Tης Μένης Πουρνή*
Ο Δημήτρης Χατζής ανήκει στη λογοτεχνική γενιά που παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τη θρυλική γενιά του ’30. Ενώ κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς του ’30 είναι ο επαναπροσδιορισμός της ελληνικότητας μέσα από κείμενα της λαϊκής λογοτεχνίας, τον Μακρυγιάννη κτλ, η γενιά του Χατζή καλείται να ορίσει από την αρχή τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα μέσα σε ένα περιβάλλον αμηχανίας και αβεβαιότητας. Ο Γ. Παγανός (1984: 75) θεωρεί πως συνεχίζει την πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού και του Θεοτόκη.
Η πεζογραφία του Δημήτρη Χατζή (1913-1981) θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις φάσεις-στάδια, στενά συνδεδεμένες με τη ζωή του και την πολιτική του δράση. Στην πρώτη φάση καταγράφει στο έργο του την πίκρα και την απογοήτευση της Αριστεράς για την ήττα στον Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) και το δρόμο της εξορίας που πήραν πολλοί αγωνιστές μετά τη λήξη του. Στη δεύτερη φάση περιλαμβάνονται τα έργα που συνέγραψε κατά τη διάρκεια της τριαντάχρονης εξορίας του αρχικά στη Ρουμανία και έπειτα στην Ουγγαρία (1949-1975). Σε αυτά αναφέρεται κυρίως στην εικόνα της Ελλάδας μέσα από τις αναμνήσεις της νεότητάς του. Στην τρίτη συγκαταλέγεται το μέρος του έργου του μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα. Μέσα και πάλι από τις αναμνήσεις του, ο συγγραφέας αξιολογεί τα νέα δεδομένα στη χώρα. Γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της πεζογραφίας του Χατζή αποτελεί η σύγκρουση του παλιού με το νέο κόσμο (Αραμπατζή, 2011: 17-18/Μερακλής: 49-50/Τζιόβας, 1980).
Η συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης (πρώτη έκδοση Ρουμανία 1953) αποτελεί σύμφωνα με πολλούς μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας το κορυφαίο έργο του συγγραφέα. Η δράση των διηγημάτων της συλλογής εκτυλίσσεται στη γενέθλια πόλη του Χατζή, τα Ιωάννινα (Κουρμαντζή, 1999). Οι ήρωες προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις, αλλά και από τον κόσμο των επαγγελματιών που αργοσβήνει και την ξεπεσμένη αστική τάξη (Τζιόβας, 1980). Η πόλη των Ιωαννίνων, όπως τη θυμάται ο συγγραφέας από την νεανική του ηλικία, λειτουργεί ως ο βασικός καμβάς για να μιλήσει για τον κόσμο που αλλάζει και την παλιά ζωή που μένει πίσω (Κουρμαντζή, 1999/Τζιόβας, 1980/Παγανός, 1984: 81). Στη συλλογή αυτή διηγημάτων ο Χατζής επιλέγει να συνδεθεί με την μεγάλη παράδοση της νεοελληνικής και λαϊκής λογοτεχνίας (Ζήρας, 1982) τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενο.
Το διήγημα Η θεια μας η Αγγελική αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγγραφικής αυτής πρόθεσης του Χατζή. Η θεια Αγγελική είναι μια καλοκάγαθη ηλικιωμένη γυναίκα. Δεν έχει κανέναν συγγενή και η ζωή της κυλά παρακολουθώντας τη ζωή της γειτονιάς. Τους αντιμετωπίζει όλους με κατανόηση και καλοσύνη. Λίγο πριν την γερμανική εισβολή ένας γείτονας της ζητά να χρησιμοποιήσει την αποθήκη του σπιτιού της. Η θεια Αγγελική δέχεται. Λίγο αργότερα κάποιο γείτονες της αποκαλύπτουν πως ο άνθρωπος αυτός είναι μαυραγορίτης. Η ηλικιωμένη γυναίκα σοκάρεται και καταδικάζει τον εαυτό της σε εκούσιο θάνατο προκειμένου να αποκατασταθεί η ηθική τάξη.
Στο έργο του συγγραφέα πρωταγωνιστούν συχνά απλοί άνθρωποι της λαϊκής τάξης για τους οποίους φαίνεται να τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια και λόγω των ιδεολογικών του καταβολών (Τζιόβας, 1980). Άνθρωποι της υπαίθρου και του μόχθου πρωταγωνιστούν στη Φωτιά (1946) και τους Ανυπεράσπιστους (1965), καθώς και στο Διπλό βιβλίο (1976). Όσον αφορά Το τέλος της μικρής μας πόλης πρωταγωνιστικό πρόσωπο από την λαϊκή και εργατική τάξη είναι και ο βυρσοδέψης Σιούλας από το ομώνυμο διήγημα Σιούλας ο ταμπάκος.
Η αγωνία για το θάνατο του παλιού κόσμου και για τον νέο που έρχεται αποτελεί κοινό τόπο στη λογοτεχνία. Πέρα από το χαρακτηριστικό παράδειγμα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, η νεοελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει αρκετά τέτοια δείγματα. Ο Παπαδιαμάντης σε ολόκληρο το διηγηματικό του έργο περιγράφει ένα κόσμο που χάνεται και αλλοιώνεται μπροστά στην επέλαση της αστικοποίησης και των δυτικών επιρροών. Ο Κρυστάλλης ερευνά τη δημοτική παράδοση και αξιοποιεί πολλά στοιχεία στην ποίησή του προκειμένου να διασώσει και να διαδώσει στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού (Μερακλής, 1994). Παρόμοιες ανησυχίες και αγωνία διακατέχουν και τον Καρκαβίτσα στο έργο του. Ο Καρκαβίτσας λόγω και της ιατρικής του ιδιότητας ταξιδεύει στην ελληνική επαρχία, καταγράφει τις παρατηρήσεις του και τις αξιοποιεί σε έργα του, όπως ο Ζητιάνος (1897) και Η λυγερή (1896).
Ενώ στο έργο των παραπάνω συγγραφέων η έλευση του καινούργιου ταυτίζεται με την έννοια της καταστροφής και απώλειας της αυθεντικότητας και ταυτότητας του ελληνικού λαού, αυτό δεν ισχύει πάντα στο έργο του Χατζή. Στο Τέλος της μικρής μας πόλης η εμμονή του Σαμπεθάι Καμπιλή με την παράδοση και την ιεραρχία καταδικάζει έμμεσα σε θάνατο όχι μόνο το νεαρό ποιητή Γιοσέφ Ελιγιά, αλλά και την εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων. Η εκτέλεση της Μαργαρίτας Περδικάρη από τους Ναζί σώζει την ξεπεσμένη οικογένειά της από την ηθική παρακμή. Ο καθηγητής (Η διαθήκη του καθηγητή) πεθαίνει αφήνοντας ως διαθήκη τις προοδευτικές του ιδέες. Ο παραδοσιακός μαγαζάτορας (Ο τάφος) νικά τον αντίπαλο του με δοκιμασμένες μεθόδους, αλλά στο τέλος ηττάται και ο ίδιος από τη νέα τάξη πραγμάτων της αγοράς.
Η θεια Αγγελική, ηρωίδα του ομώνυμου διηγήματος, είναι μία παραδοσιακή μορφή-σύμβολο που, αν και φαίνεται να ανήκει σε μία διαφορετική εποχή, συχνά την συναντούμε να επιβιώνει και στις νεότερες εποχές ως υπόδειγμα ηθικής ακεραιότητας και φορέα θεμελιωδών κοινωνικών αξιών. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην παραδοσιακή συνοικία του Αρχιμανδρειού (Κουρμαντζή, 1999). Ο Χατζής, σύμφωνα με την άποψη των περισσότερων μελετητών του έργου του, δικαιώνει και εκτιμά την ηρωίδα του (Παγανός, 1984: 83/Ραυτόπουλος, 1986: 99). Ωστόσο, η Χ. Αραμπατζή (2011: 32-33) θεωρεί πως η ηλικιωμένη γυναίκα, εκπρόσωπος των ιδεών και αντιλήψεων ενός παλιού κοινωνικού συστήματος που αργοπεθαίνει, δεν κατανοεί το νέα αγωνιστικά ιδεώδη και επιλέγει τον εκούσιο θάνατο μετά την ηθική ταπείνωση που υφίσταται.
Οι ηλικιωμένες ηρωίδες τις περισσότερες φορές εμφανίζονται στα λογοτεχνικά έργα ως πρόσωπα που έχουν κλείσει τον κύκλο της ζωής τους και κατευθύνουν με την σοφία και την εμπειρία τους τις καταστάσεις και τις ζωές των νεότερων. Η θεια Αγγελική του Χατζή με τις γυναικείες μορφές του Παπαδιαμάντη (Ραυτόπουλος, 1986), οι οποίες συνήθως ενεργούν και κινούνται μέσα στα παραδοσιακά κοινωνικά πλαίσια και επιβιώνουν χάρη στο ασκημένο τους ένστικτο. Άλλες φορές είναι αθώα πλάσματα γεμάτα καλοσύνη και άλλοτε στοιχειωμένα από τις κακουχίες της ζωής. Οι ηλικιωμένες γυναίκες παίζουν έτσι και αλλιώς πολύ σημαντικό ρόλο στο διηγηματικό έργο του Α. Παπαδιαμάντη. Πρόκειται κυρίως για συζύγους, μητέρες, πεθερές, γιαγιάδες και μοναχικές γριές της γειτονιάς (Γκασούκα, 2011). Οι χαρακτήρες τους περιλαμβάνουν όλο το φάσμα των αποχρώσεων, πότε υπακούουν στις λαϊκές δεισιδαιμονίες και φόβους και πότε βγαίνουν μπροστά από την εποχή τους. Τύπους καλοσυνάτων-και πάντα βασανισμένων-γεροντισσών συναντούμε σε διηγήματα, όπως Η τελευταία βαπτιστική, Η σταχομαζώχτρα, Στο Χριστό στο Κάστρο, Ο αλιβάνιστος. Κοινά γνωρίσματα της θειας Αγγελικής με τις ηρωίδες των διηγημάτων αυτών αποτελεί η αγνή προαίρεση, η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον διπλανό, η ακλόνητη πίστη στη νομοτελειακή λειτουργία και εξέλιξη του κόσμου. Εδώ ακριβώς ίσως χάνει την ισορροπία της η ηρωίδα του Χατζή, καθώς βρίσκεται ενώπιον κοσμογονικών γεγονότων και εξελίξεων της νέας εποχής που δεν μπορεί να κατανοήσει.
Η μάνα (1906) του Μαξίμ Γκόρκι παρουσιάζει, επίσης, αρκετές ομοιότητες, αλλά και διαφορές με την ηρωίδα του Χατζή. Έχουμε δύο ηλικιωμένες γυναίκες που έχουν μάθει να ζουν στο περιθώριο της ζωής, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κανόνων και συμπεριφορών όπου όλα είναι καθορισμένα. Έτσι είναι η ζωή, θα μπορούσε να είναι το μότο της ζωής τους. Οι γυναίκες προορίζονται για το δεύτερο πλάνο, να υπομένουν και να ανέχονται. Σταδιακά η ηρωίδα του Γκόρκι γνωρίζει την ζωή του αγώνα και της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων της εργατικής τάξης. Οι φτωχοί άνθρωποι δεν αξίζουν την περιφρόνηση και τη βιαιότητα που εισπράττουν από την εξουσία και τους εργοδότες. Οπότε ακολουθεί τον γιο της στους κοινωνικούς του αγώνες για δικαιοσύνη και ισότητα. Αντίθετα, η ηρωίδα του Χατζή αποδέχεται την κοινωνική πραγματικότητα επιλέγοντας να εστιάσει στα θετικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής όπως η συντροφικότητα, η αλληλοβοήθεια και η γνώριμη ρουτίνα του μικρόκοσμου της γειτονιάς. Ο Χατζής δεν φαίνεται να παίρνει ξεκάθαρη θέση για τη στάση της ηρωίδας του, όταν ανακαλύπτει την αλήθεια για τον μαυραγορίτη γείτονά της. Αφήνει την ίδια την ηρωίδα να επιλέξει τον τρόπο που θα αντιδράσει και τα συμπεράσματα στην κρίση του αναγνώστη. Το αν θα έπρεπε να κρατήσει αγωνιστική στάση και να στραφεί ενάντια σε όσα ως τώρα ήξερε και γνώριζε ίσως να έβγαζε τα πράγματα έξω από τη ρεαλιστική τοποθέτηση που ο ίδιος ο συγγραφέας έχει επιλέξει για το έργο του.
Αναφερθήκαμε ήδη στη στενή σχέση του συγγραφέα με την λαϊκή παράδοση, σχέση που συδαυλιζόταν σαφώς και από την πλούσια παράδοση και ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων, γενέτειρας του Χατζή. Η μορφή της ηλικιωμένης γυναίκας, της γριάς, απαντάται, επίσης, πολύ συχνά στα λαϊκά παραμύθια. Εμφανίζεται συνήθως ως μητέρα, σύζυγος, μητριά, γιαγιά, πεθερά, καλοσυνάτη ή κακιά και μοχθηρή γριά. Τα χαρακτηριστικά της κυμαίνονται από την απόλυτη κακία και καλοσύνη ως την απόλυτη εξυπνάδα ή αφέλεια, όπως άλλωστε συμβαίνει στα παραμύθια (Μπαμναρά, 2011/Μανιάρα, 2003). Οι ρόλοι που αναλαμβάνει τις περισσότερες φορές είναι εκείνοι της συμβούλου, του διαμεσολαβητή και της βοηθού (Μανιάρα, 2003).
Στο διήγημα του Χατζή, η θεια Αγγελική φέρει αρκετά από τα γνωρίσματα των ηλικιωμένων ηρωίδων των λαϊκών παραμυθιών. Το περίγραμμα του χαρακτήρα της ηρωίδας και το πλαίσιο δράσης της είναι ξεκάθαρο και περιγράφεται σε αδρές γραμμές, όπως στο παραμύθι (Μαλαφάντης, 2011: 30/Χατζητάκη-Καψωμένου, 2012: 131-133/Luthi, 2018: 87-88). Το ίδιο ισχύει και για τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς της: είναι αγνή, ευγενική, γεμάτη καλοσύνη, αγαθή ως και αφελής (Μαλαφάντης, 2011: 24/Μερακλής, 2007/Αναγνωστόπουλος, 1997: 35-36/Luthi, 2018: 93). Ο ρόλος που διεκπεραιώνει στο διήγημα είναι διπλός. Από τη μία πλευρά λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στον ιδανικό κόσμο των αξιών και ιδεών που εκπροσωπεί με την ακέραιη στάση της και τον ρεαλιστικό κόσμο των δολοπλοκιών, της κερδοσκοπίας και της εκμετάλλευσης. Ο δεύτερος ρόλος που επιτελεί είναι της βοηθού. Χωρίς να το θέλει βοηθά το μαυραγορίτη γείτονα να αποθηκεύσει το εμπόρευμά του.
Βαδίζοντας ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη πραγματικότητα, ο Δημήτρης Χατζής μάς παραδίδει το πορτρέτο μιας γερόντισσας του παλιού κόσμου, που στέκεται αμήχανη μπροστά στη νέα εποχή που ανατέλλει με την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα των δικών της καιρών. Το αν θα αλλοτριωθούμε εντελώς από τα τεκταινόμενα αυτής της νέας εποχής ή όχι, ο συγγραφέας το αφήνει αποκλειστικά σε μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χατζής, Δ. (1999). Το τέλος της μικρής μας πόλης. 5η ανατύπωση 2009. Το ροδακιό
Δευτερογενείς πηγές
Αναγνωστόπουλος, Β. (1997). Τέχνη και τεχνική του λαϊκού παραμυθιού. Αθήνα: Καστανιώτης
Αραμπατζή, Χ. (2011). Δημήτρης Χατζής: Η μετάβαση από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κοινωνία. 2η έκδοση. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη.
Γκασούκα, Μ. (1996). Η κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή). Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο: Αθήνα
Ζήρας, Α. (1982). Χρονικές, πολιτικές και γλωσσολογικές διαστάσεις στο έργο του Δημήτρη Χατζή, Διαβάζω, τ. 55, σσ. 32-35
Κουρμαντζή, Ε. (1999). Το τέλος της μικρής μας πόλης: Ο κύκλος και τα πρόσωπα στο (επιμ. Γ. Η. Παππάς, Α. Δ. Σκιαθάς) Δημήτρης Χατζής : μια συνείδηση της ρωμιοσύνης / Δήμος Ιωαννίνων, Πανεπιστήμιο Ιωαννιτών. (σσ. 239-261) Πάτρα: Αχαϊκές Εκδόσεις
Μαλαφάντης. Κ. Δ. (2011). Το παραμύθι στην εκπαίδευση. Αθήνα: Διάδραση
Μανιάρα, Β. (2003). Η γυναίκα στο λαϊκό παραμύθι. (Πτυχιακή εργασία). Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας: Βόλος
Μπαμναρά, Χ. (2011). Λαϊκό παραμύθι. Παραμύθια της Θεσσαλίας και η παρουσία της γυναίκας σ’ αυτά. (Πτυχιακή εργασία). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο: Θεσσαλονίκη
Μερακλής, Μ. (1971). Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία (1945-1970). ΙΙ. Πεζογραφία. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Κωνσταντινίδη
Του ίδιου. (1994). Κώστας Κρυστάλλης: η μετάβαση από το λόγιο στο αγροτικό ήθος, Σκουφάς, τ. Θ΄, 501-502 (1994/2), σσ. 501-513
Του ίδιου. (2007). Έντεχνος λαϊκός λόγος. 2η έκδοση. Αθήνα: Καρδαμίτσα
Luthi, M. (2018). Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση. Αισθητική και ανθρωπολογία. (μτφρ.
Κατρινάκη Ε.) Αθήνα: Πατάκης
Παγανός, Γ. (1984). Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία. Αθήνα: Καστανιώτης
Ραυτόπουλος, Δ. (1986). Κρίσιμη λογοτεχνία. Αθήνα: Καστανιώτης
Τζιόβας, Δ. (1980). Η πεζογραφία του Δημήτρη Χατζή. Ιδεολογία και αισθητική λειτουργία. Ανάτυπο από την Ηπειρώτικη Εστία: Ιωάννινα
Χατζητάκη-Καψωμένου, Χ. (2012). Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι. 2η έκδοση.
Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Μανόλη Τριανταφυλλίδη
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Ε. Αυδίκο για τη βοήθειά του με το άρθρο του κ. Μ. Μερακλή για τον Κ. Κρυστάλλη. Επίσης, ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη βοήθεια και συνδρομή τους τους Α. Σαραντοπούλου, Μ. Παρίσση και Γ. Πουρνή.
*Η Μένη Πουρνή είναι απόφοιτη του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ.
** Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο περιοδικό «Ο αναγνώστης» www.oanagnostis.gr