Η κυβέρνηση έχει κάνει σημαία της την «κανονικότητα». Την έκανε στις περσινές εκλογές, συσπειρώνοντας, εκτός από την κλασική δεξιά σε όλες τις αποχρώσεις της, από την κεντρώα μέχρι την άκρα, και ένα μεγάλο κομμάτι του κέντρου και του «φιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ», των σημιτικών που δεν πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ και του συνόλου των βενιζελικών.
Τη χρησιμοποίησε πάλι το περασμένο καλοκαίρι, όταν πανηγυρίζοντας για τη «νίκη επί της πανδημίας», άνοιξε σύνορα, σχολεία, καταστήματα, τουρισμό κ.ο.κ.
Τη χρησιμοποίησε κατά κόρον ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ταιριάζοντάς την σε οποιαδήποτε γραμμή έδωσε, σχετικά με τις κυβερνητικές επιλογές, τελευταία.
Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να επιστρέψει στην πολιτική και αφήσει κατά μέρος το ενημερωτικό «κατενάτσιο», καθώς δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ο κόσμος όλος και υπάρχουν και αυτοί που όντως ήθελαν να μην αποτύχει η κυβέρνηση, θα διαπιστώσει ότι κανονικότητα, με πολιτικούς όρους, δεν υπάρχει πλέον. Δεν μπορεί να την εξασφαλίσει σχεδόν κανείς, ούτε καν ένας πλανητάρχης. Η σημερινή φάση της ανθρωπότητας, δεν είναι «κανονική».
Η ίδια η κυβέρνηση λέει συνεχώς τώρα, ότι πρακτικά, πριν από την άνοιξη δεν θα γυρίσουμε στις καθιερωμένες συνήθειες και επίσης, ότι και αυτή η επάνοδος, θα γίνει σταδιακά. Υπενθυμίζεται ότι τέτοια λογική σταδίων, δεν επικράτησε το περασμένο καλοκαίρι και στο μεταξύ, η κυβέρνηση ακολούθησε διαρκή επαμφοτερίζουσα κίνηση, με μέτρα που λαμβάνονται χτες, δεν ισχύουν αύριο, αλλάζουν μεθαύριο. Το παραδέχτηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο τελευταίο διάγγελμά του, σε μια μοναδική στιγμή μερικής αποδοχής ευθυνών.
Μετά, επανήλθε η «κυβερνητική κανονικότητα»: Φταίνε πάντα οι άλλοι, για τα πάντα και συνήθως, το άτομο. Η κυβέρνηση απλώς κυβερνά. Όπως έλεγε και ο Αντρέας Παπαντρέου. «εγώ απλώς προεδρεύω».
Και όμως, δεν κυβερνά απλώς. Εν μέσω έκτακτων συνθηκών, η κυβέρνηση έχει βαφτίσει «μεταρρύθμιση» κάθε είδους νομοθετική πρωτοβουλία που συζητιέται είτε ελάχιστα, είτε καθόλου. Σε συνθήκες αναγκαστικής περιστολής των δημοκρατικών διαδικασιών, η κυβέρνηση βάζει συνειδητά την πολιτική κριτική στο παρασκήνιο και καταργεί την ίδια την κανονικότητα που ευαγγελίζεται. Και δείχνει ότι μύχια ελπίδα της είναι οι δημοκρατικές διαδικασίες να μην επιστρέψουν εξ ολοκλήρου στη δική τους κανονικότητα.
Τα ανακόλουθα και τα προβλήματα δεν είναι ξένα σε μια κυβέρνηση, ειδικά ελληνική, ούτε αναπόφευκτα σε έκτακτες συνθήκες. Η παρούσα όμως το ‘χει παρακάνει με την παραφιλολογία και τις ιδιοκατασκευές, ειδικά σε θέματα ενημέρωσης. Η έκφραση «fake news» χρησιμοποιείται συχνότερα και από την καλημέρα στα στόματα των κυβερνητικών στελεχών, που ούτε καν δείχνουν να γνωρίζουν πραγματικά πόση ζημιά κάνουν στην ενημέρωση. Τη χρησιμοποίησαν και σήμερα για να πούνε ότι το πρόβλημα είναι της εταιρίας που χειρίζεται την πλατφόρμα τηλεκπαίδευσης, προσπαθώντας να κρύψουν την πολιτική ευθύνη πίσω από ένα γενικό αφορισμό. Το τεχνικό πρόβλημα ήταν της εταιρίας, αλλά το υπουργείο και η πολιτική ευθύνη να λειτουργήσουν όλα κανονικά, είναι της κυβέρνησης. Και η κυβέρνηση επιμένει να αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε πολιτικής ευθύνης για τα άσχημα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός διαχωρίζει δημόσια τη θέση του από «ψεκασμένους», ωστόσο ένα σημαντικό μερίδιο στην καλλιέργεια των παρασιτικών σεναρίων, φέρνει πάντα ο μηχανισμός εξουσίας, είτε όταν είναι ανακόλουθος, είτε ανακριβής. Και αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, δεν λείπουν ούτε από τη σημερινή κυβέρνηση.
Αν την προσεχή άνοιξη αρχίσουμε να επιστρέφουμε σταδιακά σε μια οποιαδήποτε «κανονικότητα», τα συντρίμμια, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, ενός χρόνου που θα κλείνει τότε, θα είναι αρκετά επικίνδυνα για να παρασύρουν ό,τι έχουμε γνωρίσει ως τα σήμερα, ως «κανονικό». Γι αυτό, ας έχουμε το νου μας.