Σύσσωμη σχεδόν η πολιτική ηγεσία της ΕΕ και τα περισσότερα κόμματα, χτυπάνε συναγερμό για την καλπάζουσα έλευση της ακροδεξιάς (και) στην ευρωπαϊκή εξουσία.
Μαθαίνουν έτσι, πολύ αργά όπως συμβαίνει συνήθως και με τον χειρότερο τρόπο, ότι όσο η πολιτική ενστερνίζεται και υποθάλπει τις ακροδεξιές αντιλήψεις και πολιτικές, όπως έχει κάνει τόσο η ΕΕ, όσο και η ελληνική κυβέρνηση, τότε η ακροδεξιά βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί, σαν φίκος σε πέργκολα.
Γενικά στην πολιτική, όταν ένας φορέας συμπεριφέρεται διαφορετικά και μακριά από τις διακηρυκτικές του θέσεις, δίνει χώρο σε αυτό που υποτίθεται ότι πολεμάει.
Δείτε για παράδειγμα την κατάσταση της «κυβερνώσας αριστεράς» στην Ελλάδα, η οποία μετά τα επιχειρήματα περί «τακτικών υποχωρήσεων» και «Μπρεστ Λιτόβσκ» είναι σήμερα διασπασμένη, αδύναμη εκλογικά, χωρίς πολιτική πυξίδα και με ένα κομμάτι της να «αλληθωρίζει» εθνικιστικά.
Η δε ΝΔ είναι σταθερά προσαρμοσμένη στις ακροδεξιές πρακτικές.
Εκτός από την περισσευούμενη πλέον καταστολή στην καθημερινότητα, κορυφαία στελέχη της δεν είναι απλά «παραδοσιακοί ακροδεξιοί», αλλά σύγχρονοι και σημερινοί εκφραστές της ακροδεξιάς πολιτικής ορολογίας και πρακτικής.
Όταν για παράδειγμα ο Μάκης Βορίδης διατείνεται ότι εντάξει, κατέρρευσε ο «νόμος Θεοδωρικάκου» που άλλαξε ένα εκλογικό αποτέλεσμα, ένα μήνα μετά τις κάλπες, αλλά αν οι Δήμοι «δεν είναι καλοί μαθητές» θα επέμβει, ουδόλως προσθέτει στη δημοκρατία.
Όταν ο Άδωνης Γεωργιάδης εξανίσταται κάθε τρίτο δευτερόλεπτο υπέρ των πρακτικών του κράτους και της κυβέρνησης του Ισραήλ, δεν δίνει την εντύπωση διαλεκτικού και μετριοπαθούς πολιτικού προσώπου.
Όταν ένας από τους δεκάδες υπουργούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο κ. Βαρτζόπουλος, ο οποίος έχει αναμειχθεί σε μερικές από τις πιο επικίνδυνες νομοθεσίες για την απεξάρτηση, συσχετίζει τις γυναικοκτονίες με βιολογικούς παράγοντες, ούτε η επιστήμη αισθάνεται άνετα, ούτε και το ευρύτερο πλαίσιο δημοκρατικών κανόνων με τους οποίους λειτουργεί μια κοινωνία.
Όταν μια πούρα ακροδεξιά πολιτικός, η ιταλίδα πρωθυπουργός Μελόνι, γίνεται δεκτή με μια απλή «δήλωση υπακοής» στην ΕΕ, φέρνοντας μαζί και τις πολιτικές της, τότε οι δαπανηρές καμπάνιες για τον «κίνδυνο της ακροδεξιάς» είναι υποκριτικές και δυστυχώς δύσκολα θα πείσουν το εκλογικό σώμα.
Ο έλληνας πρωθυπουργός έσπευσε με ένα συνδικαλιστικό τέχνασμα να προλάβει ενδεχόμενη μείωση της εκλογικής του δύναμης, στην οποία ποντάρει τα πάντα, «χαμηλώνοντας» τον πήχη στο 33%.
Το γεγονός όμως ότι δεν έχει ορατό αντίπαλο, δεν σημαίνει ότι αυτή τη φορά όλα είναι ασφαλή.
Οι αντιλήψεις που με μάχιμο και επίμονο τρόπο τρέφει ο κ. Μητσοτάκης και πιστεύει εσφαλμένα ότι δεν θα έρθουν στο προσκήνιο, γιατί ο ίδιος λειτουργεί ως πολιτικό ανάχωμα, χρειάζονται πολύ μεγαλύτερα πολιτικά ύψη για να αποτραπούν…
Οι δαπάνες της ΕΕ σε προεκλογικά σποτ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον «κίνδυνο της ακροδεξιάς», όσο δεν συνοδεύονται από «λαϊκόστροφες» πολιτικές και επιμένουν να αγνοούν προβλήματα καθημερινότητας ή να τα ανάγουν σε αισθητικά ζητήματα και σε δικαιολογήσεις τύπου «δεν φταίμε εμείς, είναι διεθνές το πρόβλημα» χωρίς παρεμβάσεις, τόσο πιο μακριά από τον στόχο τους θα πέφτουν.
Αυτές οι ευρωεκλογές δεν είναι απλά μια σφυγμομέτρηση, όπως ήταν συνήθως στην Ελλάδα, ούτε καν αναμέτρηση πολιτικών κομμάτων.
Είναι μια πολύ πιθανή επιβεβαίωση αυτού που δυστυχώς φαίνεται να επανακάμπτει, καλύπτοντας ένα κενό πολιτικής που άφησαν οι ίσες αποστάσεις και οι αντιλήψεις «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».