Ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιώργος Σμύρης, με κείμενό του στον «Τύπο Ιωαννίνων», προχωρά σε μια διαφορετική «ανάγνωση» ενός σημαντικού κτιρίου και επιχειρεί να δώσει το έναυσμα για μια συζήτηση σε αρχιτεκτονικό επίπεδο, σε πρώτη φάση.
Του Γιώργου Σμύρη
Το αστικό τοπίο, για να χρησιμοποιήσω τους νέους όρους ανάγνωσης του αστικού μας περιβάλλοντος, πολλές φορές κρύβει εκπλήξεις, όταν κριτικά ενσκήψουμε με την ματιά του ιστορικού ερευνητή.
Όχι γιατί θα πρέπει να αναζητήσουμε τους χαμένους παραδείσους του παρελθόντος -άλλη επικίνδυνη τάση των σύγχρονων κοινωνιών-, αλλά ως συνιστώσα αυτογνωσίας και βάση για την δημιουργία νέων οριζόντων σκέψης και νέου σχεδιασμού. Εξάλλου η χωρογνωσία, η ορατή αλλά και η κρυμμένη γοητεία του κάθε τόπου και τα επακόλουθα της κάθε αρχιτεκτονικής που φιλοξενείται σε αυτόν, αποτελεί κατά βάση την πεμπτουσία της αρχιτεκτονικής σκέψης.
Η αναζήτηση των συνθηκών που γέννησαν διαχρονικά τα οικοδομήματα συνήθως παραβλέπεται μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα, που διαμεσολαβημένα από άλλες χρήσεις, άλλες φιλοδοξίες, άλλες γοητευτικές αφηγήσεις πιο καθημερινές, περνούν σε δεύτερη μοίρα, και χάνονται στην πλημμυρίδα των σύγχρονων πληροφοριών.
Η εισαγωγή αυτή δεν κρύβει υπερφίαλες και φιλόδοξες απόψεις, αλλά ίσως θα ήταν ικανή να δικαιολογήσει την ανάγκη να δούμε και με άλλη ματιά ένα κτίριο της πόλης. Αυτό του παλαιού πανεπιστημίου. Η έρευνα για την «ιστορία» του κτιρίου με την αρχιτεκτονική ματιά, πέρασε σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στην ενδιαφέρουσα και άκρως αναγκαία δημόσια συζήτηση για το μέλλον του.
Από τα λίγα – δυστυχώς – δημοσιοποιημένα στοιχεία για την αρχιτεκτονική του κτιρίου, βαρύνοντα ρόλο έχουν οι παλαιότερες απεικονίσεις του. Έρευνά μας για την αναζήτηση των αρχικών σχεδίων του κτίσματος, δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχει αποδώσει καρπούς. Νεώτερες μελέτες που έχουν εκπονηθεί για τις νέες χρήσεις που κατά καιρούς απέκτησε το αρχικό κτίσμα,ή μελέτες που διέγραψαν ακόμη και την τελική κατά μία εποχή νέα χρήση, περιλαμβάνουν ή υπονοούν εν μέρει τον αρχικό σχεδιασμό, αλλά χρειάζεται βάσανος για την ανίχνευση των ιδεών του πρώτου αρχιτέκτονα. Ενδελεχής έρευνα στο μέλλον ίσως μας εκπλήξει. Κάθε προσφορά δεκτή.
Το αρχικό κτίριο ως γνωστόν σχεδιάστηκε ως διδακτήριο για να φιλοξενήσει Τεχνικές σχολές. Αρχικά επρόκειτο για την Σχολή Υπομηχανικών (ΣΥΠ, προσαρτημένη Σχολή του ΕΜΠ, Ν. 375/1941) που είχε ιδρυθεί στα Ιωάννινα, όπως και σε άλλες έξι πόλεις μεταξύ των ετών 1948-50, αλλά δεν λειτούργησε. Το 1960 ο θεσμός καταργήθηκε.
Στο εγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο του 1955 των Ιωαννίνων (σχέδιο Μελιγγάνου) είχε προβλεφθεί η ανέγερση του Κτιρίου της Σχολής Υπομηχανικών ΕΜΠ στην περιοχή του Γηροκομείου, αλλά στην συνέχεια το σχέδιο τροποποιήθηκε. Φαίνεται ότι το αρχικό κτίριο ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 1958- 60. Δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος το αντικείμενο των τεχνικών σπουδών στα Ιωάννινα, το πολυδαίδαλο ιδιοκτησιακό σχήμα, τα ζητήματα παραχώρησης του γηπέδου για την υλοποίηση της αρχικής πρότασης.
Από το έτος 1965-66, μεταστεγάστηκε στο διδακτήριο η Φιλοσοφική Σχολή και στην συνέχεια οι άλλες σχολές του νέου Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μέχρι την οριστική μεταστέγασή του στις νέες εγκαταστάσεις στην πανεπιστημιούπολη, στην περιοχή της Μονής Δουρούτης το 1994.
.
Προφορικές μαρτυρίες θέλουν τον αρχικό άγνωστο αρχιτέκτονα, ως υπηρετούντα την στρατιωτική του θητεία στα Ιωάννινα. Το παραχωρημένο γήπεδο ανέγερσης του διδακτηρίου των Τεχνικών σχολών βρισκόταν εκτός σχεδίου πόλεως Ιωαννίνων. Φαίνεται ότι απέκτησε ειδικούς όρους δόμησης για να σχεδιαστεί ένα κτίριο αρκετών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, αρχικά τριώροφο.
Δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια το αρχικό κτιριολογικό πρόγραμμα ούτε τις ιδιαίτερες ανάγκες της Τεχνικής Σχολής. Ακροβατώντας στις μεταγενέστερες χρήσεις του, μπορούμε να ανιχνεύσουμε αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, γυμναστήριο, ανοικτούς και κλειστούς διαδρόμους οριζόντιας και κάθετης κυκλοφορίας, εξώστες και προβόλους, λειτουργική ταράτσα, εμβατική κατασκευή, νέα για την εποχή υλικά, αλλά κυρίως ένα ιδιαίτερο πρελούδιο φωτισμού και χρήσης.
Το δημοσιευμένο φωτογραφικό υλικό με έμφαση στην αρχιτεκτονική του αρχικού κτιρίου, είναι πενιχρό. Η παλαιότερη φωτογραφική τεκμηρίωση αρχίζει από το 1960. Επικουρικά τα μεταγενέστερα σχέδια πόλεως δίδουν χονδρικά την γενική χωροταξική του οργάνωση. Δύο είναι κυρίως φωτογραφίες προς χρήση. Μία που προέρχεται από το αρχείο ΕΛΙΑ του έτους 1960 με τίτλο «Ιωάννινα» (φωτ.1), και μία της ίδιας εποχής, τυχαίο εύρημα στο διαδίκτυο (αγνώστου;) (στην κεντρική φωτογραφία, το κτήριο των Τεχνικών Σχολών, περ. 1960, άγνωστου φωτογράφου), αποτελούν ίσως τις πλέον εκμεταλλεύσιμες.
(Φωτ. 1: Το κτίριο των Τεχνικών Σχολών, 1960. Αρχείο ΕΛΙΑ, Αρχείο/Συλλογή Παπαδήμος Δημήτρης και Φραγκιά Ελένη, Δημιουργός Παπαδήμος Δημήτρης Αθήνα. Κωδ. Τεκμηρίου DP13.03.032)
Υπάρχει βέβαια και πλούσια μεταγενέστερη φωτογραφική τεκμηρίωση αλλά εκφεύγει από το παρόν. Η θέση του κτιρίου εξάλλου στις παρυφές της τότε πόλης, ανάμεσα σε φυτεμένους ή καλλιεργήσιμους λόφους και με μία μόνο συγκοινωνιακή επικοινωνία με το κέντρο της πόλης, αυξάνουν τους προβληματισμούς του αρχιτέκτονα, τροφοδοτώντας τον με τον προβληματισμό των εσωτερικών αυλών, των διάτρητων με υαλοστάσια μεγάλων όψεων, με την κατανομή των διαδρόμων προς όλες τις κατευθύνσεις, άλλοτε κλειστούς με επαρκείς φυσικούς φωτισμούς και άλλοτε ανοιχτούς, όπως στο ισόγειο για τη επικοινωνία των πτερύγων και αντίστοιχους στις όψεις του εσωτερικού μεγάλου και ανοιχτού αίθριου.
Βλέπουμε ότι σχεδιάστηκε αρχικά ένα κτίριο που συγκέντρωνε για την εποχή όλες τις βασικές αρχές που είχε λίγα χρόνια πριν εισηγηθεί για τα σχολικά κτήρια ο προοδευτικός μοντερνισμός. Απάλλαξε το κτίσμα από οποιοδήποτε μιμητισμό και επιτήδευση. Παρά την φαινομενική απλότητα της κτιριολογικής και μορφολογικής διάταξης, είναι ένα έργο που ξεπερνά για τα τοπικά δεδομένα τον απλό χώρο συγκέντρωσης, και αναπτύσσει έναν διάλογο μεταξύ φωτεινών χώρων διδασκαλίας και εργαστηρίων, εσωτερικής κυκλοφορίας και ομαδικού πνεύματος. Δίδει μία αίσθηση απόλυτης λειτουργικής αυτονομίας, χωρίς να παύει να συνδιαλέγεται με το περιβάλλον.
Ανοίγεται προς όλες τις κατευθύνσεις με έμφαση στην ανατολική πλευρά, όπου υπάρχουν οι χαμηλότεροι όγκοι (γυμναστήριο;, αίθουσα τελετών, βοηθητικοί χώροι-όγκοι), όσο είναι δυνατόν να προσδιοριστούν μέσα στις μεταγενέστερες προσθήκες, και οι είσοδοι στον χώρο της πλευρικής αυλής. Κυρίως όμως ανοίγεται στον ανοιχτό ορίζοντα των βουνών και την άρτι διανοιχθείσα κεντρική οδική αρτηρία που οδηγεί προς το κέντρο της πόλης από την οποία και φαίνεται καθαρά ως σημάδι της περιοχής. Δεν έπαψε έκτοτε το κτίριο εξάλλου να είναι γνωστό στην πόλη ως «Δομπόλη». Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη αυλή-αίθριο βρίσκεται προς την πλευρά αυτή.
Παρότι οι μεταγενέστερες προσθήκες ορόφων και εγκάρσιας πτέρυγας ανέτρεψαν τον αρχικό σχεδιασμό και αφαίρεσαν τα χαρακτηριστικά του, δεν παύουν να λειτουργούν ως σήμερα. Εμείς δεν συνηθίζουμε να τα βλέπουμε. Οι νέες χρήσεις επιβάλλουν και άλλες συνήθειες.
Το παρόδιο τμήμα του αποτελεί και το βασικό συνθετικό χαρακτηριστικό. Ένας τριώροφος όγκος τοποθετείται στην βορειοδυτική πλευρά, όπου η διαμπερής προς την αυλή κύρια είσοδος λειτουργεί ως πυκνωτής της κίνησης και, χωρίς να περιορίζεται από παρένθετα στοιχεία, οδηγεί τόσο στους υπερκείμενους ορόφους των αιθουσών διδασκαλίας με κλιμακοστάσια, προς την κοινόχρηστη αίθουσα τελετών στο ισόγειο (κοινωνικό χαρακτηριστικό) αλλά και προς τον εσωτερικό ελεύθερο χώρο μεταξύ των πτερύγων. Η αίθουσα τελετών και το συνεχόμενο γυμναστήριο, διπλού ύψους, ξεχωρίζουν ως προς την χρήση τους και την πρόσβαση από την μη ομοεπίπεδη όψη τους. Ενδιάμεσο στοιχείο της παρόδιας όψης αποτελεί ο ενιαίος όγκος με διάτρητα διακοσμητικά και το κρυμμένο κλιμακοστάσιο, που οριοθετεί τις μεγάλες και μικρές μάζες, δίδοντας νόημα στην διπλανή του κεντρική είσοδο αλλά και στην ενότητα των ορόφων. Γίνεται λοιπόν αυτό το στοιχείο τα βασικό παρόδιο χαρακτηριστικό του κτιρίου, κυρίως ως προς τον πλησιέστερο προς τον διαβάτη χώρο.
Παρένθετες αρχιτεκτονικές προεξοχές και γραμμικά κατακόρυφα στοιχεία του εμφανούς σκελετού στον όροφο του τριώροφου, δίδουν μία ευχάριστη ογκοπλαστική διάρθρωση. Δεν μπορούμε να ερευνήσουμε προς το παρόν την αρχική χρήση των στοιχείων αυτών.
Το συγκρότημα συμπληρώνεται με άλλες δύο άλλες πτέρυγες. Μία δυτικά, μεταξύ παρόδιου και εσωτερικού κτιρίου, με αίθουσες, γραφεία και καλυμμένους διαδρόμους, πάντα σύμφωνα με τον εμβάτη και με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και μία εσωτερική, νότια, πάλι με τα ίδια σχεδόν αρχιτεκτονικά στοιχεία. Εξέχον κλιμακοστάσιο ενοποιεί τις πτέρυγες.
Στις δύο πτέρυγες το κοινό χαρακτηριστικό είναι οι ανοιχτοί αλλά σκεπασμένοι διάδρομοι στις όψεις προς την αυλή, που δημιουργούν την αίσθηση του ανοικτού χώρου κατανεμημένου σε όλους τους ορόφους και εξαφανίζουν ή μειώνουν τις μεγάλες κτιριακές μάζες. Η επικοινωνία μεταξύ των χώρων αποκτά βιωματική σχέση, σχεδόν δημόσια. Το εσωτερικό κτίσμα, οριοθετείται ανατολικά με ένα ανοικτό διπλού ύψους και αξονικό στρόγγυλο πεσσό, προστώο, προσδίδοντας την έννοια της επέκτασης, του ατέρμονος χώρου στην μεγάλη μάζα του εσωτερικού κτιρίου αλλά και σημείο φυγής της εσωτερικής αυλής. Ας μην ξεχνάμε ότι το συγκρότημα προβάλλεται ταπεινά στον πευκόφυτο λόφο της Περιβλέπτου.
Τα μεγάλα υαλοστάσια, κοινό χαρακτηριστικό της σχολικής αρχιτεκτονικής της περιόδου, το παιχνίδισμα των όγκων, το λευκό χρώμα, η ελευθερία των επικοινωνιών, μας αφήνουν περιθώρια να υποθέσουμε ότι το αρχικό κτίριο σχεδιάστηκε, με όλες τις μέχρι τότε γνωστές και ευρύτατα διαδεδομένες αρχές της αρχιτεκτονικής των νέων διδακτηρίων, που εκτός του εκπαιδευτικού τους ρόλου, φέρνουν προς συζήτηση σοβαρά στοιχεία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, όπως ο προσανατολισμός, η χρήση του φυσικού φωτισμού, η αίσθηση της ελευθερίας και του ανοιχτού χώρου, οι κανόνες της εσωτερικής λειτουργίας, η «δημοκρατία του χώρου», το μέσα και το έξω αλλά και η συνέπεια με τα τότε εκπαιδευτικά προγράμματα.
.
Η ανοιχτή και η «κοινωνική» προσβασιμότητα που υπονόησε ο αρχικός σχεδιαστής έχει αποδειχθεί -νομίζω- από την πορεία του κτιρίου στον χρόνο.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ως πανεπιστημιακού χώρου, το κτίσμα απέκτησε βαθμηδόν και άλλη μορφή, ενταγμένο στις νέες του χρήσεις. Κατασκευάστηκε τρίτος υπέρ του ισογείου όροφος με υποστέγη και στέγη (φωτ. 2), όροφος πάνω από το γυμναστήριο (;) στο παρόδιο τμήμα, αλλά κυρίως μία οριζόντια τετραώροφη πτέρυγα που χώρισε την αυλή σε δύο μέρη, μεταξύ του παρόδιου τμήματος και της τρίτης πτέρυγας στο βάθος (φωτ. 3).
Φωτ. 2: Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων σε παλιά καρτ ποστάλ, αρχές δεκαετίας 1970 περ.
Τα λίγα γνωστά σε εμάς στοιχεία για το κτίριο του παλαιού πανεπιστημίου θα μπορούσαν να συμβάλουν περαιτέρω σε μία επί αρχιτεκτονικού επιπέδου συζήτηση. Τούτο θα ήταν ίσως κατορθωτό με αναλυτική μελέτη των προσθηκών, ενδεχομένως την απομάκρυνση των άκαιρων προσθηκών, σπουδαία αρχειακή έρευνα, προφορικές εμπειρίες και βιώματα, διάλογο και συναισθήματα - με σημερινά εργαλεία εξάλλου ερμηνεύεται το σοβαρό αρχιτεκτονικό απόθεμα.
Κάθε πληροφορία ή διόρθωση δεκτή.
Φωτ. 3: Το παλαιό πανεπιστήμιο. περ. 1970 και μετά. Άγνωστου φωτογράφου.
Από το "Χημικά Χρονικά" τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2018, σ. 6.
To παλαιό Πανεπιστήμιο, σήμερα