Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι επιτελική. Δεν διαθέτει αυτές τις ικανότητες ως σύνολο. Έχει κάποιους ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να προσθέσουν κάτι σε αυτό που τους έχει ανατεθεί ως αρμοδιότητα, κυρίως όπως το καταλαβαίνουν οι ίδιοι. Βασικά όμως διαθέτει πολλά μέλη, πολύ περισσότερα από όσα απαιτεί ένας λειτουργικός κυβερνητικός μηχανισμός (αλλά και πάλι, λιγότερα από όσα χρειάζεται η επιτέλεση των συμφερόντων) που κάνουν δύο ειδών πράγματα: ή νομοθετούν μια σειρά αποφάσεις που συχνά είναι πολύ αμφισβητήσιμες ή, όταν τα συμφέροντά τους απειλούνται, καταφεύγουν στην καταστολή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπόρεσε να διαχειριστεί την πανδημία, ως καθ’ ύλην αρμόδια (όχι, δεν υπάρχει η ατομική ευθύνη σε αυτό το επίπεδο), μόνο όσο άκουσε σχεδόν ευλαβικά τους ειδικούς που συνεργάστηκαν μαζί της και ανέστειλε την κοινωνική δραστηριότητα.
Σε πραγματικές συνθήκες αδυνατεί χαρακτηριστικά να προβλέψει την πορεία της πανδημίας και αγνοεί συστηματικά τους ειδικούς που το κάνουν. Αδυνατεί επίσης να κρατήσει σε ένα στοιχειώδες επίπεδο την «κανονικότητα» που ευαγγελίζεται.
Επιστρατεύει την επιτελικότητα που διαθέτει μόνο σε ένα πεδίο: την καταστολή. Από τον υπουργό «ειδικών αποστολών» κ. Σκέρτσο μέχρι τον τελευταίο ανεμβολίαστο ή εμβολιασμένο αστυνομικό των ΜΑΤ, υπάρχει μια σχεδόν συνομωσιολογική πλέον τακτική: Όλοι εχθροί πλην ημών.
Ο υφυπουργός ΠροΠο κ. Οικονόμου είπε τις προάλλες στη Βουλή ότι η αστυνομία δεν πρέπει να αντιμετωπίζει κριτική περί σεβασμού νόμων και συντάγματος, γιατί «καθημερινά επιτελεί με υψηλό αίσθημα ευθύνης την αποστολή της, με απόλυτο σεβασμό στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και ιδιαίτερα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο την οποία διερχόμεθα, τόσο από πλευράς εξωτερικών όσο και εσωτερικών απειλών». Σοβαρά τώρα; Ο υφυπουργός θεωρεί ότι υπάρχουν «εσωτερικές απειλές» το 2021;
Αυτή όμως είναι και η πεμπτουσία της κυβερνητικής λογικής: καταστολή, ακόμα και στα λάχανα, σαν το πιπέρι. Απόσταση από κάθε άλλη κοινωνική αποστολή (θεωρητική έστω) μιας εξουσίας, να εμπνεύσει δηλαδή εμπιστοσύνη. Αντ' αυτής, φουλ επίθεση σε όλους με όπλα τον κοινωνικό αυτοματισμό, ο οποίος εκτός όλων των άλλων, τρέφει και γιγαντώνει τις συνωμοσιολογικές αντεμβολιαστικές και αντιπανδημικές θεωρίες.
Ο φετινός Νοέμβριος όμως είναι κάπως διαφορετικός. Η κυβέρνηση έχει ήδη υποσχεθεί δύο φορές ότι «βγαίνουμε από το τούνελ» της πανδημίας και έχει πέσει και τις δύο έξω. Προειδοποιήθηκε ότι δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για μια σειρά λόγους: Γιατί δεν ενίσχυσε ποτέ πραγματικά το ΕΣΥ, επιστρατεύοντας αστεία επιχειρήματα τύπου «δεν μπορούμε να έχουμε πολυτελές σύστημα υγείας», γιατί απέτυχε παταγωδώς να φέρει έγκαιρα σε πέρας το τόσο αναγκαίο εμβολιαστικό πρόγραμμα, αρκούμενη σε επικοινωνιακά μαγειρέματα αριθμών και στατιστικών που δεν αντικατόπτριζαν την πραγματικότητα, γιατί έκανε αλχημείες στα σχολεία, ίσα για να μην υπάρχει το «κακό στατιστικό» των κλειστών τμημάτων κ.ο.κ.
Τώρα, ο πρωθυπουργός ξεκαθαρίζει ότι «δεν θα κλείσει τίποτα», αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο χειμώνας αυτός θα βγει με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας. Και συνεχίζει την καταστολή απόψεων, ανθρώπων, δικαιωμάτων, με τρόπο που εκθέτει ανεπανόρθωτα τον ίδιο, τους βουλευτές του και το υποτιθέμενο φιλελεύθερο πολιτικό αυτοπροσδιορισμό του.