Ένα ταξίδι δεν είναι απλώς μια μετάβαση. Είναι γνωριμία με τόπους και ανθρώπους, είναι ιδέες, είναι εμπειρίες, είναι εικόνες και εντυπώσεις, είναι έμπνευση. Κάθε ταξίδι συνδέεται με μια πλούσια θεματολογία: από την τουριστική βιομηχανία μέχρι τις συγκοινωνίες, από τη γεωγραφία μέχρι την ιστορία, από τη λογοτεχνία μέχρι την τέχνη και από την οικονομική και κοινωνική οργάνωση μέχρι την οικολογία.
Στο πλαίσιο συνεργασίας του με τον «Τύπο Ιωαννίνων», ο Γιάννης Παπαδημητρίου, δικηγόρος και ένας άνθρωπος με μεγάλη διαδρομή στην πολιτική ζωή του τόπου και στα κινήματα, γράφει «για τα δικά μας ταξίδια», για περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς προορισμούς, για τόπους που έχει επισκεφθεί ή σκοπεύει να επισκεφθεί. Και πάντα με την ιδιαίτερη αυτή ματιά του, που βάζει στο επίκεντρο τον ταξιδιώτη και όχι τον τουρίστα.
Προορισμός αυτής της εβδομάδας, η γερμανική πόλη Λύμπεκ.
typos-i
Του Γιάννη Παπαδημητρίου
Τις επόμενες μέρες η Σουηδική Ακαδημία επιλέγει τους νικητές των βραβείων Νόμπελ. Με την εξαίρεση του κόσμου των θετικών επιστημών, το κοινό ενδιαφέρεται κυρίως για τα βραβεία Ειρήνης και Λογοτεχνίας. Στο ερώτημα όμως, ποια πόλη στον κόσμο έχει την υψηλότερη αναλογία Νόμπελ ανά πληθυσμό, κατά πάσα πιθανότητα η απάντηση θα ήταν η Λυβέκη (Λύμπεκ) των 220.000 κατοίκων στο ομόσπονδο κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χολστάϊν της Βόρειας Γερμανίας.
Θα μιλήσουμε γι’ αυτά παρακάτω. Προς το παρόν ας προσανατολιστούμε τοπογραφικά. Η παλιά πόλη του Λύμπεκ βρίσκεται σ’ ένα οβάλ σχήματος νησί, μέσα στον ποταμό Τράβε, λίγα χιλιόμετρα πριν αυτός εκβάλει στη Βαλτική θάλασσα.
Με τους 7 γοτθικούς πύργους των 5 μεγάλων προτεσταντικών εκκλησιών να κυριαρχούν στον ορίζοντα και διατηρημένο, ή αναστηλωμένο μετά από τον πόλεμο, το 80 % της ιστορικής της φυσιογνωμίας, δεν ήταν τυχαία η πρώτη γερμανική πόλη, που το 1987 βρήκε θέση στη λίστα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Στο Λύμπεκ συνδυάστηκε για πρώτη φορά ο γοτθικός ρυθμός όχι με πέτρα αλλά με ντόπια υλικά, δηλαδή τούβλα.
Το «σήμα κατατεθέν» ωστόσο είναι άλλο: Το Χόλστεντορ με τους δίδυμους πύργους του, η δυτική πύλη των πρώην μεσαιωνικών οχυρώσεων, μία από τις δύο σωζόμενες σήμερα.
Πριν περάσουμε από κάτω του προς την παλιά πόλη, σταματάμε στις 6 αποθήκες αλατιού (Salzspeicher), που το 1922 φιλοξένησαν τα γυρίσματα της πρώτης ταινίας του γερμανικού εξπρεσιονισμού, του αριστουργήματος «Νοσφεράτου» του Φρίντριχ Μουρνάου.
Δέκα χρόνια αργότερα η εντυπωσιακή καλλιτεχνική άνθηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σταμάτησε με την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Πάντως, το Δημοτικό Συμβούλιο του Λύμπεκ αντιστάθηκε και απαγόρευσε στον Χίτλερ να κάνει προεκλογική συγκέντρωση, πράγμα που το πλήρωσε αργότερα. Πριν από κατοικία του Νοσφεράτου όμως (στην ουσία του Δράκουλα, που άλλαξε όνομα για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων), αυτές οι αποθήκες του 16ου αιώνα στήριξαν το εμπόριο του τόσο πολύτιμου για τη συντήρηση τροφίμων αλατιού και την ακμή της πόλης.
Το Λύμπεκ κατά τον Μεσαίωνα, εκτός από το πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Βόρειας Ευρώπης, υπήρξε η «βασίλισσα της Χάνσα», η ηγέτιδα πόλη της Χανσεατικής Ένωσης, ενός πανίσχυρου εμπορικού δικτύου γερμανικών πόλεων, που επηρέασε όχι μόνο την οικονομία αλλά και την πολιτική και τον πολιτισμό σε μια τεράστια περιοχή.
Ξεκινώντας από τις ανάγκες προστασίας από δασμούς και πειρατεία και επινοώντας τα ιστιοφόρα πλοία kloge της Βαλτικής, το δίκτυο επεκτάθηκε και στη Βόρειο θάλασσα, δημιούργησε εμπορικούς σταθμούς-οικισμούς και πέραν του γερμανικού χώρου (Νόβγκοροντ, Μπέργκεν, Λονδίνο και Μπρυζ) και επέζησε μέχρι το 1669. Μια καλή ιδέα της ιστορίας της Hansa παίρνει ο επισκέπτης στο ομώνυμο μουσείο μέσα στο ανακαινισμένο κάστρο-μοναστήρι στο βόρειο άκρο του νησιού ή στον σύνδεσμο https://www.hansemuseum.eu/en/ .
Οι συνεδριάσεις των αντιπροσώπων της Χανσεατικής Ένωσης συγκαλούνταν στο περίτεχνο Δημαρχείο του Λύμπεκ, στον κάθετο άξονα της παλιάς πόλης. Απέναντι βρίσκεται το καφέ Νιντερέγκερ, ονομαστό και για το ρόλο του στην κοινωνική ζωή της πόλης αλλά και για τα αμυγδαλωτά του (marzipan). Ένα μικρό μουσείο με «αμυγδαλωτές» ανθρώπινες φιγούρες αφηγείται και την ιστορία του γλυκίσματος.
Λίγο παραπέρα είναι το «σπίτι των Μπούντεμπρουκς», όπου έζησαν οι αδελφοί λογοτέχνες Τόμας και Χάινριχ Μαν. Το ομώνυμο πρώτο μυθιστόρημα του Τόμας, που για κάποιο λόγο στα ελληνικά μεταφράστηκε ως «Μπούντενμπροκ», του χαρίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.
Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία της παρακμής μιας αριστοκρατικής οικογένειας του Λύμπεκ, εκτεινόμενη στη διάρκεια 4 γενεών. Μυθοπλαστική μεν αλλά στηριγμένη στα βιώματα του συγγραφέα. Με την άνοδο του ναζισμού οι αδελφοί Μαν αυτοεξορίζονται στην Πράγα, το νέο κέντρο του γερμανικού αντιναζισμού, όπου συμμετέχουν στις καταγγελίες του καθεστώτος.
Και το δεύτερο Νόμπελ έχει να επιδείξει αντιναζιστικές περγαμηνές. Ο Βίλι Μπραντ, μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος από τα 17 του χρόνια, αυτοεξορίζεται το 1933 στη Νορβηγία. Επιστρέφοντας μετά από τον πόλεμο, ξεκινάει μια λαμπρή πολιτική καριέρα, που, με ενδιάμεσο σταθμό τη δημαρχία του Βερολίνου, τον οδηγεί στη θέση του Καγκελάριου (1969-1974). Το 1970 υλοποιεί την «Οστ πολιτίκ» της Δυτικής Γερμανίας, το άνοιγμα δηλαδή προς τις ανατολικές χώρες, και γονατίζει ευλαβικά μπροστά στο μνημείο του γκέτο της Βαρσοβίας. Επιβραβεύεται με το Νόμπελ Ειρήνης το 1971.
O Γκύντερ Γκρας και ο Βίλι Μπραντ
Ο Γκύντερ Γκρας δεν γεννιέται στο Λύμπεκ αλλά στο Ντάντσιχ, το σημερινό πολωνικό Γκντανσκ. Μετοικεί όμως με το τέλος του πολέμου και εγκαθίσταται στα περίχωρα της πόλης. Συμμετέχει σε ριζοσπαστικά λογοτεχνικά κινήματα (Gruppe 47), γράφει το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο», γίνεται στενός φίλος του Βίλι Μπραντ, αν και στηρίζει με επιφύλαξη τη σοσιαλδημοκρατία και αναδεικνύεται σε κριτική συνείδηση της Γερμανίας. Δεν διστάζει να ταχθεί ενάντια στη γερμανική ενοποίηση του 1989, την οποία αποκαλεί «προσάρτηση» ενώ αποκαλύπτει ένα πολύπλευρο ταλέντο ζωγράφου, γλύπτη και γραφίστα. Παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1999. Και μετά ξεσπάει το σκάνδαλο!
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι» αποκαλύπτει ότι σε ηλικία 17 χρόνων είχε στρατολογηθεί για λίγους μήνες στα Ες Ες. Η διαμάχη γι’ αυτή την ομολογία (γιατί το έκρυψε, πότε το είπε κλπ.) συνταράζει όχι μόνο τη γερμανική δημόσια ζωή αλλά και τους λογοτεχνικούς κύκλους παγκοσμίως.
Η Λυβέκη τιμάει τα Νόμπελ της και έχει μετατρέψει το Μπούντεμπρουκς, το σπίτι του Μπραντ και το ατελιέ του Γκρας σε μουσεία. Μεγαλύτερη απόλαυση όμως είναι το περπάτημα σ’ ένα περιβάλλον, που διατηρεί τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς περασμένων αιώνων και ένα πλούσιο απόθεμα πυραμιδωτών προσόψεων.
Μια ακόμη καινοτομία είναι τα περίφημα περάσματα και αυλές («Gänge und Höfe») της Λυβέκης. Τα πρώτα συνδέουν τον δρόμο με ήσυχες και καλαίσθητες αυλές, ελεύθερα προσβάσιμες στον επισκέπτη, που ανακαλούν μνήμες μεσαιωνικής πολεοδομίας. Ρίξτε μια ματιά τουλάχιστον σε κάποιες αντιπροσωπευτικές, π.χ. την Γκλάντορπς.
Αξίζει επίσης μια βόλτα - με λεωφορείο, τραίνο, ακόμα και πλοίο - μέχρι το επίνειο της πόλης, το Τραβεμούντε (= στόμιο του Τράβε) στις εκβολές του ποταμού. Επειδή οι παλιοί του κάτοικοι ζητούσαν διόδια, το 1320 οι έμποροι της Λυβέκης το αγόρασαν και εξασφάλισαν δωρεάν έξοδο στη Βαλτική. Από τον 19ο αιώνα μετατράπηκε σε κοσμοπολίτικο θέρετρο, με θαλάσσιο και ποτάμιο μέτωπο.
Το πρώτο είναι γεμάτο από τις χαρακτηριστικές ξύλινες καμπίνες λουομένων και το δεύτερο από όμορφα κτίρια και κήπους. Λίγο πιο μέσα στον Τράβε ξεκινούν τα φέρυ για τις σκανδιναβικές χώρες. Ένα τοπικό φέρυ επικοινωνεί με την απέναντι λωρίδα γης, τη χερσόνησο Πρίβαλ, που έχει κι' αυτή την ιστορία της. Από πρώην αεροδρόμιο για τα Ζέπελιν, το Πρίβαλ βρέθηκε να τέμνεται μεταξύ των δύο Γερμανιών στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και το δυτικό κομμάτι απέκτησε χαρακτήρα απομονωμένου νησιού. Ιδανικό σημείο για να σπεύσουν γυμνιστές, οι οποίοι ίδρυσαν κάμπιγκ υπό τα, ευτυχή υποθέτω, βλέμματα των Ανατολικογερμανών φρουρών.
Η διχοτόμηση πάντως διατήρησε τα οικολογικά χαρακτηριστικά της χερσονήσου, που σήμερα είναι θεσμοθετημένη περιοχή προστασίας.
Πριν φύγουμε, δοκιμάζουμε και ένα σάντουιτς με ψάρι (fishbrötchen). Ένα από αυτά, με ρέγγα, αγγούρι τουρσί, κρεμμύδι και μαγιονέζα, ήταν το αγαπημένο του Πρώσου καγκελάριου Μπίσμαρκ και φέρει το όνομά του. Εγώ συμμερίζομαι το γούστο του αλλά οφείλω να παραδεχθώ ότι η αποδοχή δεν είναι ομόθυμη!
Εν πάση περιπτώσει, για πιο πλούσιες γαστρονομικές εμπειρίες ενδείκνυται το εστιατόριο, που στεγάζεται στην ιστορική λέσχη Χάους ντερ Σιφεργκεσέλσαφτ της συντεχνίας των ναυτικών της Λυβέκης. Στην είσοδο δεσπόζει το απόφθεγμα «Είναι αδύνατο να αρέσεις σε όλους»!
Πρακτικές πληροφορίες μετάβασης από τα Γιάννενα:
- Η εταιρία Sundair κατά τη θερινή περίοδο συνδέει το αεροδρόμιο της Λυβέκης με την Κέρκυρα. Από εκεί χρειάζονται 20 λεπτά με τραίνο ή λεωφορείο μέχρι τον αντίστοιχο σταθμό στην είσοδο της πόλης. -Το κοντινότερο μεγάλο αεροδρόμιο είναι του Αμβούργου, όπου προσγειώνονται πολλές πτήσεις από την Ελλάδα: σε ετήσια βάση της Aegean (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) και της Eurowings (Θεσσαλονίκη) και εποχικές της Eurowings, της Condor και της Marabu (Κέρκυρα όλες, η τελευταία και Άκτιο). Συνήθως υπάρχουν λεωφορεία κατευθείαν για Λυβέκη αλλά όχι αυτή την εποχή. Η διαδρομή με τραίνο (αλλαγή στον κεντρικό σταθμό του Αμβούργου) θα απαιτήσει μιάμιση ώρα. |