Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος, καθηγητής και πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι υποψήφιος βουλευτής Ιωαννίνων με το ΚΙΝ.ΑΛ.
Έχετε αρκετούς μήνες που δραστηριοποιείστε προεκλογικά ως υποψήφιος βουλευτής στην Ήπειρο. Είναι επίσης σαφές, δεδομένου ότι διεκδικήσατε και την αρχηγία του τότε ενιαίου φορέα της κεντροαριστεράς, πως επιθυμία σας είναι να έχετε έναν κυρίαρχο ρόλο στην επόμενη μέρα του ΚΙΝΑΛ. Η Ήπειρος μπορεί να σας δώσει τα απαραίτητα εφόδια;
Εκείνο που κυρίως θέλω και επιδιώκω με τη συμμετοχή μου στην πολιτική είναι να είμαι χρήσιμος στην πατρίδα. Αυτό ήταν πάντοτε ο βασικός σκοπός και η βασική μου επιδίωξη, πλην όμως με την εκδήλωση της κρίσης αισθάνθηκα ότι είναι καθήκον και υποχρέωσή μου να παρέμβω στην κεντρική πολιτική σκηνή και να διαθέσω όλες μου τις δυνάμεις για να αντιμετωπιστεί η καταστροφή που απειλούσε και συνεχίζει να απειλεί τη χώρα. Η διεκδίκηση της αρχηγίας του κόμματος ήταν ένα βήμα για να εισέλθω ενεργά στην πολιτική, ώστε να μπορώ να λέω τις απόψεις μου και να ακούγονται, δηλαδή να γίνονται γνωστές στο ευρύτερο κοινό. Θεωρώ πως αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε.
Από αυτήν την άποψη μπορώ να απαντήσω και στο άλλο ερώτημά σας, εάν επιδιώκω, δηλαδή, να έχω έναν κυρίαρχο ρόλο στην επόμενη μέρα του Κινήματος Αλλαγής. Δεν κρύβω ότι έχω τη φιλοδοξία να διαδραματίσω έναν κεντρικό ρόλο στη γενικότερη πολιτική πραγματικότητα της χώρας. Όχι όμως οργανωτικά ή πολιτευτικά, με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται η μικροπολιτική αντίληψη, δηλαδή του να διεκδικείς αξιώματα και τίτλους. Διεκδικώ κεντρικό ρόλο με μία τελείως άλλη έννοια: την ιδεολογική. Θέλω να είμαι ένας από τους βασικούς εκφραστές της κοινωνικής δυναμικής που πρέπει να δημιουργηθεί για την παραγωγική αναβάθμιση της Ελλάδας, για τη δημιουργία μιας ισχυρής παραγωγικά Ελλάδας που δεν θα κινδυνεύει ξανά με νέες χρεοκοπίες και διεθνείς διασυρμούς, δεν θα στέλνει τα παιδιά της για να βρουν δουλειά στο εξωτερικό και θα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί και το κοινωνικό κράτος της και την εθνική της άμυνα. Αυτό ακριβώς εκφράζει και το σύνθημά μου «παραγωγή ή θάνατος».
Έχω πει πολλές φορές –και δεν φοβάμαι να το ξαναπώ– ότι ο συγκεκριμένος λόγος για τον οποίον εισήλθα στην πολιτική ήταν ότι υπήρχαν προφανή πράγματα, προφανείς και κραυγαλέες αλήθειες που έπρεπε να ειπωθούν στον δημόσιο διάλογο, τις οποίες όμως δεν τις έλεγε κανείς. Αυτά τα πράγματα θέλω να πω και αυτό το ιδεολογικό πρόταγμα θέλω να προωθήσω: της αλήθειας και της αντικειμενικότητας.
Στο ερώτημα εάν η Ήπειρος μπορεί να μου δώσει τα απαραίτητα εφόδια για αυτό που επιδιώκω στο πολιτικό μου εγχείρημα, σας απαντώ αμέσως ότι, πέρα από το θεμελιώδες γεγονός πως η Ήπειρος, τα Γιάννινα, είναι η πατρίδα μου και βλέπω τον κόσμο με τα μάτια ενός Ηπειρώτη και τον αντιλαμβάνομαι με τον τρόπο που μου έμαθε η καταγωγή μου και η ηπειρωτική αγωγή μου, η Ήπειρος επίσης μπορεί να με «βοηθήσει» με έναν άλλο πολύ σπουδαίο τρόπο: ότι μπορώ να τη βοηθήσω, με την ιδιότητα του πολιτικού της εκπροσώπου φυσικά, να ξεφύγει από την υπανάπτυξη και τη δομική καχεξία που την έχουν καταδικάσει τα λάθη πολλών δεκαετιών, η άγνοια, η ατολμία αλλά και τα συμφέροντα του παρασιτισμού και του πελατειακού κράτους που καθόρισαν τη μοίρα της Ελλάδας για πολλά χρόνια.
Στις περιοδείες που κάνετε, τι λέτε στους πολίτες που κάποτε βρίσκονταν στο ΠΑΣΟΚ και που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις;
Τους λέω την αλήθεια η οποία μπορεί ενδεχομένως να μην είναι και πολύ δημοφιλής, πλην όμως εισήλθα στην πολιτική για να λέω την αλήθεια και μόνο αυτή. Δεν πρόκειται να χαϊδέψω τα αυτιά κανενός, ούτε θα προσπαθήσω να κολακέψω κανέναν δυνητικό ψηφοφόρο ή μη.
Οι πολίτες, λοιπόν, που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ για να υποστηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ έκαναν ένα πάρα πολύ μεγάλο λάθος. Και τούτο γιατί, φέρνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, επέτρεψαν να εφαρμοστούν μία σειρά καταστρεπτικές για τη χώρα πολιτικές. Η κρίση όχι μόνο παρατάθηκε για τέσσερα χρόνια αλλά έγινε πιο βαθιά, το χρέος που οι παρούσες γενιές θα επισωρεύσουν στις επόμενες αυξήθηκε, οι τράπεζες καταστράφηκαν και, γενικότερα, η οικονομία αλλά και η κοινωνία συνεχίζουν να νοσούν χωρίς λόγο. Μία κρίση που θα μπορούσε να τελειώσει σε έξι με επτά χρόνια και που πραγματικά είχε μπει στο τελευταίο της στάδιο, τώρα μπορεί να κρατήσει πολύ περισσότερα χρόνια γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε τις τράπεζες, έκανε το καταστρεπτικό δημοψήφισμα, πήγαινε στις Βρυξέλλες και έλεγε όλες εκείνες τις ασυναρτησίες οι οποίες μας έχουν διασύρει διεθνώς, και έκανε, επίσης, και κάτι άλλο χειρότερο: με τα ψέματα, τη δημαγωγία και την αήθεια που τον χαρακτηρίζει δηλητηρίασε πλήρως την πολιτική ζωή στην Ελλάδα.
Όχι ότι ήταν υποδειγματική αυτή η ζωή προηγουμένως, κάθε άλλο. Πλην όμως με τον ΣΥΡΙΖΑ και με τον διχαστικό, ισοπεδωτικό λόγο που τον χαρακτηρίζει, νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία έφτασε στο κατώτερο επίπεδο της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού της. Και, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ τα έκανε όλα αυτά στη συγκυβέρνησή του με το κόμμα ενός χυδαίου ακροδεξιού που δεν θέλω ούτε να αναφέρω το όνομά του.
Και ερωτώ τους πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ –και όχι μόνο– που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ: πίστεψαν ότι ο κύριος Τσίπρας θα καταργούσε τον ΕΝΦΙΑ; Πίστεψαν ότι θα καταργούσε με ένα νόμο και ένα άρθρο το Μνημόνιο; Τι ακριβώς πίστεψαν και τι περίμεναν; Ότι θα εισάγει νέα πολιτικά ήθη; Ότι θα σταθεί απέναντι στις παλαιοκομματικές πρακτικές τού πελατειακού κράτους; Αυτό που περίμεναν, το βρήκαν;
Νομίζω, δεν το βρήκαν. Αυτό, όμως, που πρέπει να τους δίδαξε ο κύριος Τσίπρας με το παράδειγμα του, με την παταγώδη διάψευση όλων των δημαγωγικών του επαγγελιών και υποσχέσεων είναι ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Ελπίζω, τουλάχιστον, ότι τώρα αυτό το μάθημα να το έμαθαν και να είναι το πιο χρήσιμο πράγμα που αποκόμισαν από την υποστήριξη του κυρίου Τσίπρα.
Τους καλώ, λοιπόν, αναλογιζόμενοι όλα αυτά, να επιστρέψουν στο σπίτι τους, τη δημοκρατική παράταξη, όπως τα αποδημητικά πουλιά που επιστρέφουν στις φωλιές τους. Να οικοδομήσουμε μαζί τη νέα προοδευτική παράταξη που θα στηρίζεται όχι στο ψέμα και τη δημαγωγία, αλλά στην αλήθεια και στον ορθό λόγο. Γιατί «εθνικόν το αληθές» (σ.σ. ρήση του Διον. Σολωμού).
Η προοπτική να μην προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση έχει δημιουργήσει τάσεις. Πιστεύετε ότι πρέπει να συγκυβερνήσει το κόμμα, αν δοθεί η δυνατότητα; Και ποια είναι η δική σας θέση;
Η παράταξή μας, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται μόνο στην αρχή τής ανορθωτικής της πορείας, θα πάει πολύ καλά στις εκλογές. Ειδικότερα, στον νομό μας θα έχει διψήφιο ποσοστό ψήφων και θα εκλέξει βουλευτή.
Βέβαια, το αν θα συμμετάσχει σε μία κυβέρνηση συνασπισμού είναι ένα σοβαρό ερώτημα για το οποίο έχω επανειλημμένως εκφράσει την άποψή μου. Κατ’ αρχήν, θα ήθελα να πω ότι το Κίνημα Αλλαγής δεν θα πρέπει να μπει στην κυβέρνηση απλά εάν του «δοθεί η δυνατότητα», όπως λέτε. Αντίθετα, θα πρέπει να συμμετάσχει σε μία κυβέρνηση συνεργασίας, εάν αυτό είναι απαραίτητο για να αποφύγει η χώρα μία παρατεταμένη πολιτική, θεσμική αλλά και οικονομική κρίση ως συνέπεια ακυβερνησίας.
Μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να είναι πολυκομματική. Το έχουμε ξεκαθαρίσει. Το Κίνημα Αλλαγής δεν πρόκειται να γίνει «δεκανίκι» κανενός, ούτε του κυρίου Μητσοτάκη ούτε του κυρίου Τσίπρα. Υπάρχουν κοινοβουλευτικές διαδικασίες με τις οποίες, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, μπορεί να εξασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Κάτι τέτοιο, όμως, απαιτεί τη συμβολή όλων των πολιτικών δυνάμεων και, μάλιστα, κατά το ποσοστό που τους αναλογεί στη βάση της λαϊκής ετυμηγορίας. Γιατί οι πολίτες με την ψήφο τους καθορίζουν πολιτικούς ρόλους κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στα πολιτικά κόμματα. Και αυτό οφείλουμε να το σεβόμαστε.
Παρεμπιπτόντως, αναφύεται ένα ερώτημα το οποίο, όμως, ουδέποτε τίθεται. Ο κύριος Τσίπρας έχει δηλώσει ότι σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας δεν πρόκειται να συνεργαστεί με κανέναν, εάν δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα. Όμως, τότε, γιατί νομοθέτησε την απλή αναλογική; Δεν υπάρχει εδώ μία λογική αντίφαση; Διότι με το σύστημα αυτό, εάν πάμε σε επαναληπτικές εκλογές, θα πρέπει οπωσδήποτε να συμμετάσχει το κόμμα του σε κυβέρνηση συνεργασίας. Τι θα κάνει άραγε τότε; Θα οδηγήσει τη χώρα σε επαναλαμβανόμενες εκλογές; Σε πλήρη διάλυση, δηλαδή;
Πάντως, όπως έχω πει επανειλημμένως, η κυβερνητική συνεργασία δεν γίνεται με όρους καλλιστείων, ούτε με όρους συμπάθειας και αντιπάθειας. Γίνεται με πολιτικούς όρους, δηλαδή επάνω σε μία προγραμματική συμφωνία για το ποιο είναι το έργο που θα πρέπει να επιτελέσει μία κυβέρνηση συνεργασίας, ποια είναι τα προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τι έργο θα πρέπει να έχει αφήσει πίσω της όταν θα αποχωρήσει. Εμείς έχουμε καταθέσει την άποψή μας, το «Σχέδιο Ελλάδα», το οποίο θέτει και εξειδικεύει δύο βασικούς στρατηγικούς στόχους: τη διασφάλιση θεσμικής και πολιτικής σταθερότητας από τη μια πλευρά και της παραγωγικής ανόρθωσης της χώρας από την άλλη. Εάν το απαιτήσουν οι συνθήκες, θα καλέσουμε τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν πάνω σε αυτούς τους στόχους.
Η συνεργασία επάνω σε συγκεκριμένο πρόγραμμα και με συγκεκριμένους στόχους είναι αυτή που θα βοηθήσει την πατρίδα να πάει μπροστά, εάν οι συνθήκες το απαιτήσουν, και η οποία, επίσης, εκτός όλων των άλλων, θα μας βγάλει από το αγχώδες ερώτημα της καθαρότητας της ψυχής μας που φαίνεται ότι απασχολεί όλους πια τους δημοσιογράφους που μονίμως ερωτούν αυτό και τίποτε άλλο.
Έρχομαι, λοιπόν, εγώ με τη σειρά μου και λέω ότι ναι μεν είναι σημαντικό εάν θα συνεργαστείς στην κυβέρνηση και με ποιον, πλην όμως ακόμη πιο σημαντικό είναι το τι θέλεις να κάνεις την κυβέρνηση και προς τα πού θέλεις να οδηγήσεις τη χώρα. Γι’ αυτό όμως το τόσο σημαντικό πράγμα δεν μιλάμε ποτέ.
Είστε ιδιαίτερα σκληρός στην κριτική σας προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Πιστεύετε ότι δεν έχει γίνει κανένα θετικό βήμα εκ μέρους του τα τελευταία χρόνια, γενικότερα αλλά στην Ήπειρο ειδικότερα;
Είπα προηγουμένως την άποψή μου για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεχομένως, είναι η χειρότερη κυβέρνηση που κυβέρνησε τη χώρα τα τελευταία χρόνια. Θα μπορούσα να πω ότι είναι χειρότερη και από την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία την περίοδο 2004-2009 οδήγησε τη χώρα κατευθείαν στη χρεοκοπία με την άφρονα και εγκληματική πολιτική της. Όμως αυτοί οι τελευταίοι, όσο και να μην θέλω να τους δικαιολογήσω, έχουν ένα μικρό ελαφρυντικό. Ότι, όπως έγινε φανερό στη συνέχεια, σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν καταλάβαιναν τι έκαναν και πού πήγαιναν. Ο κύριος Τσίπρας και η παρέα του, ωστόσο, όσο απαίδευτοι και αν είναι δεν μπορεί να μην καταλάβαιναν τον Ιούνιο του 2015 πού οδηγούσαν τη χώρα. Όμως, συνέχιζαν γιατί δεν ήθελαν να χάσουν την εξουσία με αποτέλεσμα η χώρα να βυθιστεί πιο βαθιά στην κρίση, να ακραγγίξει την πλήρη καταστροφή και να χάσει πολλά ακόμη χρόνια χωρίς ανάπτυξη και χωρίς οικονομική ισορροπία.
Και όλα αυτά συμπληρωμένα με ένα κλίμα μίσους, ψεύδους, δημαγωγίας αλλά και ακραίας ανοχής στην παραβατικότητα κάθε είδους. Και –που για μένα είναι και το χειρότερο– σε ένα κλίμα πλήρους παραπληροφόρησης των Ελλήνων. Μόλις πρόσφατα διαπίστωσε ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση Καραμανλή ευθύνεται για τη χρεοκοπία. Μέχρι πριν από λίγους μήνες που συνεργαζόταν με τους καραμανλικούς και αποτελούσε ουσιαστικά την αριστερή πτέρυγα των καραμανλικών, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε διαπιστώσει τίποτα και έλεγε ότι η κρίση προκλήθηκε εξαιτίας του μνημονίου. Έλεγε πως τα μνημόνια έφεραν την κρίση. Οι άνθρωποι που πιστεύουν και ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση και σε πλήρη άγνοια και δυστυχώς θα συνεχίσουν να είναι σε πλήρη άγνοια και αύριο, πράγμα που είναι κακό για τη χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μία απολύτως καταστροφική κυβέρνηση για τη χώρα.
Για την Ήπειρο, ρωτώ, ποιο μεγάλο έργο προχώρησε; Μήπως την ολοκλήρωση της Ιόνιας Οδού προς Κακαβιά; Μήπως την κατασκευή του Βόρειου τμήματος του Ε65; Έργα που είχαν σχεδιαστεί χρόνια πριν και είχε μπει το νερό στ’ αυλάκι για την κατασκευή τους, δεν κατάφερε όχι να ολοκληρώσει αλλά ούτε καν να ξεκινήσει. Χρειάζεται να πω κάτι άλλο;
Έχετε πει αρκετές φορές ότι το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα παραμένει «βαρύ». Ποια είναι η θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτό και τι προοπτικές έχει να «προστατευτεί»;
Εάν το επόμενο έτος υπάρξει μία ύφεση στην παγκόσμια οικονομία τότε αυτό, χωρίς αμφιβολία, θα δημιουργήσει προβλήματα και στην προσπάθεια ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας, γιατί όταν εσύ ο ίδιος έχεις πολλά προβλήματα είναι φυσιολογικό μέσα σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον τα προβλήματά σου να διασταλούν και να πολλαπλασιαστούν. Υποθέτω ότι σε μία ακραία περίπτωση θα μπορούσαμε και πάλι να ζητήσουμε κάποια βοήθεια από τους εταίρους που, αυτή τη φορά, οπωσδήποτε θα είναι πιο περιορισμένη και πιο φειδωλή. Όμως, η καλύτερη προστασία για την εθνική οικονομία είναι το να τη θωρακίσουμε μέσα από την παραγωγική της αναβάθμιση και τον ποιοτικό της μετασχηματισμό. Αυτή είναι η μόνη πραγματική προστασία που μπορούμε να επιδιώξουμε να έχουμε σε περίπτωση δυσμενών διεθνών οικονομικών συνθηκών.
Είστε υπέρ ή κατά της απλής αναλογικής;
Επιτρέψτε μου να πω ότι το πραγματικό ερώτημα είναι το κατά πόσο το σύστημα απλής αναλογικής είναι το πλέον πρόσφορο για την ελληνική πραγματικότητα και την πολιτική της παράδοση. Ιστορικά, όποτε εφαρμόστηκε στην πατρίδα μας, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Πρόκειται για ένα πολιτικό σύστημα που απαιτεί μία κουλτούρα συνεννόησης η οποία απουσιάζει από τη χώρα μας. Σας υπενθυμίζω ότι ο κύριος Τσίπρας, αν και θεσμοθέτησε το σύστημα της απλής αναλογικής, εντούτοις αρνείται κάθε συνεργασία. Εάν σε αυτό προσθέσετε την ύπαρξη ακροδεξιών και ακροαριστερών μορφωμάτων τα οποία είναι τελείως ανεύθυνα, τυχοδιωκτικά και δεν εμφορούνται από αίσθημα εθνικής ευθύνης, τότε αντιλαμβάνεστε ότι η απλή αναλογική θα μετατραπεί σε ένα σύστημα ακυβερνησίας και θα λειτουργήσει κατά τρόπο καταστροφικό για τη χώρα.
Η χώρα χρειάζεται σταθερές κυβερνήσεις που να έχουν περιθώριο χρόνου για να παράγουν έργο. Να εξηγήσω ότι δεν εννοώ μονοκομματικές κυβερνήσεις. Το ίδιο πράγμα, δηλαδή την παραγωγή έργου, μπορεί στις παρούσες συνθήκες να το πετύχει και μία πολυκομματική κυβέρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η συνεργασία θα στηρίζεται σε μία προγραμματική συμφωνία με συγκεκριμένους στόχους και συγκεκριμένες δεσμεύσεις και δεν θα είναι μία συμφωνία προσώπων, ούτε μία καιροσκοπική εκμετάλλευση της πολιτικής συγκυρίας για την άλωση της εξουσίας.
Σας ευχαριστούμε.
Κι εγώ.
Βαρβάρα Αγγέλη-Γιώργος Τσαντίκος