιτιστικούς πολυχώρους.
Τι σηματοδοτεί αυτή η κατεύθυνση; Νομίζω τη μετάβαση από την κοινωνία των αναγκών, στην οποία έζησαν οι παππούδες μας, προς την κοινωνία των επιθυμιών και των απολαύσεων, με όλα θετικά αλλά και τα αρνητικά που συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη. Αυτή η πορεία δεν είναι ποτέ ανώδυνη, αλλά συχνά αφήνει ανοιχτές πληγές, δημιουργεί συναισθηματικές εντάσεις, διαφωνίες και συγκρούσεις στη δημόσια σφαίρα.
Από την άποψη αυτή, το βιβλίο δεν είναι μια ουδέτερη καταγραφή της ιστορίας και των χρήσεων των κτιρίων, αλλά ένα εξόχως παρεμβατικό εγχείρημα. Κι αυτό γιατί μας προκαλεί να σκεφτούμε όχι μόνο το παρελθόν, αλλά κυρίως τις αναγκαιότητες της δικής μας εποχής που σχετίζονται και με τη χρήση ή την αξιοποίηση (ύπουλη λέξη που μπορεί να σημαίνει πολλά) των κτιρίων. Στη δική μου οπτική το περιεχόμενο του βιβλίου, εμμέσως πλην σαφώς, μεταφράζει τις εξής προκλήσεις του παρόντος:
-να διαφυλάξουμε το πιο προοδευτικό, το πολυπολιτισμικό πρόσωπο της πόλης, αναδεικνύοντας χωρίς φόβο και συμπλέγματα το μουσουλμανικό και εβραϊκό παρελθόν της κόντρα στη συντηρητική λογική του μίσους και της δυσανεξίας απέναντι στο ξένο.
-να μην είμαστε αδρανείς ως πολίτες κάθε φορά που συζητιέται η αξιοποίηση ενός δημόσιου χώρου, ενός μνημείου, ενός κτιρίου αρχιτεκτονικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς και να διεκδικούμε ποιοτικές χρήσεις που να ανταποκρίνονται σε κοινωνικές ανάγκες, στην κατεύθυνση της αισθητικής αναβάθμισης της καθημερινής μας ζωής που χρειάζεται περισσότερο χρώμα και πιο ευδιάκριτα τα ίχνη του παρελθόντος.
-να ενισχύσουμε το οικολογικό πρόσημο, τους χώρους πρασίνου στην πόλη, και να συντονιστούμε με τις απαιτήσεις της εποχής της οικολογικής κρίσης και της ανάγκης για μια δίκαιη κλιματική μετάβαση.
-τέλος και κυριότερο, πολίτες, δημοτικές αρχές και κράτος να περιφρουρήσουμε τον δημόσιο χώρο και τα δημόσια αγαθά που συνδέονται με τη χρήση των κτιρίων και σήμερα περισσότερο από ποτέ απειλούνται από ένα πνεύμα επιθετικής εμπορευματοποίησης: τη δημόσια υγεία, τη δημόσια παιδεία, τη δυνατότητα ισότιμης πρόσβασης όλων στον πολιτισμό.