Η «Καραβίδα» ήταν ένα σατιρικό περιοδικό των Ιωαννίνων (με τον ωραίο υπότιτλο «Εκδίδεται οσάκις καπνίση εις τον εκδότην του») που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Ο επίκουρος καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργος Κίτσιος, με καταγωγή από τα Γιάννενα, επιχειρεί ένα ενδιαφέρον «ταξίδι» στην εποχή εκείνη με το βιβλίο του που φέρει τον τίτλο «Το ους ημών το ξεκουρδισμένο…».
Πρόκειται για ένα βιβλίο, που καταφέρνει με τον τρόπο γραφής του να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με αφορμή τη μουσική, ο Γ. Κίτσιος αφηγείται, μέσα από ενδελεχή διεπιστημονική έρευνα και με «όχημα» την «Καραβίδα» του Κωνσταντίνου Αραβαντινού (με το ψευδώνυμο Ιωνάς), μια ιστορία της πολυπολιτισμικής πόλης των Ιωαννίνων με τα καλώς και κακώς κείμενα. Ο «Τύπος Ιωαννίνων» μιλάει μαζί του για το βιβλίο του το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «νήσος».
«Το ους ημών το ξεκουρδισμένο…»: Γιατί αυτός ο τίτλος;
Κατά τη γνώμη μου αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και ένας υπότιτλος της ίδιας της «Καραβίδας». Ο Κωνσταντίνος Αραβαντινός υπήρξε ένας λόγιος (μόλις 27 ετών όταν εξέδωσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού) με ευρεία μόρφωση και έντονη κοινωνική και πολιτική δράση. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1870, αντιμαχόμενος καθεστηκυίες δομές και αντιλήψεις της γιαννιώτικης ελληνορθόδοξης, και όχι μόνο, κοινότητας και ερχόμενος σε ευθεία και σκληρή αντιπαράθεση με τους κατά τον ίδιο εκφραστές αυτών, ουσιαστικά αποτέλεσε μια τοπική «παραφωνία» έναντι της «κανονικότητας» των τελευταίων, όσο δε και της περιγραφόμενης «ουδετερότητας» αρκετών άλλων. Έτσι, όταν αναφέρεται στα «ξεκούρδιστα», από τους αμανέδες των γύφτων μουσικών, αυτιά των συμπολιτών του έναντι των δυτικών ακουσμάτων των «εξωτικών» ορχηστρίδων του καφέ σαντάν, μεταχειριζόμενος μια μουσική-αισθητική αντιδιαστολή ουσιαστικά περιγράφει ορισμένες πολύ ευρύτερες προσωπικές διαπιστώσεις σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Με βάση δε την προσέγγιση αυτή θα μπορούσα κάλλιστα να χαρακτηρίσω το υλικό του συγκεκριμένου περιοδικού και ως το ημερολόγιο μιας αυτοσχέδιας επιτόπιας έρευνας, όπου καταγράφονται προσωπικά σχόλια, σκέψεις και παρατηρήσεις.
Από την άλλη μεριά, ο σατιρικός χαρακτήρας του λόγου του, μέσα στην υποκειμενικότητά του, υποκρύπτει ταυτόχρονα βαθύτερα αντιθετικά σχήματα όπως και προσωπική πικρία. Από τη μία ο κατά την προσωπική θεώρηση του Αραβαντινού νεωτερικός, «καλώς συγκερασμένος» («κουρδισμένος») λόγος, έναντι των συντηρητικών, ασυγκέραστων («ξεκούρδιστων») προς τη σύγχρονη ευρωπαϊκή κουλτούρα πρακτικών και νοοτροπίας. Από την άλλη, η διαπίστωση ότι εντέλει και ο ίδιος αναπόδραστα αποτελεί μέρος της υπάρχουσας συλλογικής βιωματικής συνθήκης την οποία αδυνατεί να μεταβάλει, παρά το γεγονός ότι πολλοί δηλωμένοι του αντίπαλοι κρυφίως γοητεύονται από τα κελεύσματα όσων ο ίδιος προασπίζεται. Επομένως, αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να εντοπίσω και να ερμηνεύσω τα περιγραφόμενα συμβολικά κοινωνικά και πολιτισμικά «κουρδίσματα» σε σχέση με τα μουσικά τους συμφραζόμενα, όπως και το αντίστροφο.
Η έκδοση ενός σατιρικού περιοδικού στα Γιάννενα της εποχής εκείνης ήταν μια… επαναστατική κίνηση; Κι αν ναι, γιατί;
Αρχικά, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι αναφερόμαστε σε μια εποχή που τα Ιωάννινα αποτελούν την πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετιού της τότε «ευρωπαϊκής Τουρκίας», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η «Καραβίδα». Κι αυτό γιατί το πρώτο τεύχος της εκδόθηκε το ίδιο έτος που στην Κωνσταντινούπολη διακόπηκε η κυκλοφορία του θεωρούμενου ως πρώτου σατιρικού εντύπου της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της εφημερίδας «Διογένης» (1870-1873). Ο Αραβαντινός αφήνει να εννοηθεί ότι είχε προσωπική γνωριμία με τον διευθυντή της, Θεόδωρο Κασάπη. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι μια «λάθος» σάτιρα τον καιρό εκείνο μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε απειλή αποκεφαλισμού (όπως στην περίπτωση του Κασάπη), μπορεί κανείς πράγματι να συμπεράνει αφενός μεν ότι η δημόσια, έντυπη διατύπωση παρόμοιας υφής λόγου αυταπόδεικτα συνεπάγεται τολμηρό, επαναστατικό πνεύμα, αφετέρου δε ότι αναδεικνύεται ένα ακόμη στοιχείο της μοναδικότητας και ιδιαίτερης αξίας της «Καραβίδας», σε ένα ευρύτερο ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο.
Από την άλλη μεριά, σε καθαρά τοπικό επίπεδο, η δύναμη ενός συγκροτημένου όσο και άναρχου, τεκμηριωμένου όσο και εμπρηστικού, σατιρικού όσο και σοβαρού, επώνυμου όσο και αλληγορικού γραπτού λόγου, έκανε την ορμητική της εμφάνιση στη δημόσια κριτική έναντι των προφορικών, ανώνυμων, αυτοσχέδιων σατιρικών στιχοπλακιών, προκαλώντας αντιδράσεις που ο αντίκτυπός τους έφτασε στις σελίδες του Τύπου της Τεργέστης, της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας. Το γεγονός δε της έκδοσης μόλις δύο ετήσιων τευχών είναι περισσότερο ενδεικτικό της κλίμακας των αντιδράσεων που προκλήθηκαν, παρά της αποτυχίας ή της έλλειψης δυναμικής των ιδεών του Αραβαντινού και των συνεργατών του, Οικονόμου και Μελίρρυτου.
Ωστόσο, αν για την εποχή τους οι σατιρικοί συμβολισμοί ήταν σαφέστατοι ως προς το περιεχόμενό τους και τα συνδεόμενα εμπλεκόμενα πρόσωπα, σε βάθος χρόνου η «επίσημη» ιστοριογραφία -πέραν γενικόλογων αναφορών για την ιστορική σπουδαιότητα του περιοδικού- απείχε περαιτέρω συζήτησης περί αυτών, καθιστώντας σταδιακά εξαιρετικά δύσκολη την ερμηνεία και ανάδειξη τους. Το γεγονός αυτό, χωρίς καν να υπεισέλθει κανείς στην «ορθότητα» και «εγκυρότητα» ή μη των απόψεων της «Καραβίδας», υποκρύπτει έμμεσα τον τεράστιο αντίκτυπο που είχε. Θα μπορούσε δηλαδή να ειπωθεί ότι επρόκειτο για μια επαναστατική κίνηση ενάντια σε παγιωμένες αντιλήψεις και πρακτικές των ταγών και των θεσμών-συμβόλων της ελληνορθόδοξης και όχι μόνο κοινότητας, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση κατεστάλη δια της επιβολής σιωπής γύρω από το περιεχόμενο και τις ιδέες της, στην εποχή της ενεργά, αργότερα δε περισσότερο ίσως από αμηχανία και συνεπακόλουθη αυτολογοκρισία που στο πέρασμα του χρόνου όμως νομοτελειακά επέφεραν σχεδόν πλήρη «αφωνία» επ' αυτών για περίπου ενάμιση αιώνα.
Τι μας λέει η «Καραβίδα» για την ψυχαγωγία της πόλης των Ιωαννίνων κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο;
Εδώ έχει σημασία να ξεκινήσω με μια προσωπική αναδρομή στην εξέλιξη της σχέσης μου με το περιοδικό. Η αρχική μου επαφή με το δεύτερο τεύχος της «Καραβίδας» (1874) έγινε πριν περίπου είκοσι χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας προκαταρκτικής έρευνας για τη διδακτορική μου διατριβή. Αυτό που με είχε συναρπάσει ήταν η εκτενής περιγραφή των διαλαμβανόμενων γύρω από ένα «γερμανικό» καφέ σαντάν και των έντονων αντιδράσεων που είχε προκαλέσει στην τοπική κοινωνία. Αυτό όμως το απόσπασμα, όπως και το υπόλοιπο περιεχόμενο, χαρακτηριζόταν από έναν ιδιαίτερο, σύνθετο ιδιωματικό όσο και συμβολικό λόγο, ο οποίος στα μάτια μου φάνταζε τότε αδύνατον να αποκωδικοποιηθεί, πέραν ορισμένων σημείων που αφορούσαν ειδικότερα κάποιες ευθείες αναφορές σε τραγούδια, μουσικούς και όργανα. Έκτοτε παρέμεινε στο πίσω μέρος του μυαλού μου η ελπίδα ότι ίσως κάποτε, με κάποιο τρόπο, θα μπορούσα να καταλάβω περισσότερα.
Τελικά, όταν λίγα χρόνια πριν βρέθηκα μπροστά στο πρώτο τεύχος (1873), εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν και η κατάλληλη στιγμή που μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Όχι μόνο όμως γιατί η αντιπαραβολή του περιεχομένου των δύο τευχών έδινε περισσότερες δυνατότητες εξαγωγής συμπερασμάτων. Πρώτα απ’ όλα, έχοντας -με ορόσημο την ολοκλήρωση της διδακτορικής μου διατριβής- διεξαγάγει μια σαρωτική έρευνα για το συνολικό προφίλ της πολιτισμικής ταυτότητας των Ιωαννίνων από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1924, είχα πια σχηματοποιημένη μια πληρέστερη εικόνα των σχετικών εξελίξεων για τα χρόνια που ακολούθησαν τη δεκαετία του 1870, και ιδιαίτερα από το 1890 και μετά.
Αυτό που πάντα με γοήτευε ήταν η ανακάλυψη «κρυφών» πτυχών της καθημερινότητας της πόλης και των κατοίκων της, όπου η μουσική εντέλει συνιστά την αφορμή αφήγησης μιας ιστορίας διαφορετικής από αυτή που μπορούσα και ο ίδιος να φανταστώ ως Γιαννιώτης, γύρω από ζητήματα όπως για παράδειγμα τα ωδικά καφενεία, οι φιλαρμονικές και οι στρατιωτικές μπάντες, οι αποκριάτικες θεατρικές παραστάσεις και τραγούδια, οι ιδιωτικές και δημόσιες χοροεσπερίδες και τόσα άλλα.
Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, η κατανόηση της εξέλιξης του οδικού και ατμοπλοϊκού δικτύου, των δρόμων των καραβανιών και οι σχέσεις τους με τα ανάλογα μουσικά δίκτυα διαδραματίζει έναν εξίσου σημαντικό ρόλο, ώστε κανείς να είναι σε θέση να αντιληφθεί καλύτερα μεταξύ άλλων και τα -απρόσμενα ενίοτε- ακούσματα που συναντά.
Έτσι, όταν αποφάσισα να επιχειρήσω να εκπληρώσω την παλιά μου επιθυμία, σύντομα άρχισα να καταλαβαίνω ότι εντέλει -χωρίς πρωτύτερα να το έχω πλήρως συνειδητοποιήσει- ο μεταγενέστερος καταγεγραμμένος απόηχος μιας σειράς μαρτυριών γύρω από πρόσωπα και καταστάσεις μου ήταν ήδη γνωστός, αλλά πλέον αντίστροφα πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες ανάλογων ερμηνευτικών δυνατοτήτων πάνω στα κείμενα της «Καραβίδας». Ταυτόχρονα, η νεότερη, ελληνική και ξένη, βιβλιογραφία μπορούσε πια να διαφωτίσει πολύ περισσότερο τις πληροφορίες που ξεπηδούσαν μέσα από τον λόγο του Αραβαντινού, σε ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων.
Η ποικιλομορφία της πολιτισμικής ταυτότητας και ιδιαίτερα της ψυχαγωγικής φυσιογνωμίας των Ιωαννίνων στις αρχές της δεκαετίας του 1870 απηχεί την αντίστοιχη πολυπλοκότητα της δεδομένης ιστορικής συγκυρίας: από τον καλαματιανό στα pas de quatre, από τους αμανέδες στη μουσική σαλονιού, από τον Καραγκιόζη στον Carlo Goldoni, από τα αποκριάτικα στιχοπλάκια στο κρητικό θέατρο και το αρχαίο δράμα. Ειδικότερα δε στην περίπτωση του καφέ σαντάν, αναδεικνύεται ένα σύνθετο και γεωγραφικά ιδιαίτερα εκτεταμένο καλλιτεχνικό δίκτυο μέσω του οποίου μουσικές και χοροί με αφετηρία την Κεντρική Ευρώπη συνέδεαν τα Ιωάννινα με την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Το δίκτυο μάλιστα αυτό συμπεριλάμβανε προεκτάσεις μέχρι πιο μακρινές πόλεις-λιμάνια της νοτιοανατολικής Μεσογείου καθώς και απώτερους προορισμούς, φτάνοντας ακόμη και στην Ινδία, ενώ στο Βορρά εκτεινόταν μέχρι τη Σουηδία. Από την άλλη μεριά, η εγκατάσταση στα Ιωάννινα από το 1869 άτακτων στρατιωτικών σωμάτων Γκέκηδων, έφερε ακούσματα τα οποία ακόμη και σήμερα επιβιώνουν στην περιοχή του Κοσόβου.
Γενικότερα, πάντως, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η μελέτη αυτή δεν επέχει θέση μιας πλήρους απεικόνισης των Ιωαννίνων της εποχής, αλλά μιας ιστορικής ανασύνθεσης με αφετηρία τα κείμενα, τις απόψεις και την προσωπική ματιά του Αραβαντινού.
Πόσο δύσκολη ήταν η ταυτοποίηση των προσώπων που σατιρίζει ο Αραβαντινός, λόγω και των γλωσσολογικών χαρακτηριστικών;
Η διαδικασία αναγνώρισης των σατιρικά παραλλαγμένων ονομάτων αλλά και πλήθους συμβολισμών οι οποίοι χαρακτηρίζουν τον λόγο του Αραβαντινού, μεταξύ άλλων αποτελεί συνισταμένη τριών αλληλοσυνδεόμενων παραμέτρων. Της συστηματικής αποδελτίωσης και αντιπαραβολής των αναφορών της «Καραβίδας», της μικροϊστορικής εμβάθυνσης στην επικαιρότητα της εποχής, αξιοποιώντας παράλληλα άμεσες ή έμμεσες αναφορές του περιοδικού σε τρίτες πηγές, και βέβαια της προσπάθειας κατανόησης της προσωπικότητας, της μορφωτικής συγκρότησης και των σχέσεων του Αραβαντινού με την πόλη και τους ανθρώπους της.
Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η αναζήτηση σχετικών ερμηνειών σε συνάρτηση με την τουρκική γλώσσα ή σε ειδικότερες περιπτώσεις με σλαβικές ή αρβανίτικης προέλευσης λέξεις αποδείχθηκε μια εξίσου αποκαλυπτική διαδικασία. Οι ταυτοποιήσεις βέβαια ενίοτε δεν είναι απόλυτες, δεν παραπέμπουν δηλαδή αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας την πιθανότητα εσκεμμένης χρήσης σύνθετων, πολλαπλών συμβολισμών, σε κάθε περίπτωση αναδεικνύονται περισσότερα πρόσωπα, χαρακτηριστικά της κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των Ιωαννίνων της εποχής εκείνης. Συμπερασματικά, θα μπορούσα να πω ότι το «κλειδί» της αποκωδικοποίησης των σατιρικά παραλλαγμένων ονομάτων και όρων, τελικά κρυβόταν μέσα στη διαδικασία κατανόησης και ανασύνθεσης της ίδιας της προσωπικότητας του Αραβαντινού.
Πόσο σημαντική είναι η σάτιρα για την ιστορική μνήμη;
Όπως επισημαίνω και στην εισαγωγή του βιβλίου, η σάτιρα και το χιούμορ ως φορείς ιστορικής μνήμης έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ειδικά η λεγόμενη «σωφρονιστική» σάτιρα, η οποία κατεξοχήν χαρακτηρίζει το λόγο της «Καραβίδας», σε αντιστοιχία και με πρόσφατες σχετικές μελέτες, αναδεικνύει δύο όψεις των ανάλογων κειμένων του Αραβαντινού. Από τη μία αποτελεί όχημα αναζήτησης εναλλακτικών όψεων της ιστορικής πραγματικότητας, φέρνοντας στο ερευνητικό προσκήνιο παραγνωρισμένες ή σκόπιμα παραλειπόμενες καταστάσεις από επίσημα αρχεία ή βιβλία, είτε ακόμη από το λόγο των εφημερίδων. Από την άλλη, σε περιπτώσεις όπως αυτή των πολυεθνοτικών-πολυπολιτισμικών Ιωαννίνων των αρχών της δεκαετίας του 1870, η σάτιρα συνιστά ένα πρόσφορο μέσο προβολής της διαφορετικότητας των αντιλήψεων και ταυτόχρονα αντιμετώπισης του ρατσισμού και του φόβου του Άλλου.
Γεγονός όμως είναι ότι η υποδοχή της σάτιρας της «Καραβίδας» στην εποχή της και ο συνεπακόλουθος τερματισμός της έκδοσής της, θυμίζουν τις διαχρονικές αντεγκλήσεις περί των «αποδεκτών» ορίων του αντίστοιχου λόγου, μια διαμάχη η οποία μέχρι και σήμερα ενίοτε οδηγεί σε παρόμοιες αντιδράσεις και αποτελέσματα.
Πώς βιώνουν εντέλει τα Γιάννενα τις αλλαγές στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον εκείνης της εποχής;
Η πόλη διερχόταν μια ιδιαίτερα έντονη οικονομική κρίση, με το άλλοτε ανθηρό εμπόριο και τη μεταποίηση σε διαρκή συρρίκνωση, εν μέσω βαριάς φορολογίας και μειωμένης ρευστότητας. Η παιδική θνησιμότητα και λόγω επιδημιών, όπως της ερυθράς, ήταν πολύ αυξημένη. Τα εκπαιδευτικά ζητήματα από την άλλη μεριά, βρίσκονταν συχνά στο επίκεντρο της επικαιρότητας μέσα και από την έντονη παρεμβατική δράση του Ελληνικού Φιλολογικού και του Ηπειρωτικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης, αντίστοιχα. Ο καταγόμενος από το Δελβινάκι πρωτεργάτης και των δύο Συλλόγων, Κωνσταντίνος-Ηροκλής Βασιάδης, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την ενίσχυση και τον πολλαπλασιασμό των εκπαιδευτικών δομών τόσο στα Ιωάννινα όσο και στην ευρύτερη περιφέρεια της Ηπείρου.
Σε πολιτικό επίπεδο, τα γεγονότα της πρόσφατης τότε Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) ενέτειναν τα εθνικιστικά πάθη μεταξύ των τοπικών κοινοτήτων. Η δε πολεμική ρητορική του Αραβαντινού μεταξύ άλλων εστίαζε στο ζήτημα του αναφυόμενου Αλβανικού εθνικισμού και του ρόλου των αλεβιτών μπεκτασήδων. Η γενικότερη στάση του μάλιστα στο ζήτημα αυτό προκάλεσε το 1877 την απέλασή του από τις οθωμανικές αρχές. Εγκαθιστάμενος έκτοτε στην Αθήνα συνέταξε υπόμνημα περί της ελληνικότητας της Ηπείρου, το οποίο κατέθεσε στο Συνέδριο του Βερολίνου όπου και έλαβε μέρος ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας μαζί με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, τότε πρέσβη στην ίδια πόλη.
Οι κυρίαρχες κοινότητες της πόλης (χριστιανική, μουσουλμανική και εβραϊκή) ακολουθούσαν αυτόνομη πορεία έναντι της κεντρικής τοπικής διοίκησης, φροντίζοντας καθεμιά ανεξάρτητα για τις ανάγκες των μελών τους σε ζητήματα, για παράδειγμα, παιδείας και υγείας. Οι μεταξύ τους σχέσεις, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1870, ήταν τεταμένες. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ιδρύθηκε η Εμπορική και Φιλολογική Λέσχη «Πρόοδος», ως φορέας διεθνοτικής συνεργασίας. Οι λόγιοι της πόλης πολλαπλασιάστηκαν και το ευρωπαϊκό ντύσιμο, ιδιαίτερα ανάμεσα σε νέους που επέστρεφαν από σπουδές στο εξωτερικό, έκανε ήδη έντονα την εμφάνισή του. «Στενά», καπέλα και μακρύ, τριγωνικό μούσι για τους κυρίους, pouf και chignon για τις κυρίες.
* Στην κεντρική φωτογραφία, Άποψη της Λίμνης των Ιωαννίνων (1857) του Edward Leak (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)