Τον 19ο αιώνα, οι φωτιές μέσα στις πόλεις, είτε κατά λάθος είτε προσχεδιασμένα, δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο. Η κακή ρυμοτομία και η απουσία υποδομών πυρόσβεσης συντελούσαν στην καταστροφή. Οι πόλεις καίγονταν επίσης και λόγω πολέμων ή ακόμα και λόγω πολιτικής με νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες να διαμορφώνονται.
Τα Γιάννενα βίωσαν αρκετές πυρκαγιές. Η πιο μεγάλη πυρκαγιά που έχει καταγραφεί, έγινε το 1820 από τον Αλή πασά κατά την πολιορκία της πόλης από τα σουλτανικά στρατεύματα του Χουρσίτ πασά. Κάηκε σχεδόν όλη η πόλη (το μοναδικό αρχοντικό που γλίτωσε από την πυρκαγιά αυτή είναι το αποκαλούμενο σήμερα Σπίτι του Δεσπότη, πίσω από το εθνικό στάδιο). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι Γιαννιώτες αποκάλεσαν αυτό το γεγονός «μεγάλο χαλασμό».
Το 1859, μια ακόμη φωτιά εκδηλώθηκε στον προμαχώνα των Λιθαριτσίων, όπου βρίσκονταν οι οθωμανικοί στρατώνες, με τον βαλή των Ιωαννίνων Ρασήμ πασά να τους χτίζει εκ νέου δέκα χρόνια μετά (σ.σ. οι στρατώνες κατεδαφίστηκαν στα Λιθαρίτσια τη δεκαετία του ’60).
Ο Ρασήμ πασάς έμελλε να είναι αυτός που θα άλλαζε τη φυσιογνωμία μιας σημαντικής συνοικίας της πόλης: της περιοχής που σήμερα αποκαλείται ιστορικό κέντρο. Ο βαλής ήθελε να αναμορφώσει το παζάρι στην οδό Ανεξαρτησίας και τις γύρω οδούς, το οποίο βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Αντιμέτωπος με την άρνηση των πολιτών για εξωραϊσμό του παζαριού, χρησιμοποίησε τον εμπρησμό ως μέσο για την επίτευξη της εκ ρυμοτόμησης της περιοχής –οι ξύλινες κατασκευές συνέβαλαν τα μέγιστα για τη γρήγορη εξάπλωση της φωτιάς. Την επομένη κιόλας της πυρκαγιάς, οι μηχανικοί του Δήμου ξεκίνησαν τον νέο πολεοδομικό σχεδιασμό του παζαριού.
Την όποια ευθύνη πυρόσβεσης εκείνη την εποχή την είχαν οι στρατιωτικές δυνάμεις, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φάνηκαν πολύ πρόθυμοι… Σημειωτέον δε ότι το περιαστικό αισθητικό δάσος των Ιωαννίνων δεν υπήρχε τότε. Οι λόφοι ήταν γυμνοί λόγω της εντατικής βόσκησης και της ξύλευσης. Οι λόφοι ξεκίνησαν να γίνονται δάσος από τη δεκαετία του ’30 και μετά.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη άρχισε να παίρνει κάποια μέτρα αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Όπως αναφέρει ο λόγιος Δημήτρης Σαλαμάγκας (1894-1913) στα «Άπαντα», η αναγγελία εκδήλωσης πυρκαγιάς γινόταν με κανονιοβολισμούς από τις επάλξεις του Κάστρου: Ένας κανονιοβολισμός σε περίπτωση απλού κινδύνου (π.χ. για το παζάρι) και τρεις σε περίπτωση γενικότερου κινδύνου). Ο Σαλαμάγκας αναφέρει ακόμη ότι βασικό εργαλείο πυρόσβεσης ήταν η τουλούμπα, χειροκίνητη αντλία νερού. Η αντλία αυτή, όπως σημειώνει, κινούνταν με τροχούς. «Συμπληρωματικά, χρησιμοποιόνταν και οι ‘κάντζιες’, σιδερένιες δηλ. αρπάγες, σαν κόσσες, εφαρμοσμένες σε μακρυά κοντάρια για αποσύνδεση των ξύλινων υλικών της καιόμενης οικοδομής και πρόληψη έτσι της μετάδοσης στις γειτονικές της» προσθέτει. Αργότερα, σύμφωνα με την καταγραφή του, τα εργαστήρια στην αγορά-παζάρι της πόλης υποχρεώθηκαν να έχουν πρόχειρους και γεμάτους με νερό τενεκέδες.
Τον 20ο αιώνα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι μεγάλες πυρκαγιές που υπήρχαν επί οθωμανοκρατίας, τελείωσαν. Υπήρχε όμως ο β’ παγκόσμιος πόλεμος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου και λόγω των βομβαρδισμών, τα Γιάννενα απέκτησαν Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία στεγάστηκε για πολλά χρόνια στον Κουραμπά. Το Πυροσβεστικό Σώμα στην Ελλάδα είχε ιδρυθεί το 1930 επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου.
Τον προηγούμενο αιώνα, δύο ήταν οι φωτιές σε σημαντικά κτίρια που άφησαν το στίγμα τους στην πόλη: Η μία ήταν στο παλιό οθωμανικό διοικητήριο (στη θέση που βρίσκεται σήμερα το δημαρχείο Ιωαννίνων) όπου στεγάζονταν και τα δικαστήρια. Πιο συγκεκριμένα, φωτιά στο διοικητήριο μπήκε δύο φορές, μέσα σε δύο χρόνια. Η άλλη φωτιά ήταν στο αρχοντικό Ιωαννίδη, στη συμβολή των οδών Χαρ. Τρικούπη και Μιχ. Αγγέλου. Το αρχοντικό Ιωαννίδη αποτελούσε σημείο αναφοράς για το αστικό τοπίο των Ιωαννίνων. Κάηκε τη δεκαετία του ’70…
* Φωτογραφία από τη φωτιά στο πρώην οθωμανικό διοικητήριο στα τέλη της δεκαετίας του '20 (από το λεύκωμα "Ιωάννινα" του Ριζαρείου Ιδρύματος)