Εκδήλωση για την επέτειο του Πολυτεχνείου διοργανώνει το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών την Τετάρτη 17 Νοεμβρίου, στις 20:00, στην αίθουσα «Β. Πυρσινέλλας». Η εκδήλωση θα ξεκινήσει με ομιλία του δημάρχου Ιωαννίνων, Μωυσή Ελισάφ.
Μετά τον δήμαρχο, μουσικό Σύνολο του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Χλίτσιου θα ερμηνεύσει την «Κατάσταση Πολιορκίας» σε ποίηση Ρένας Χατζηδάκη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Σολίστ στο τραγούδι η Μπέττυ Χαρλαύτη και ο Κώστας Θωμαΐδης.
Στο Μουσικό Σύνολο του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων συμμετέχουν οι:
Ελευθέριος Καραγιάννης, κλαρινέτο, Μαρία Μεσσάρη, φλάουτο, Γεωργία Αναστάση, πιάνο, Αναστάσιος Ντάφλος, κρουστά, Διονύσιος Ζώης, κρουστά.
Η «Κατάσταση Πολιορκίας» εντάσσεται παράλληλα στον πρώτο κύκλο του αφιερώματος στο Μίκη Θεοδωράκη. Θα ερμηνευτούν τα μέρη: Εισαγωγή, Καθώς το παιδί που σημαδεύεται, Μακριά, πολύ μακριά και Ο χρόνος παραμορφώθηκε.
Όπως αναφέρεται και σε σχετικό σημείωμα, η Ρένα Χατζηδάκη ήταν κόρη της συγγραφέα Λιλής Ζωγράφου. Ο Μίκης Θεοδωράκης, εξιστορώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραψε τα τραγούδια, που περιέχονται στο «Resistance», ένα άλμπουμ με σπάνιες κρυφές ηχογραφήσεις της περιόδου της δικτατορίας, που διασώθηκαν στη Γερμανία, περιγράφει πώς γνώρισε τη Ρένα Xατζηδάκη και πώς μελοποίησε την «Κατάσταση Πολιορκίας»:
«Χάριν στους φίλους μου της Γερμανίας θα μάθουν και οι συμπατριώτες μου, έστω και με καθυστέρηση 35 και πλέον χρόνων, ότι την εποχή της χούντας υπήρξαν και μερικοί ‘κουζουλοί’, που άφησαν τα σπίτια τους και μπήκαν στην παρανομία για να υπερασπίσουν με τον τρόπο τους τις καταπατημένες μας ελευθερίες. Θα είναι καλό επίσης να μάθουν ότι το τίμημα γι αυτές τους τις πράξεις ήταν: Γενική Ασφάλεια-Βασανιστήρια-Φυλακή.
Ένας από αυτούς και εγώ και ένα από τα δικά μου ‘όπλα’ η μουσική. Μια μουσική που να καταγγέλλει, από τη μια μεριά, και να εμπνέει και να ξεσηκώνει, από την άλλη. Ξεφεύγοντας τη σύλληψη, τη νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου, ταλαιπωρήθηκα έως ότου βρω ένα ασφαλές καταφύγιο. Εκεί, συνέταξα τη Διακήρυξη για την Ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου και μαζί έγραψα τα τρία τραγούδια της Νέας Αντίστασης. Τα κείμενα θα έπρεπε να είναι απλά, άμεσα, για να γίνουν καταληπτά από κάθε πατριώτη, που ένιωθε πάνω στο πετσί του την καταπίεση και την ντροπή και είχε μέσα του τη φλόγα του αγώνα για την Ελευθερία. Ζήτησα δύο μαγνητόφωνα ώστε να πολλαπλασιάσω τη φωνή μου και να δίνω την αίσθηση της χορωδίας. =
Πράγματι, στην Ασφάλεια, που βρέθηκα έπειτα από έξι μήνες, με ρωτούσαν για το ποιοι τραγουδούσαν μαζί μου. Χειρότερη, όμως, ήταν η τύχη των συντρόφων μου, που τους βασάνιζαν για να ομολογήσουν ότι συμμετείχαν στη… φωνοληψία! H κασέτα αυτή, με τα τρία τραγούδια, έφτασε στο Παρίσι, όπου το ΚΚΓ την έκανε χιλιάδες δίσκους, που έφτασαν παντού! Ως τη μακρινή Αυστραλία, όπου ζούσαν Έλληνες. Αργότερα, η Μελίνα τραγουδούσε παντού ‘Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχη, Ελευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει’…
Όπως είπα, πιάστηκα τον Αύγουστο του 1967 και έμεινα στη Γενική Ασφάλεια ως τον Οκτώβριο, οπότε με μετέφεραν στο νοσοκομείο των Φυλακών Αβέρωφ ‘Άγιος Παύλος’ σε κακή κατάσταση λόγω του ότι έκανα απεργία πείνας. Κατά τη διάρκειά της, και έως ότου χάσω τις αισθήσεις μου, θυμάμαι ότι ένα μεσημέρι, που χαλάρωναν τα μέτρα, είδα θολά πάνω απ’ το κεφάλι μου μια γυναικεία φιγούρα. Απέναντι απ’ το κελί μου είχαν τις γυναίκες και φαίνεται ότι μία απ’ αυτές, με τη συνενοχή κάποιων φρουρών, μπόρεσε να μπει στο κελί μου. Ήταν η Ρένα Χατζηδάκη, που μου χάιδεψε το μέτωπο και μου έβρεξε τα ξεραμένα μου χείλη. Μου είπε το όνομά της και πρόσθεσε πως όλοι βρίσκονται στο πλευρό μου, εννοώντας τους συγκρατουμένους στη Γενική Ασφάλεια. Αυτό μου έδωσε ελπίδα και δύναμη γιατί ένιωσα ότι δεν είμαι μόνος.
Αργότερα, όταν βρέθηκα στις Φυλακές Αβέρωφ, καθώς κάναμε βόλτα στο προαύλιο, κάποιος μου έδειξε τα παράθυρα της διπλανής φυλακής των γυναικών και μου είπε: ‘Κάποιες σε χαιρετούν…’. Είδα δυο-τρία πρόσωπα πίσω από τα κάγκελα. Στα χέρια τους κρατούσαν άσπρα μαντήλια και τα ανέμιζαν στέλνοντάς μου χαιρετίσματα. Μία απ’ αυτές ήταν η Ρένα Χατζηδάκη.
Από το Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 1968 ήμουν ‘ελεύθερος’ και ζούσα ανάμεσα Αθήνα και Βραχάτι συνοδευόμενος από κουστωδία αστυνομικών. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να επισκεφθώ κανέναν φοβούμενος ότι θα τον ‘κάψω’. Έτσι, περιορίστηκα σε πρώην κρατουμένους, που δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Μία από αυτούς ήταν και η Σίλβα Ακρίτα, που, μόλις βγήκε από τη φυλακή, έσπευσα να την επισκεφθώ στο σπίτι της, στη Φιλοθέη. H συγκίνησή μας ήταν πολύ μεγάλη, όμως πιο μεγάλη χαρά έδειχνε η κορούλα της, η Έλενα, που είχε μεγαλώσει και που η έλλειψη της μαμάς της την είχε πληγώσει βαθιά.
H Σίλβα και η Ρένα είχαν γίνει φίλες στην Ασφάλεια. Στη συνέχεια βρέθηκαν στο ίδιο κελί και στη φυλακή. Μου λέει λοιπόν: ‘αυτή η κοπέλα είναι μεγάλη ποιήτρια. Μόνο που μόλις μας διάβαζε ένα της ποίημα, αμέσως μετά, το έσκιζε. Να, χθες έγραψε ένα υπέροχο κείμενο, που το έχω στο συρτάρι και που φοβάμαι ότι, μόλις επιστρέψει, θα το καταστρέψει. Ξέρεις, επειδή είναι μόνη, μένει προσωρινά μαζί μας’. Την παρακάλεσα να με αφήσει να το διαβάσω. ‘Κάνε γρήγορα’, μου λέει η Σίλβα, ‘γιατί όπου να ’ναι θα γυρίσει’.
Ειλικρινά, σήμερα δεν θυμάμαι αν εκείνη την ώρα αντέγραψα το ποίημα ή αν το πήρα με το έτσι θέλω μαζί μου. Γιατί με το πρώτο διάβασμα γοητεύτηκα τόσο πολύ, που δεν θα αποχωριζόμουν με τίποτε ένα τέτοια αριστούργημα.
Σε λίγη ώρα οδηγούσα το αυτοκίνητο στη διαδρομή προς Βραχάτι και φαίνεται ότι, επειδή είχα ζωντανές τις λέξεις στο μυαλό μου, γινόταν μέσα μου μια μυστική προεργασία. Αλλιώς δεν εξηγείται το ότι μόλις έφτασα στο Βραχάτι, κάθισα στο πιάνο και, όταν σε λίγο σηκώθηκα, είχα συνθέσει με μια ανάσα την Κατάσταση Πολιορκίας. Ευθύς, άρχισα να την τραγουδώ απ’ το πρωί ως το βράδυ μόνος, μόνο και μόνο για να την ακούω εγώ ο ίδιος. Μια απ’ αυτές τις αμέτρητες φορές την μαγνητοφώνησα για να την στείλω στη Σίλβα και στη Ρένα. Και αυτό ακριβώς το αντίγραφο, που το είχε φυλάξει η Χατζηδάκη, μου το έδωσε πριν από λίγα χρόνια για να το στείλω στη Γερμανία και να μπει τελικά στο CD αυτό.
Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε στο κοινό δύο φορές: την πρώτη στο Μουσικό Αύγουστο 1977 και τη δεύτερη στη Στοά του Βιβλίου, στα 1999, με ερμηνευτή τον υποφαινόμενο, ελλείψει Έλληνα τραγουδιστή.
Τον Αύγουστο του 1968 με συνέλαβαν και πάλι για να με πάνε στη Ζάτουνα, όπου μέσα σε έναν μήνα ήρθε κοντά μου και η Μυρτώ με τη Μαργαρίτα και το Γιώργο. Δεν ξέρω αν υπήρξε τότε άλλη οικογένεια κρατούμενη, απομονωμένη σε ένα έρημο χωριό με 20 φρουρούς να μην αφήνουν άνθρωπο να τους πλησιάσει. Μου επέτρεψαν, όμως, να έχω πιάνο και έτσι το μικρό δωμάτιο, στο οποίο μέναμε όλοι μαζί, γέμισε με καινούργιες μουσικές, που συχνά έφταναν στην άκρη του κόσμου καθώς τις στέλναμε έξω – με χίλιους μυστικούς τρόπους – και τις έπαιρναν το Λονδίνο, η Μόσχα, το Παρίσι και η Deutsche Welle. Ένα από τα έργα, που έγραψα τότε, στα 1969, ήταν και το Πνευματικό Εμβατήριο.
H φωνοληψία, που υπάρχει σε αυτό το CD, θα πρέπει να είναι αυτή που στείλαμε στην Αθήνα κι από κει πήγε στο εξωτερικό. Εκεί, στο Λονδίνο, το έργο παίχτηκε στο Royal Albert Hall, την άνοιξη του 1970, με ενορχηστρωτή Άγγλο συνθέτη. Το Μάιο του ίδιου έτους, βρέθηκε όλη η οικογένεια ελεύθερη, στο Παρίσι. Εκεί, οι Έλληνες του Λονδίνου μού ζήτησαν να το διευθύνω, επίσης, στο Royal Albert Hall κι εγώ έκανα μια νέα ενορχήστρωση. Έτσι, λίγους μήνες μετά τη φυλακή (μετά τη Ζάτουνα με πήγαν Ωρωπό κι από κει στις φυλακές της 'Σωτηρίας'), ελεύθερος πια, διευθύνω το Πνευματικό Εμβατήριο και αφιερώνω αυτή την εκτέλεση στους συντρόφους, που ήσαν ακόμα δεσμώτες, και στο Ρίτσο προσωπικά, που εξακολουθούσε κι αυτός να είναι κρατούμενος».
Στην εκδήλωση θα ακουστούν και άλλα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Πνευματικού Κέντρου, η είσοδος επιτρέπεται μόνο σε εμβολιασμένους ή νοσήσαντες (εντός 6μηνου).