Πολύ πριν οι εργασιακοί παραλογισμοί που κυμαίνονται από τη «μείωση του χρόνου στην τουαλέτα» μέχρι την υποχρέωση εργαζόμενων να φοράνε πάνες γίνουν μια ανατριχιαστική καθημερινότητα, ο όρος «δεν μιλάμε στη δουλειά» ήταν ήδη της μόδας.
Στην Αγγλία φυσικά, από εκεί που ξεκίνησαν όλα: Η βιομηχανία, ο κοινοβουλευτισμός, ο νεοφιλελευθερισμός και φυσικά, το ποδόσφαιρο.
Ο Αλμπέρτο Προυνέτι ήταν υποχρεωμένος να μην μιλάει με τους άλλους εργαζόμενους σε ένα mall όπου καθάριζε τουαλέτες, είχε όμως όλους τους λόγους για να γράψει την ιστορία τη δική του, αλλά και του πατέρα του. Δύο εκδοχές της ίδιας αφήγησης, σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετικούς όρους. Ο ιταλός συγγραφέας βρέθηκε στα Γιάννενα, για την παρουσίαση των βιβλίων του και μίλησε με τον Τύπο Ιωαννίνων, για πολλά πράγματα.
Πολλές από αυτές τις εμπειρίες τις αποτύπωσε στα «108 μέτρα», το δεύτερο βιβλίο μιας τριλογίας, αλλά το πρώτο που μεταφράστηκε στα ελληνικά. Την εμπειρία των νέων working class heroes.
Βασικά, δεν επιτρεπόταν να μιλάω με κανένα. Θυμάμαι κάποτε συνάντησα την προϊστάμενη, βγαίνοντας από μια τουαλέτα που καθάριζα –σημειώνω ότι για να μιλήσουμε με τους συναδέλφους πηγαίναμε στις τουαλέτες ανδρών, που δεν μπορούσαν να μπούνε γυναίκες, άρα και η προϊστάμενη, το ίδιο έκαναν και οι συναδέλφισσες, αντίστροφα- και μου λέει: «Αλμπέρτο, τα αγγλικά σου βελτιώνονται!» και σκέφτηκα «γαμώτο, νοιάζεται για το πόσο καλά είναι τα αγγλικά μου», τα οποία παρεμπιπτόντως ήταν άθλια, κατάλληλα μόνο για… επιβίωση. Λέω λοιπόν «τι καλά, με καταλαβαίνετε πλέον» και μου απαντάει «ναι, δυστυχώς βέβαια δεν είναι σχολείο εδώ», οπότε εννοούσε στην πραγματικότητα «κλείσε το στόμα σου και πήγαινε να καθαρίσεις». Γι αυτό γράφω, γιατί ήθελα να δώσω την ιστορία μου, γιατί τότε, δεν μπορούσα να την πω
Το δεύτερο μεταφρασμένο (και αυτό από τον Βαγγέλη Ζήκο) είναι ο Αμίαντος, που χρονικά όμως προηγείται στην τριλογία. Είναι η ιστορία του εργάτη πατέρα του, ενός τυπικού working class hero.
O πατέρας Ρενάτο πέθανε από καρκίνο, μετά από τη μακρά του επαγγελματική έκθεση σε επικίνδυνα υλικά. Τότε, ο γιος Αλμπέρτο, επ αφορμή μιας μετά θάνατον αναγνώρισης για τα αίτια της ασθένειας του πατέρα, ο οποίος ωστόσο δεν κατάφερε να βγει σε πρόωρη σύνταξη –του το αρνήθηκαν-, κάθισε και έκανε ένα χάρτη με τα μέρη όπου ο πατέρας του είχε εργαστεί.
Ο πατέρας μου ήταν μεταλλεργάτης και πέθανε από καρκίνο το 2004, αποτέλεσμα της χρόνιας επαγγελματικής του έκθεσης σε υλικά όπως ο αμίαντος. Μετά το θάνατό του, στην οικογένεια νιώσαμε κάπως ένοχοι, γιατί δούλευε τόσο πολύ, για τόσα χρόνια, για να μη λείψει τίποτα, να σπουδάσουμε. Τότε όμως συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν δικό μας το λάθος. Είχε να κάνει με το πώς είναι υποχρεωμένος ο κόσμος να δουλεύει, να κάνει επικίνδυνα επαγγέλματα, να αποκομίζουν άλλοι πλούτο από αυτή τη δουλειά και εμείς να μένουμε με τις ασθένειες. Οπότε, είπα ότι πρέπει να γράψω την ιστορία της ασθένειας του πατέρα μου. Συνέπεσε με το γεγονός ότι μάθαμε πως ήταν εφικτό να διεκδικήσουμε να αναγνωριστεί η έκθεση του πατέρα σε επικίνδυνες συνθήκες, κάτι που προσπάθησε και ο ίδιος όσο ζούσε, αλλά του αρνήθηκαν πρόωρη σύνταξη.
Έτσι, αποτύπωσε τα πιο επικίνδυνα εργασιακά μέρη στην Ιταλία, τα οποία είχαν πλέον αποβιομηχανοποιηθεί, είχαν περιβαλλοντικά επιβαρυνθεί, οι εργάτες ασθενούσαν και χάνονταν.
Το τρίτο βιβλίο του, το οποίο αναμένεται στα ελληνικά, είναι μια αλληγορία και μια «συνομιλία γενεών». Ο Δάντης Αλιγκιέρι στην Κόλαση, ίσως να επέλεξε να μην περιγράψει το σημείο όπου βρίσκονταν οι εργάτες.
Το τρίτο βιβλίο είναι κάπως διαφορετικό. Προσπάθησα να κάνω μια παρωδία της «Κόλασης» του Δάντη, με επίκεντρο το μοντέρνο εργάτη. Ταυτόχρονα, είναι κάπως «θέμα γενεών» γιατί συνομιλώ με την κόρη μου για τον πατέρα μου. Φαντάσου το σαν τη «μοντέρνα κόλαση» με ένα κάλεσμα για αλληλεγγύη και εργατική πάλη, για μια εργατική τάξη που λένε ότι δεν υπάρχει, αλλά στην Ιταλία κάθε μέρα πεθαίνουν τρεις εργάτες, περίπου. Σαν ο Δάντης να μην ήθελε να μας πει για το κομμάτι με τους εργάτες, όπου συναντάω τον πατέρα μου. Αυτός, ξεκινάει ταξικό πόλεμο ενάντια στους αγγέλους, που κατ΄αυτόν, είναι… απεργοσπάστες, πιστοί υπηρέτες του μεγάλου αφεντικού. Ο πατέρας μου ποτέ δεν δέχθηκε το Θεό ως τέτοιον. Έλεγε ότι «είναι το αφεντικό σε ένα μεγάλο εργοστάσιο».
O Προυνέτι μεγάλωσε σε μια εργατική οικογένεια, κατάφερε να σπουδάσει, καθώς η εργατική τάξη κέρδισε το δικαίωμα να στέλνει τα παιδιά της στο πανεπιστήμιο, διάβασε πολύ, πήγε στην Αγγλία για να ξεφύγει από τις «παράξενες δουλειές που κάνεις αμα δεν έχεις επαφές, παρότι έχεις πτυχίο» και έπαιξε πολύ μπάλα. Μια από τις αγαπημένες του ατάκες είναι τα «κάστανα στις τσέπες».
…και μια από τις ποδοσφαιρικές αναμνήσεις του, όταν παλιοί συνάδελφοι του πατέρα του συγκρίνανε τις ικανότητές στου χορτάρι, με αυτές στο… χαρτί.
Ο Προυνέτι είναι και ένας άνθρωπος του καιρού και της κοινωνίας του όμως. Και με αφορμή τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων στη GKN στη Φλωρεντία, λέει ότι το περσινό καλοκαίρι ήταν καταπληκτικό και ο χειμώνας αναμένεται επίσης καλός.
Ετοιμαζόμαστε λοιπόν για ένα χειμώνα με αγώνες και αυτό είναι καταπληκτικό, γιατί κανείς δεν μπορεί να πει πλέον ότι η εργατική τάξη δεν υπάρχει… Να φανταστείς, γράφτηκε ένα τραγούδι γι αυτή την ιστορία και ήταν το χιτ του καλοκαιριού στην Τοσκάνη. Το τραγουδούσε ένα ολόκληρο γήπεδο, στον αγώνα της Φιορεντίνα με την Ίντερ, μέχρι που φάγαμε τρία γκολ…