Τα παραδοσιακά και διατηρητέα κτίρια είναι το μεγάλο πολιτιστικό απόθεμα των Ιωαννίνων. Είναι αυτά που προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα της πόλης. Πέραν κυρίως της προστατευόμενης ζώνης του ιστορικού κέντρου, η σύγχρονη πόλη διαθέτει και κάποια νεότερα κτίρια που παρουσιάζουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Ο «Τύπος Ιωαννίνων» επιχειρεί μια γνωριμία με τα κτίρια αυτά. Ζητήσαμε από τέσσερις αρχιτέκτονες και έναν φοιτητή της Αρχιτεκτονικής Σχολής να γράψουν για ένα νεότερο κτίριο της προτίμησής τους, ένα κτίριο που ξεχωρίζουν.
Με τα κείμενά τους, μάς δίνουν την ευκαιρία να δούμε αλλιώς κτίρια που βλέπουμε καθημερινά ή κτίρια που προσπερνάμε, αλλά κυρίως να μας θυμίσουν, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί τον καθρέφτη της ίδιας της κοινωνίας, του πολιτισμού της και των επιλογών της…
Ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Νίκος Πατσαβός γράφει για το Κέντρο Παραδοσιακής Βιοτεχνίας Ιωαννίνων (ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι.).
του Νίκου Πατσαβού
Με αφετηρία το 1977, όταν η Ε.Τ.Β.Α., ο Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ., ο Ε.Ο.Τ. και ο Δήμος Ιωαννιτών ξεκίνησαν τη διαβούλευση για το Κέντρο Παραδοσιακής Βιοτεχνίας Ιωαννίνων, αυτό που ακολούθησε, μέχρι τα εγκαίνια του πωλητήριου την 21η Φεβρουαρίου 2005, παρουσία του τότε ΠτΔ Κωστή Στεφανόπουλου για την ετήσια εορτή της απελευθέρωσης της πόλης, αναπαριστά με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά στάδια ωρίμανσης μιας δημόσιας αρχιτεκτονικής επένδυσης στη χώρα.
Σε συνέχεια του πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού του 1986, οι αρχιτέκτονες Δημήτρης και Σουζάνα Αντωνακάκη, κατέθεσαν, το 1989, την οριστική μελέτη στη βάση της οποίας ξεκίνησε μια μακρόσυρτη, επεισοδιακή, διαδικασία κατασκευής σε φάσεις. Όταν το ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι. έφτασε να λειτουργεί, μεγάλο κομμάτι του κτηρίου ήταν ήδη πεπαλαιωμένο, οι μελέτες είχαν, σε πολλά καίρια σημεία τους, τροποποιηθεί κατά την εφαρμογή, ενώ, και ίσως εδώ εντοπίζεται το πλέον σημαντικό, ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης του Κέντρου δεν απαντούσε πλέον στα αιτήματα και τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Επιπρόσθετα, το αρχικό οικόπεδο είχε περιοριστεί με την απόσπαση εκείνων των όμορων τμημάτων που θα εξασφάλιζαν την οργανικότερη ένταξη στον υφιστάμενο αστικό ιστό.
Η συζήτηση για το ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι., αν και, προφανώς, στο στενό πλαίσιο του παρόντος σημειώματος, δεν μπορεί να αναπτύξει τις ευρέως αναγνωρισμένες συνθετικές αρετές της μελέτης, αποσκοπεί κυρίως στην ανάδειξη της στρατηγικής διάστασης κάθε ανάλογου εγχειρήματος για την ανάπτυξη της κοινωνίας, της οικονομίας και του αστικού περιβάλλοντος της πόλης μας.
Το ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι. σχεδιάστηκε από τους Αντωνακάκη με γνώμονα την «διείσδυση στον περιβάλλοντα αστικό ιστό και την οργανική σύνδεσή του με τη λίμνη». Δύο κτήρια-«τοίχοι» αναπτύσσονται κατά μήκος της λεωφόρου Μακαρίου προστατεύοντας ηχητικά και οπτικά τις τρεις μεγάλες εσωτερικές πλατείες γύρω από τις οποίες συντάσσονται οι τρεις βασικές χωρικές ενότητες του συγκροτήματος. Ανάλογα, αν και το σύνολο προκύπτει με την επανάληψη τυποποιημένων μονάδων, ο τρόπος διαχείρισης του μεγέθους των επιμέρους όγκων και της επεξεργασίας τους μεταφέρει, λειτουργικά και αντιληπτικά, το κτήριο πολύ πιο κοντά στην κλίμακα του ανθρώπου και της πόλης.
Αν αποδεχτούμε ότι το ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι. αποτελεί, σήμερα, το μνημείο μιας μεγάλης χαμένης ευκαιρίας, όχι για την παραδοσιακή τέχνη της αργυροχοΐας, αλλά, κυρίως, για την πόλη των Ιωαννίνων, αυτό που μπορούμε και οφείλουμε, ταυτόχρονα, να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι το μοναδικό αυτό αρχιτεκτονικό συγκρότημα προσφέρει μια αντίστοιχα σημαντική ευκαιρία. Οι βασικές προθέσεις του έργου, έχουν ήδη πραγματωθεί. Το κτήριο, με τα όποια σημάδια φθοράς, είναι ήδη εκεί.
Αυτό που τώρα απομένει είναι ο άμεσος συλλογικός ανασχεδιασμός του ρόλου που θα του ανατεθεί για την από εδώ και πέρα εξέλιξη των Ιωαννίνων. Αυτή τη φορά, δε θα χρειαστεί η αναμονή τεσσάρων και πλέον δεκαετιών.