Εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, το ερώτημα της «σύνδεσης του πανεπιστημίου με την κοινωνία» παραμένει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει αναπάντητο, στα Γιάννενα.
Αυτό φάνηκε μέσες-άκρες και από τη σημερινή συζήτηση που ακολούθησε την παρέμβαση του πρύτανη Τριαντάφυλλου Αλμπάνη στο δημοτικό συμβούλιο.
Ο κ. Αλμπάνης έκανε την ενημέρωση, καθώς το ίδρυμα είναι σε κομβικό σημείο. Μια από τις επικείμενες εξελίξεις, αν ο νέος νόμος για τα ΑΕΙ ισχύσει στο διηνεκές, θα επηρεάσει έμμεσα και την τοπική κοινωνία και οικονομία, καθώς ο αριθμός των φοιτητών-τριών θα μειωθεί.
Ο πρύτανης το έκανε σαφές σε όλους τους τόνους και η «λήψη του μηνύματος» ήταν μάλλον διφορούμενη. Είπε επίσης ότι θα προταθεί η μείωση εισακτέων στα κεντρικά ιδρύματα, ώστε να αυξηθούν στα περιφερειακά.
Καταρχάς, η δημοτική αρχή εξέφρασε τρεις θέσεις απέναντι στο νόμο και στα ενδεχόμενά του: Του δημάρχου, ότι «dura lex sed lex» και «δεν είμαστε κοινοβούλιο», πράγματα που συνηθίζει να λέει για τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν την κεντρική διοίκηση. Ο κ. Ελισάφ είπε επίσης ότι θα πρέπει να γίνουν βήματα στη φοιτητική μέριμνα, σε συνέχεια και αυτών που έγιναν από την προηγούμενη δημοτική αρχή για τις αστικές συγκοινωνίες, αλλά σταμάτησαν στην πράξη λόγω της πανδημίας. «Προσδοκούμε στη συνεργασία για την προώθηση του συνεδριακού τουρισμού καθώς ο ρόλος του πανεπιστημίου μπορεί να είναι πολύ σημαντικός», πρόσθεσε.
Του Νίκου Γκόντα που συνεχίζει να μην έχει ακριβή εικόνα για το φοιτητικό πληθυσμό του ιδρύματος, όπως δεν είχε (ή τουλάχιστον, τον μεγέθυνε) και όταν ήταν δήμαρχος. Ο κ. Γκόντας δήλωσε «εντυπωσιασμένος» από τους «30.000 φοιτητές», που στην πράξη, είναι περίπου 25.000, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί. Πρότεινε δε «ενημέρωση εκ μέρους του πανεπιστημίου σε ετήσια βάση» και να σχηματιστεί μια διαπαραταξιακή επιτροπή που θα «μελετήσει την καλύτερη σύνδεσή μας με το πανεπιστήμιο».
Του Άρη Μπαρτζώκα που ανέτρεξε στα «κάθε όλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» της χούντας, για να το παραλληλίσει με τη δημιουργία τμημάτων ΤΕΙ παντού.
Ο κ. Μπαρτζώκας, μαζί με την κα Καλογιάννη από την αντιπολίτευση, πλησίασαν ή και στήριξαν πλήρως την κυβερνητική θέση για τα ιδρύματα. Ο πρόεδρος της ΔΕΥΑΙ τάχθηκε υπέρ του κλεισίματος τμημάτων, λέγοντας τα εξής: «Μπορεί ένα τμήμα να ακολουθήσει το Πανεπιστήμιο; Να ακολουθήσει και να ανδρωθεί μαζί μας Δεν μπορεί; Ας μείνει πίσω, ας κλείσει, ας γίνει τεχνική σχολή» και σχετικά με το κλείσιμο, «η άποψή μου είναι ότι αν δεν υπάρχει άλλη λύση, να προχωρήσουμε σε αυτή τη θαρραλέα κίνηση».
Ο πρύτανης στην τοποθέτησή του, ξεκαθάρισε ότι το ίδρυμα πλέον παίρνει περισσότερα χρήματα από ανταγωνιστικά προγράμματα, μέσω του ΕΛΚΕ, από ό,τι από την κρατική επιχορήγηση. Εν ολίγοις, είπε εμμέσως ότι το πανεπιστήμιο συνδέεται με την (ερευνητική) αγορά, αλλά μάλλον δεν έγινε ακριβώς αντιληπτό.
Ακριβώς όμως επειδή η «σύνδεση με την αγορά» δεν είναι ποτέ μονόπλευρη, τα στοιχεία που έδωσε ο κ. Αλμπάνης υπέδειξαν και την ενδεχόμενη οικονομική επίπτωση που θα έχουν η μείωση του φοιτητικού πληθυσμού στην τοπική οικονομία και το κλείσιμο τμημάτων.
Είπε δηλαδή ότι τα Γιάννενα έχουν μια από τις υψηλότερες αναλογίες φοιτητών προς πληθυσμό, περί τους 160 ανά 1.000 κατοίκους. Επίσης παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα κατανομή της προέλευσης των φοιτητών: 35% από την Ήπειρο, 20% από την Αττική και ακολούθως, από Κεντρική Μακεδονία, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Αιτωλοακαρνανία, Ιόνια, δυτική Πελοπόννησο.
Ο κ. Αλμπάνης παρατήρησε κάτι ακόμα, με εύσχημο τρόπο: ότι η πόλη έχει ακριβή στέγη. Είπε δηλαδή ότι πριν από 10 χρόνια, το πανεπιστήμιο παρείχε σε σημαντικό ποσοστό των φοιτητών-τριων του στέγη. Σήμερα, μεσολαβούσης της κρίσης, τα δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην και αναζητούνται λύσεις λόγω περισσότερης ζήτησης. Επίσης, τόνισε ότι «αρκετοί φοιτητές αδυνατούν να ολοκληρώσουν σπουδές γιατί δεν βρίσκουν φτηνή στέγη». Ο κ. Αλμπάνης τόνισε ότι το πρόβλημα θα επανέλθει μετά την υγειονομική κρίση. Λογικό, καθώς οι τιμές στα ενοίκια των Ιωαννίνων ουδόλως έχουν μειωθεί…΄
Ο Θωμάς Μπέγκας, επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε κριτική στον πρόσφατο νόμο λέγοντας ότι «έρχεται σε λάθος χρόνο» και τάχθηκε υπέρ του δημοσίου πανεπιστημίου. Πρόσθεσε δε ότι για να επιτευχθεί η ποιότητα σε όλα τα τμήματα χρειάζονται πόροι, χώροι κ.λπ. και ότι θα πρέπει να ανοίξουν ξανά οι σχολές και τα τμήματα. «Ευτυχώς που υπάρχει το πανεπιστήμιο στα Γιάννενα» είπε, μιλώντας για τη σημασία που έχει παίξει το ίδρυμα στην ανάπτυξη, αστική, κοινωνική, οικονομική και τόνισε ότι είναι αντίθετος με την πανεπιστημιακή αστυνομία: «Ο πανεπιστημιακός χώρος θέλει διασφάλιση, έχουμε δει έκτροπα και βανδαλισμούς. Η διαδικασία πρέπει να επιλυθεί από το πανεπιστήμιο όμως». Είπε τέλος ότι θα πρέπει να γίνει ξεχωριστή συζήτηση, σε ειδική συνεδρίαση, για τα θέματα του πανεπιστημίου.
Η Τατιάνα Καλογιάννη ήταν η πιο υποστηρικτική στα του νέου νόμου. Είπε και αυτή, όπως και ο δήμαρχος, ότι ο νόμος έχει ψηφιστεί πλέον και ότι «το δημοτικό συμβούλιο δεν υποκαθιστά το κοινοβούλιο». Διερωτήθηκε, αν πιστεύει κάποιος ότι «ένας φοιτητής που έχει εισαχθεί σε κάποια Σχολή με 4.000 ή 5.000 ή και λιγότερα μόρια, μπορεί να ολοκληρώσει τις σπουδές κανονικά και να γίνει επιστήμονας χρήσιμος για την κοινωνία» και αν σε άλλες χώρες, εισάγονται τόσο πολλοί στα πανεπιστήμια.
Υπερασπίστηκε επίσης τη μείωση των φοιτητών, λέγοντας ότι «μπορεί ονομαστικά να επιφέρει κάποιες διαχειριστικές προσαρμογές, πλην όμως λειτουργικά είναι δυνατόν να βελτιώσει την ποιότητα των εφαρμοζόμενων διαδικασιών του πανεπιστημίου. Τα αποτελέσματα, βέβαια, θα φανούν με την εφαρμογή του νόμου σε ένα εύλογο βάθος χρόνου».
Τέλος, σημείωσε ότι «η ιδιωτική εκπαίδευση προσφέρει συγκεκριμένες γνώσεις με συγκεκριμένο τρόπο. Κανείς δεν μπορεί να αποτρέψει να υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια και ένα παιδί να το ιδιωτικό πανεπιστήμιο επιλέξει για την εκπαίδευσή του», αποφεύγοντας πάντως τις νύξεις ή θέσεις για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, την πιστοποίηση, τα προγράμματα σπουδών, στα οποία αναφέρθηκε ο πρύτανης.
Ο Λάζαρος Νάτσης από την πλευρά του τόνισε πως «για άλλη μια φορά φαίνεται η συνυφασμένη σχέση μεταξύ πόλης και πανεπιστημίου και πώς συνδέεται κάθε όνειρο που μπορεί να διατυπώσει κανείς γι αυτή την πόλη, με το πανεπιστήμιο». Τόνισε επίσης ότι αρκετά από όσα ακούστηκαν ήταν επαναλήψεις παλιότερων προτάσεων, που δεν έχουν προχωρήσει, όμως. «Υπάρχουν εγγενείς αιτίες, ίσως και παραλείψεις από πλευράς μας», είπε, μεταξύ άλλων, τονίζοντας ότι ο πρύτανης περιέγραψε μια κατάσταση σημαντικά προβληματική, όπως προκύπτει από τις υγειονομικές, οικονομικές και λοιπές συνθήκες. Μίλησε για το νέο νόμο, παίρνοντας θέση εναντίον
Η Όλυ Τσουμάνη (Λαϊκή Συσπείρωση) τόνισε μια σειρά ζητήματα είναι επιβαρυντικά για το πανεπιστήμιο, κατηγόρησε την κυβέρνηση για αποφάσεις όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία και οι δαπάνες, ενώ έκανε και την εξής, ενδιαφέρουσα παρατήρηση: ότι οι φοιτητές αντιμετωπίζονται συχνά ως πελάτες και όσο συμβαίνει αυτό, «απομακρυνόμαστε από το κοινωνικά αναγκαίο, τα παιδιά να σπουδάζουν» ή να μπούνε σε μια επαγγελματική σχολή. Έκανε εκτενή αναφορά επίσης στα επαγγελματικά δικαιώματα που αντιστοιχούν (ή όχι) στα πτυχία και κάλεσε το δημοτικό συμβούλιο να αλλάξει την τιμολογιακή πολιτική του απέναντι στο πανεπιστήμιο.
Ο Χρήστος Πατσούρας (Αριστερή Παρέμβαση) τόνισε ότι χρειάζεται ιεράρχηση των προβλημάτων και του σχεδιασμού και τα προβλήματα και παθογένειες, οφείλονται σε «συγκεκριμένες πολιτικές» που εφάρμοσαν κυβερνήσεις τα προηγούμενα χρόνια. Μίλησε και αυτός για το φλέγον θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων, αλλά και για τη φοιτητική μέριμνα, που όπως είπε «έρχεται συνεχώς στα δημοτικά συμβούλια», χωρίς όμως να βρίσκεται κάποια λύση. «Το πρώτο ζητούμενο είναι η διασφάλιση του δημόσιου πανεπιστημίου, προς όφελος της κοινωνίας», είπε.