Το goth είναι ένα είδος όπου η λεπτή γραμμή του θεϊκού και του γελοίου δεν είναι ορατή από όλους και συχνά, κάποιοι την ξεπερνάνε. Ειδικά όταν περνάνε και τα χρόνια.
Όχι όμως ο Πίτερ Μέρφι και κοντά του, ο Ντέιβιντ Τζέι, οι δύο από τους τέσσερις Bauhaus (πλην των Χάσκινς και Ας δηλαδή). Ο ηγέτης των Bauhaus και διαχειριστής του μουσικού φραντσάιζ που φέτος περιοδεύει υπό το γενικό τίτλο «40 χρόνια Bauhaus» (για να μην μπερδευτεί κανείς), ανεβαίνει στη σκηνή με τα παραφερνάλια του και παίζει το God in Alcove και το She’s in parties σαν να μην έχει περάσει μια μέρα.
Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, μπροστά σε ένα τίγκα γεμάτο Principal, τα πράγματα ήταν σοβαρά εξ αρχής: λευκές δαντέλες στο κοινό, κίτρινα φώτα από κάτω προς τα πάνω να πέφτουν στα μούτρα εξηντάρηδων περφόμερς και να τους κάνουν να φαίνονται ακόμα πιο απόκοσμοι, μπάντα που αν μοιραζόταν όλη το attitude του Ντ. Τζέι θα έφερνε ακόμα περισσότερο στο «μητρικό» συγκρότημα και τέλος, τα κομμάτια.
Τα κομμάτια των Bauhaus είναι μια ιστορία το καθένα από μόνο τους. Αυτά καθόρισαν σε συντριπτικό βαθμό όλο το ποστ πανκ-σκοτεινό μεταρομαντικό μουσικό χώρο του ροκ εν ρολ τη δεκαετία του ’80 και ειδικά ο Μέρφι με την ερμηνεία του, στιγμάτισε δεκάδες μουσικούς.
Σάββατο βράδυ στη σκηνή, υπενθύμισε γιατί συνέβησαν όλα αυτά, με έναν τρόπο που ούτε «σεβάστηκε» το μύθο, ούτε τον πρόσβαλε. Αναγκαστικά, ο Μέρφι ήταν το επίκεντρο μιας συναυλίας που θα μείνει για αρκετό καιρό στη μνήμη όσων ήταν εκεί και που τέλειωσε όπως τελειώνουν οι μύθοι, με τον πρώτο στίχο του σύγχρονου ροκ μεταρομαντισμού: Ziggy plays guitar, jamming good with Weird and Gilly.