Στις μέρες που γίνεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί μια κάποια εθνική ενότητα σε χέρσο όμως πολιτικό χωράφι, η μνήμη γίνεται όλο και πιο πολύτιμη. Όχι ως αντεκδίκηση, αλλά ως η δυνατότητα και εργαλείο ευθυκρισίας και διάκρισης μεταξύ του κοινωνικά αναγκαίου και των επικίνδυνων θεωριών περί «ισότητας των άκρων».
Το βιβλίο του Βαγγέλη Καραμανωλάκη «Ανεπιθύμητο παρελθόν» ασχολείται με το διοικητικά καταγεγραμμένο κομμάτι αυτής της μνήμης, που η ελληνική «ομοψυχία» κατέστρεψε το 1989.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, μαζί με τους καθηγητής Λάμπρο Φλιτούρη και Ηλία Σκουλίδα, υπό το συντονισμό του δημοσιογράφου Φιλήμονα Καραμήτσου, παρουσίασε το ενδιαφέρον βιβλίο του, σε μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση, τη Δευτέρα 4/10 το βράδυ, στα παλιά σφαγεία.
Αν σας αρέσει ο Τύπος, μπορείτε να τον στηρίξετε με μια συνδρομή ή δωρεά, εδώ:
Ο Καραμανωλάκης είναι ένας «άνθρωπος των αρχείων»-σήμερα είναι στο διοικητικό συμβούλιο των ΑΣΚΙ, συμπληρώνοντας πάνω από 15 χρόνια θητείας εκεί. Επίσης, είναι επίκουρος στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό στην Αθήνα, ενώ έχει βάλει την υπογραφή του, είτε ως συγγραφέας, είτε ως επιμελητής, σε αρκετές εκδόσεις.
Αυτοί οι άνθρωποι, έχουν ιδιαίτερη σχέση με το αρχειακό υλικό. Δεν είναι απλά η μηχανική του διατήρηση και συντήρηση, αλλά το συμπέρασμα και το αξιακό υλικό που μπορεί να προκύψει από μια φαινομενικά ουδέτερη «ύλη».
Ακόμα πιο σημαντική στο έργο του, είναι η αίσθηση της δικαιοσύνης ή τουλάχιστον, της αναζήτησής της. Οι φάκελοι, τους οποίους κατέστρεψε μια κυβέρνηση «εθνικής ομοψυχίας», το… prequel της αριστερής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, δεν έπρεπε να διατηρηθούν μόνο για ιστορικούς ή συναισθηματικούς λόγους.
Φυσικά, οι επιστημονικές απόψεις και η κοινωνική ανάλυση δεν είναι μονόπατη. Προφανώς η καταστροφή των φακέλων έχει τη δική της, όχι αμελητέα, υπερασπιστική γραμμή. Ωστόσο, μαζί τους «κάηκε» και μια πιθανότητα να ξεπεραστούν όντως διχασμοί, οι οποίοι έχουν ενσκήψει πιο έντονοι, εξουσιαστικοί και εκδικητικοί σήμερα.
Ο συγγραφέας ανασυγκροτεί τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και διατυπώνει ερωτήματα (και ερευνητικά), σχετικά με το γιατί τελικά έπρεπε «να καώσι» και τι εξυπηρέτησε η καταστροφή των αρχείων.
Εκείνη την εποχή, τόσο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όσο και η ελληνική Αριστερά ήθελαν να «ξεμπερδεύουν με τον Ανδρέα» (Παπανδρέου), ο οποίος είχε συνδεθεί πολιτικά με την «αποκατάσταση των κυνηγημένων» ήταν πολύ ενδιαφέρουα. Η καύση των φακέλων και η αναγνώριση του Εμφυλίου και της τραυματικής του διάστασης, χρησίμευσαν ως «καταλύτες λήθης» και ενός, ίσως διαφορετικού (και πολιτικού) μέλλοντος.
Εν τέλει, το βιβλίο είναι μια εξαιρετική αποτύπωση, πιο ψύχραιμη από τα συναισθήματα έξω από τη Χαλυβουργική του 1989 και πιο συγκροτημένη. Ανατρέχει και σε παρόμοια παραδείγματα, όπου οι φάκελοι, ως «εξουσιαστική αρχειοθήκη» καταστράφηκαν από κινήματα που αναγνώριζαν εκεί τα βασανιστήρια, τους φόνους και την αδικία που υφίσταντο
Μια νύξη του κ. Φλιτούρη στην εκδήλωση, είναι επίσης ενδιαφέρουσα: «Η καταστροφή των αρχείων εμφανώς δεν συμβάλλει στην εθνική συναίνεση. Αντίθετα βοηθάει όλους εκείνους που έχουν συμφέρον να ξεχαστεί το παρελθόν, να από-ιστορικοποιηθεί και να οδηγήσει σε μια απολίτικη ενασχόληση με αναπαραστάσεις μιας ακίνδυνης αχρωμάτιστης και εν τέλει άγευστης μνήμης».
Και ότι εν τέλει, η κάθαρση δεν είναι ποτέ υπαγορευμένη. Έρχεται σε στιγμές που συχνά είναι άχρονες και τη φέρνει πάντα η μνήμη…