Εννέα προτάσεις πολιτικής, δομημένες γύρω από τρεις άξονες, οι οποίοι καλύπτουν όλο το φάσμα της ασθένειας και τη διαχείρισή της, με σκοπό τη βελτίωση του «ταξιδιού» των γυναικών με καρκίνο του μαστού, περιλαμβάνει ο «Οδικός Χάρτης» για την αντιμετώπιση της νόσου, που παρουσιάστηκε σήμερα, σε ειδική εκδήλωση που διοργανώθηκε από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), την Εταιρεία Ογκολόγων-Παθολόγων Ελλάδος (ΕΟΠΕ) και την Ελληνική Εταιρεία Έρευνας και Αντιμετώπισης του Ιού των Θηλωμάτων (HPV), σε συνεργασία με τους Συλλόγους Ασθενών «ΑγκαλιάΖΩ», «Άλμα Ζωής» και «ΚΕΦΙ», στο πλαίσιο των δράσεων ενημέρωσης και πρόληψης για τον καρκίνο της γυναίκας.
Οι προτάσεις προέκυψαν από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων έρευνας, της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, που εστίασε στις συνθήκες πρόσβασης των ασθενών με καρκίνο του μαστού στις υπηρεσίες υγείας.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ
Η έρευνα κατέγραψε ότι οι ασθενείς με καρκίνο του μαστού αντιμετωπίζουν προβλήματα πρόσβασης στο σύστημα Υγείας, ενώ ο προσυμπτωματικός έλεγχος είναι ανεπαρκής. Το 75,8% των γυναικών δήλωσαν ότι γνώριζαν να κάνουν ψηλάφηση μαστού, εντούτοις το 49% δεν είχε κάνει ποτέ αυτοεξέταση. Μία στις τρεις γυναίκες δεν είχε επισκεφτεί ποτέ γιατρό για ψηλάφηση, το 35,7% δεν είχε κάνει ποτέ μαστογραφία και το 53% δεν είχε κάνει ποτέ υπέρηχο μαστών .
Το 30,8% των γυναικών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό για ψηλάφηση/υπέρηχο και το 26,5% των γυναικών ανέφερε εμπόδια στην πρόσβαση σε προληπτική μαστογραφία, με συνηθέστερα αίτια την υπερβολική απασχόληση σε άλλους τομείς της ζωής, την αμέλεια και το κόστος. Το 69,30% των γυναικών οδηγήθηκε στη διάγνωση λόγω κάποιου συμπτώματος, ενώ μόνο το 30,70% οδηγήθηκε στη διάγνωση μέσω προληπτικού ελέγχου.
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ
Οι γυναίκες καθυστέρησαν σημαντικά να απευθυνθούν σε γιατρό στην περίπτωση που είχαν εντοπίσει κάποιο σύμπτωμα, σε σύγκριση με την περίπτωση που είχαν υποβληθεί σε προληπτικό έλεγχο. Ως εμπόδια στην πρόσβαση σε γιατρό ανέφεραν τη λίστα αναμονής για ραντεβού (σε ποσοστό 17,1%), την απουσία ειδικότητας στον τόπο διαμονής (14,7%) και την ύπαρξη υπηρεσίας υγείας σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο κατοικίας (12,3%).
Ακρογωνιαίο λίθο, αποτελεί η πρόληψη και η έγκαιρη διάγνωση και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, με σκοπό να εμφυσήσουν την έννοια και τη σημασία της πρόληψης στο γυναικείο πληθυσμό και να άρουν τα εμπόδια της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, είναι: Ενίσχυση του ρόλου των δομών δημόσιας υγείας και πρωτοβάθμιας φροντίδας και ευαισθητοποίηση του πληθυσμού σχετικά με την πρόληψη.
ΤΑ ΚΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
Η έρευνα καταγράφει κενά και αδυναμίες του συστήματος υγείας, σε ό,τι αφορά την καθοδήγηση της ασθενούς στις υπηρεσίες υγείας και την έγκαιρη διάγνωση της νόσου.
Ειδικότερα, οι γυναίκες που εντοπίζουν κάποιο σύμπτωμα απευθύνονται σε γιατρό, κατά μέσο όρο 35 μέρες μετά και επισκέπτονται περίπου 2,9 γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων, μέχρι να τις παραπέμψει κάποιος για περαιτέρω διερεύνηση της πιθανότητας καρκίνου του μαστού, έπειτα από 18 ημέρες, κατά μέσο όρο.
Άλλωστε, οι ίδιες οι γυναίκες θεωρούν ότι οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις υπήρξαν από το πρώτο σύμπτωμα έως την πρώτη επίσκεψη στο γιατρό (27%) και από την πρώτη επίσκεψη έως τη διάγνωση (41%).
Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει με την διάγνωση, θεραπευτική αντιμετώπιση και παρακολούθηση. Σκοπός των πολιτικών αυτών είναι να βελτιώσουν το «ταξίδι» των ασθενών, από τη διάγνωση, κατά τη διάρκεια της θεραπείας και της αποκατάστασης, στο στάδιο της παρακολούθησης, ώστε να έχουν όλοι οι ασθενείς πρόσβαση σε αποτελεσματικές και ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Τα μέτρα που περιλαμβάνονται σε αυτό τον άξονα είναι η ανάπτυξη του ρόλου του συντονιστή γιατρού, ο οποίος θα έχει την ευθύνη για την καθοδήγηση και παρακολούθηση της ασθενούς στο σύστημα υγείας. Επίσης, ανάπτυξη ειδικών κέντρων αναφοράς και διαχείρισης του γυναικολογικού καρκίνου και ολιστική και διεπιστημονική προσέγγιση της νόσου.
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ
Ο τρίτος άξονας έχει να κάνει με την ενίσχυση της έρευνας, την αξιολόγηση των υπηρεσιών και την χρηματοδότηση της φροντίδας και οι πολιτικές που περιλαμβάνονται είναι: Συγκρότηση μητρώων ασθενών, μέτρηση αποτελεσμάτων με τη χρήση δεικτών και ανάπτυξη κατευθυντήριων οδηγιών, διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπευτικές παρεμβάσεις και η εξασφάλιση σταθερής χρηματοδότησης για τη διαχείριση της νόσου.