Τον διπλωματικό κατ' αρχήν δρόμο για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών μέσω διαπραγματεύσεων με τη γερμανική κυβέρνηση, αλλά και τον δικαστικό σε περίπτωση που η Γερμανία επιμείνει στη σημερινή αρνητική της στάση, προτείνεται στην έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών, οι εργασίες της οποίας ολοκληρώθηκαν με την ψήφιση της έκθεσης και την κατάθεσή της στην Ολομέλεια της Βουλής.
«Οι συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για την Ελλάδα και τους πολίτες της υπήρξαν τρομακτικές και ανεπανόρθωτες, καθώς η χώρα υπέστη απρόκλητη- προμελετημένη επίθεση, αλλά και τη βάρβαρη κατοχή από τις δυνάμεις της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας και της τσαρικής Βουλγαρίας. Η τριπλή αυτή κατοχή οδήγησε τον ελληνικό λαό στην απόλυτη εξαθλίωση, αφού εξάρθρωσε την οικονομία της χώρας. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει αβίαστα από το υφιστάμενο υπηρεσιακό? κρατικό υλικό και τεκμηριώνεται από πλήθος ακλόνητων μαρτυριών και πληθώρα ιστορικών πηγών» σημειώνεται στην εισαγωγή της έκθεσης.
ΟΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
Μεταξύ των πολεμικών επανορθώσεων περιλαμβάνονται απαιτήσεις από τον Α? Παγκόσμιο Πόλεμο με βάση τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919. Στην Ελλάδα καταβλήθηκαν 47 εκατ. μάρκα για να δοθούν στους ιδιώτες δικαιούχους, ενώ από το επανορθωτικό ποσό των 485.975.000 χρυσών μάρκων έχουν εισπραχθεί 7.275.380 χρυσά μάρκα. Το υπόλοιπο ποσό προσδιορίστηκε από την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε 9.189.270.837 ευρώ.
Όσον αφορά τον Β? Παγκόσμιο Πόλεμο, ο προσδιορισμός του ΓΛΚ βάσει της Συνδιάσκεψης των Παρισίων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καθαρές απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία ανέρχονται σε 6.741.07.692 δολάρια ΗΠΑ του 1938, ποσό που υπολογίζεται στα 309.498.827.179,51 ευρώ. Σε αυτό τον προσδιορισμό δεν περιλαμβάνονται αρκετές από τις απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία, όπως για παράδειγμα το κατοχικό δάνειο. Το ΓΛΚ επιχείρησε και μία εναλλακτική προσέγγιση του προσδιορισμού των απαιτήσεων δίνοντας έμφαση στη χρήση του αρχειακού υλικού. Με βάση αυτή την προσέγγιση οι καθαρές απαιτήσεις της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας υπολογίζονται στα 171.442.057.838 ευρώ. Σε αυτό το ποσό προστίθεται η απαίτηση της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο που ανέρχεται στα 10.344.859.092 ευρώ, η απαίτηση για αποθετικές ζημίες που ανέρχεται στα 33.873.928.462 ευρώ κι η απαίτηση από μείωση παραγόμενου προϊόντος που ανέρχεται στα 53.886.160.462 ευρώ. Συνολικά το ποσό των απαιτήσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία ανέρχεται στα 269.547.005.854 ευρώ. Και στους δύο προσδιορισμούς εξαιρούνται οι απαιτήσεις από απώλεια ανθρωπίνων ζωών ή αναπηριών μόνο από πολεμικές ενέργειες, οι οποίες υπολογίζονται συνολικά σε 22.120.000.000 ευρώ χωρίς τους τόκους, ενώ μια δεύτερη εναλλακτική περιλαμβάνει όλα τα θύματα της Κατοχής, δηλαδή και τους θανάτους από λιμό κι ασθένειες, με το ποσό να ανέρχεται στα 107.268.000.000 ευρώ.
Επιπλέον γίνεται αναλυτική περιγραφή του ιστορικού τής λήψης του κατοχικού δανείου, το οποίο δεν συνδέεται με τα έξοδα Κατοχής που έπρεπε να καταβάλει η Ελλάδα, αλλά συνάφθηκε ως αναγκαστικό δάνειο (χωρίς συνυπογραφή της Ελλάδας) κι αναγνωρίζεται ως πίστωση από τα αρχεία των ίδιων των γερμανικών κατοχικών Αρχών. Εκτενής αναφορά γίνεται και στη λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών της χώρας κατά τη διάρκεια της Κατοχής σημειώνοντας ότι υπάρχει αρχαιολογική τεκμηρίωση για 1.208 αγνοούμενα αντικείμενα.
ΕΝΕΡΓΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΤΕΣ ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Σύμφωνα με την πολυσέλιδη Έκθεση της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής, η Γερμανία βάσει των αναγκαστικών συμβάσεων ουδέποτε τήρησε τα συμφωνηθέντα. Σχετικώς με το κατοχικό δάνειο, αναφέρεται ότι είναι αβάσιμο και αστήρικτο να υποστηριχθεί πωςι η μεταπολεμική οικονομική κατάσταση της Γερμανίας δεν επέτρεπε την, έστω και σταδιακή, εξόφληση των συναφών ελληνικών απαιτήσεων. Εξάλλου, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα, τόσο στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, όσον και μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, να διεκδικήσει την επιστροφή του δανείου.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στις ελληνικές απαιτήσεις για επανορθώσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έναντι της Γερμανίας περιλαμβάνονται τόσον οι δημόσιες, όσον και οι ιδιωτικές ζημίες, οι οποίες υπάγονται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 της Συμφωνίας του Λονδίνου και παραμένουν ενεργές, δεδομένου ότι οι μόνες ελληνικές απαιτήσεις που έχουν ικανοποιηθεί είναι οι προβλεπόμενες στις διμερείς συμβάσεις της Βόννης των ετών 1960 (απαιτήσεις θυμάτων από εθνικοσοσιαλιστικές διώξεις) και 1961 (απαιτήσεις από αφαιρεθέντα καπνά). Στη Σύμβαση της Χάγης του έτους 1907 δεν υπάρχει πρόβλεψη για παραγραφή αξιώσεων που στηρίζονται στη διεθνή αστική ευθύνη του κατέχοντος κράτους.
Επί πλέον, σύμφωνα με την Έκθεση της Βουλής, υπάρχουν πολλά παραδείγματα διεθνών συμφωνιών για τη ρύθμιση εδαφικών ή άλλων διαφορών μεταξύ κρατών ή για την ικανοποίηση δικαιωμάτων ιδιωτών και μάλιστα για θέματα που παρέμεναν εκκρεμή για μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς να τίθεται ζήτημα παραγραφής. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι οι κατά το Διεθνές Δίκαιο κρατικές ή ιδιωτικές αξιώσεις της Ελλάδας κατά της Γερμανίας δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι υπέπεσαν σε παραγραφή.
Εξάλλου, η ίδια η Γερμανία δια των κυβερνητικών και δικαιοδοτικών της οργάνων (ρηματικές διακοινώσεις και ΒGH 21 Ιουνίου 2003) δέχεται ότι η Συμφωνία του Λονδίνου είχε αναστείλει το απαιτητό των αξιώσεων μέχρι την επανένωσή της και συνεπώς από το 1944 μέχρι το 1990 συνέτρεχε αναβλητικό κώλυμα για τη δικαστική επιδίωξη των ελληνικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας.
Τo γεγονός ότι οι αξιώσεις αυτές παρέμειναν εκκρεμείς μέχρι σήμερα δεν θέτει ούτε ζήτημα αχρησίας ή αποδυνάμωσης των αξιώσεων αυτών, ούτε αποδοχής εκ μέρους της ελληνικής πλευράς της ανυπαρξίας τέτοιων απαιτήσεων, δεδομένου ότι δεν υπήρξε αδράνεια της Ελλάδας.
Αντιθέτως, το ελληνικό κράτος πάντοτε προέβαλε επιφύλαξη για τη μελλοντική ικανοποίηση των αξιώσεών του εξαιτίας των πολεμικών επανορθώσεων, τόσο στους εσωτερικούς νόμους (π.χ. Ν. 2023/1052), όσον και στις διμερείς συμβάσεις (π.χ. σύμβαση της Βόννης της 18-3-1960), αλλά και με επίσημες δηλώσεις των νομίμων εκπροσώπων του. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζει και η γερμανική κυβέρνηση, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke), στις 6.2.2014. Οι ελληνικές κυβερνήσεις τόνιζαν -και μετά το 1990- ότι η Ελλάδα θεωρεί ανοικτό το ζήτημα των επανορθώσεων, το δε έτος 1995 επιδόθηκε ρηματική διακοίνωση προς τη Γερμανία, με την οποία ζητήθηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων για την επίλυση του ζητήματος αυτού.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Σύμφωνα με την Έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών οι προτεινόμενες ενέργειες της Ελληνικής Δημοκρατίας τόσο σε διπλωματικό επίπεδο όσο και σε δικαστικό, αν απαιτηθεί, είναι ως προς τις κρατικές/δημόσιες αξιώσεις, ήτοι τις πολεμικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο, το Διαιτητικό Δικαστήριο, άρθρο 28 της Συμφωνίας του Λονδίνου της 27-2-1953, «περί εξωτερικών γερμανικών χρεών», το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και τα εθνικά δικαστήρια. Ως προς δε τις ιδιωτικές αξιώσεις, το Διαιτητικό Δικαστήριο, άρθρο 28 της Συμφωνίας του Λονδίνου της 27-2-1953, «περί εξωτερικών γερμανικών χρεών» (κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 3480/1955 (ΦΕΚ Α΄ 6/1956) και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, και τα εθνικά δικαστήρια, στα οποία η προσφυγή κατά του γερμανικού Δημοσίου με αντικείμενο τις ιδιωτικές αξιώσεις έχει να αντιμετωπίσει, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του διεθνούς εθιμικού δικαίου, το ζήτημα της ετεροδικίας (rule of state immunity), κατά την οποία τα ξένα κράτη δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των εγχωρίων, των εθνικών, δηλαδή, δικαστηρίων άλλων κρατών.
Η Επιτροπή που απαρτιζόταν από 21 μέλη- βουλευτές πραγματοποίησε δεκατρείς (13) συνεδριάσεις, συνολικής διάρκειας, εικοσιτεσσάρων (24) ωρών, περίπου, κατά τις οποίες εκλήθησαν σε ακρόαση, προς ενημέρωση των μελών της, τα μέλη της Ομάδας Εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο πρόεδρος και τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα (Ε.Σ.Δ..Ο.Γ.Ε.), ο πρόεδρος και τα μέλη του ΔΣ του Δικτύου Μαρτυρικών Χωριών και Πόλεων της Ελλάδος, περιόδου 1940-1945 «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ», ο πρόεδρος και τα μέλη του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Δικηγόρων για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις (Π.Ε.Δ.), ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Δράμας, εκπρόσωποι Συλλόγων και Ενώσεων, ευρωβουλευτές, εκπρόσωποι ΟΤΑ, ιστορικοί, αρχαιολόγοι κ.ά.