Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις κυβερνήσεις, τους επικεφαλής των επιχειρήσεων και τα μέσα ενημέρωσης καταρρέει εν μέσω της ερμηνευόμενης κακής διαχείρισης από τους ηγέτες της πανδημίας του κορονοϊού καθώς και της ευρείας αίσθησης μεταξύ των απλών πολιτών ότι παραπλανώνται, διαπίστωσε μια παγκόσμια δημοσκόπηση.
Η δημοσκόπηση με τίτλο «Edelman Trust Barometer», που επί δύο δεκαετίες έχει καταγράψει τις απαντήσεις χιλιάδων πολιτών σχετικά με την εμπιστοσύνη τους σε βασικούς θεσμούς, διαπίστωσε ότι το 57% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι οι κυβερνήσεις, οι επικεφαλής επιχειρήσεων και οι δημοσιογράφοι διασπείρουν ψευδείς πληροφορίες ή υπερβάλλουν.
Κατανέμοντας τις απαντήσεις στη δημοσκόπηση με βάση τα μέσα ενημέρωσης που προτιμά ο κάθε ερωτηθείς και το τι ψηφίζει, η έρευνα κατέληξε ότι εκείνοι που είναι περισσότερο δύσπιστοι ως προς τα εμβόλια κατά του κορονοϊού ήταν εκείνοι που ενημερώνονταν περισσότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επιπλέον, τα συμπεράσματά της υπογραμμίζουν την πόλωση στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ.
«Η βίαιη εισβολή στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα και το γεγονός ότι μόνο το ένα τρίτο των πολιτών προτίθεται να εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού αποκρυσταλλώνουν τους κινδύνους της παραπληροφόρησης», λέει ο Ρίτσαρντ Έντελμαν, του οποίου η εταιρεία επικοινωνιών, η Edelman communications group, διενεργεί τη δημοσκόπηση.
Το ποσοστό που επικαλείται ο Έντελμαν αναφέρεται στο γεγονός ότι μόλις το 33%, κατά μέσο όρο, των ερωτηθέντων σε 27 χώρες που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση απάντησε ότι θα εμβολιαστεί το συντομότερο δυνατό. Ένα 31% επιπλέον απάντησε ότι θα κάνει το εμβόλιο μέσα σε ένα χρόνο.
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε κατά το διάστημα 19 Οκτωβρίου-18 Νοεμβρίου σε δείγμα μεγαλύτερο από 33.000 ερωτηθέντες και ένα συμπληρωματικό διενεργήθηκε τον Δεκέμβριο μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Λιγότερη εμπιστοσύνη στις κυυβερνήσεις
Οι κυβερνήσεις -που σε μια προηγούμενη δημοσκόπηση στις αρχές της πανδημίας εμφάνιζαν μια ανάκαμψη στο βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών που ήθελαν από αυτές να θέτουν ως προτεραιότητα τις ανθρώπινες ζωές αντί της οικονομίας--εμφανίζουν μεγάλη πτώση στα επίπεδα εμπιστοσύνης με την πάροδο του χρόνου.
Συνολικά, η εμπιστοσύνη στον θεσμό της κυβέρνησης μειώθηκε από το υψηλότερο όλων των εποχών, 65% τον περασμένο Μάιο, στο 53% στο τέλος του χρόνου.
Οι απώλειες ήταν ιδιαίτερα έντονες στη Νότια Κορέα, τη Βρετανία και την Κίνα.
Η εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης, η οποία μειωνόταν ήδη από το 2019, μειώθηκε περαιτέρω.
Η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έπεσε κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες στο 53% παρότι τα μέσα αυτά συγκέντρωναν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε σχέση με τα social media, που έχασαν πέντε ποσοστιαίες μονάδες πέφτοντας στο 35%.
Μεγάλα ποσοστά πολιτών σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν θεωρούν ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι αντικειμενικά και αμερόληπτα με την Ιαπωνία στην Ασία, την Ιταλία στην Ευρώπη και την Αργεντινή στη Νότια Αμερική να εμφανίζουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά έλλειψης εμπιστοσύνης.
Στις ΗΠΑ, τα επίπεδα εμπιστοσύνης διέφεραν ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις των ερωτηθέντων: ενώ το 63% των ψηφοφόρων του Τζο Μπάιντεν έχει εμπιστοσύνη στους δημοσιογράφους, μόνο το 21% των ψηφοφόρων του Ντόναλντ Τραμπ τους εμπιστεύεται.
Ο απερχόμενος πρόεδρος άλλωστε χαρακτηρίζει εδώ και καιρό «ψευδείς ειδήσεις» ό,τι μεταδίδουν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες επιχειρήσεων θεωρούνται ύποπτοι από μια πλειονότητα των ερωτηθέντων για υπερβολές και διασπορά ψευδών πληροφοριών, εμφανίζονται στη δημοσκόπηση με μεγαλύτερα επίπεδα εμπιστοσύνης σε σχέση τόσο με τις κυβερνήσεις όσο και με τα μίντια.
Εννέα στους δέκα ερωτηθέντες απάντησαν ότι θέλουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι να εκφράζονται ανοιχτά για τις επιπτώσεις της πανδημίας και για εργασιακά και κοινωνικά ζητήματα και πάνω από τα δύο τρίτα των πολιτών θα ήθελαν οι διευθύνοντες σύμβουλοι να παρεμβαίνουν όταν οι κυβερνήσεις δεν διαχειρίζονται σωστά τα προβλήματα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Reuters