Του
Βασίλη Νιτσιάκου*
Το ερώτημα αν χρειάζονται ή όχι οι παρελάσεις κατά τις εθνικές εορτές, κατά την άποψή μας, δεν είναι μόνον άστοχο, είναι και άτοπο. Είναι άτοπο, διότι δεν νοείται κοινότητα, νοερή ή μη, δίχως μύθο και τελετουργίες. Τα εθνικά αφηγήματα δεν είναι παρά «μυθιστορίες» που λειτουργούν όχι μόνον ως μηχανισμοί συνοχής του έθνους, αλλά γενικότερα σαν καταστατικοί χάρτες για τη στάση και τη δράση των μελών του.
Η «νοερή κοινότητα» του έθνους αντιγράφει σε μεγάλο βαθμό τη «μικρή», την «παραδοσιακή», την προβιομηχανική αγροτική κοινότητα, με την έννοια ότι χρησιμοποιεί στοιχεία και μηχανισμούς συγκρότησης και αναπαραγωγής της, όπως ο μύθος της κοινής καταγωγής, του κοινού αίματος και της κοινής μοίρας αλλά και επιμέρους μυθικές αφηγήσεις που συνδέονται και με συγκεκριμένα δρώμενα και τελετουργίες συμβολικής συγκρότησης και αναπαραγωγής της κοινότητας, τελετουργίες αναπαραγωγής της αίσθησης του «κοινού ανήκειν» (communitas).
Τα θρησκευτικά πανηγύρια με τους πάνδημους κυκλικούς χορούς, όπου τραγουδιούνται συλλογικά τραγούδια από τη μυθολογία και την ιστορία της κοινότητας, όπως π.χ. παραλογές, ακριτικά, κλέφτικα και άλλα ιστορικά τραγούδια, αποτελούν ένα τυπικό παράδειγμα τελετουργίας, όπου εκφράζεται ο συνεκτικός μύθος της κοινότητας και αναπαράγεται η ίδια η συνείδηση της συλλογικότητας.
Αυτά τα στοιχεία και οι συμβολικοί-ιδεολογικοί μηχανισμοί της «μικρής πατρίδας», της κοινότητας, του χωριού χρησιμοποιούνται και στη διαδικασία της συμβολικής συγκρότησης και αναπαραγωγής της «μεγάλης» πατρίδας, του ίδιου του έθνους-κράτους, όπως αυτό προκύπτει στην εποχή της νεωτερικότητας. Αυτή η μεγάλη πατρίδα, η «νοερή» κοινότητα, έχει ανάγκη και από μύθο και από ανάλογες τελετουργίες, προκειμένου να συγκροτηθεί, να αποκτήσει συνοχή και να αναπαράγεται στον χώρο και τον χρόνο, τον εθνικό χώρο και χρόνο.
Οι εθνικές, λοιπόν, εορτές και τελετές αποτελούν απαραίτητους μηχανισμούς συγκρότησης και αναπαραγωγής της εθνικής κοινότητας και επιτελούν σημαντικό ρόλο ως προς την ιδεολογική εγχάραξη, την ανάπτυξη και καλλιέργεια εθνικής συνείδησης και πατριωτικών συναισθημάτων.
Η παρέλαση, ενταγμένη στο πλαίσιο της εθνικής εορτής, αποτελεί τελετουργία που δεν συνδέεται μόνο με την επιτέλεση του αφηγήματος της εθνικής συνοχής και της υπερηφάνειας αλλά και με τη διαδικασία σωματοποίησης των εθνικών ιδεωδών και πειθάρχησης στα κελεύσματα της κρατικής εξουσίας και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.
Τέτοιος μηχανισμός είναι, εκτός των άλλων, και ο στρατός, του οποίου τις αρχές αντιγράφουν οι παρελάσεις ως προς το ύφος και το ήθος της συμβολικής έκφρασης.
Η πειθαρχία, που εκφράζεται με τις τριάδες, τον βηματισμό, την ιεραρχία, τη στάση του σώματος, την επίδειξη υπακοής αλλά και ισχύος κ.λπ. αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του πνεύματος της παρέλασης, που παραπέμπει σε έναν «σπαρτιατικό» τρόπο ζωής και έκφρασης, που χρειάζεται η πατρίδα προκειμένου να υπερασπιστεί την ακεραιότητά της, τα δίκαιά της απέναντι στους εχθρούς που τα επιβουλεύονται.
Όλο αυτό συνιστά, βέβαια, και ένα στρατοκρατικό και πολεμοχαρές θέαμα, που αρέσει στους θεατές-πατριώτες, τους γεμίζει περηφάνεια και κρατά «άσβεστη» τη φλόγα του έθνους και της πατρίδας.
Τούτων δοθέντων, είναι πράγματι απορίας άξιον, γιατί αναρωτιόμαστε για το νόημα και τη χρησιμότητα των εθνικών εορτών, των παρελάσεων και όλων αυτών των επιτελέσεων, χωρίς την ύπαρξη των οποίων το ίδιο το έθνος-κράτος δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί τόσο αποτελεσματικά ως «νοερή» κοινότητα.
Είναι αλήθεια πως, όσο πιο δύσκολη είναι η διαδικασία συγκρότησης αυτής της «νοερής» κοινότητας, τόσο πιο επιτακτική είναι η ανάγκη θεσμοθέτησης εορτών και τελετών, στο πλαίσιο των οποίων επιτελείται το εθνικό αφήγημα.
Από την άλλη πλευρά, οι όποιες εναλλακτικές προτάσεις περί ουσιαστικής αυτογνωσίας, αποδόμησης μύθων κ.λπ. δεν είμαι βέβαιος για το κατά πόσο ενδείκνυνται ως προς τον ανωτέρω σκοπό...
*Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων