Ένα εντελώς διαφορετικό αφήγημα, από το κυβερνητικό, παρουσιάζει η έρευνα του Παρατηρητηρίου Περιφερειακών Πολιτικών και του Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης «διαNEOσις» -υπό την επιστημονική επίβλεψη του Αλέξανδρου Καρακίτσιου, Ερευνητή – Οικονομολόγου στην Τράπεζα της Ελλάδος, για τη φτώχεια στην ελληνική επικράτεια.
Η Ήπειρος λοιπόν παρουσίασε μείωση του ΑΕΠ κατά 6,7% μεταξύ 2019-2020, το 2022 όμως είχε θετική διαφορά από τον εθνικό μέσο όρο εισοδήματος κατά 6%.
Το δε ποσοστό φτώχειας ήταν 16,3%, το 2022.
Το ποσοστό είναι μεν μικρότερο από 2017, έχει αυξηθεί σε σχέση με το 2021.
Η Περιφέρεια Ηπείρου είναι μία από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις ως προς τη διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού φτώχειας.
Αναφέρει δηλαδή πως, παρότι το 2022 το 16,3% του πληθυσµού της βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας (2,1 ποσοστιαίες µονάδες κάτω από το εθνικό ποσοστό), το 2020 το ποσοστό φτώχειας ήταν στο 20,9% (2,1 ποσοστιαίες µονάδες πάνω από το εθνικό ποσοστό).
Η έρευνα αποτυπώνει έντονες διακυµάνσεις µεταξύ των ετών, γεγονός που πιθανώς να οφείλεται στην ευαισθησία του ποσοστού φτώχειας στις µεταβολές της εθνικής γραµµής φτώχειας.
«Εποµένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αποτελέσµατα πρέπει να ερµηνευ θούν µε προσοχή και δίνοντας έµφαση στις µεταβολές της εισοδηµατικής κατανοµής κάθε Περιφέρειας», αναφέρει.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος, οι πιο πλούσιες –με βάση τον παραπάνω δείκτη Περιφέρειες- ήταν η Αττική (+32%), Νότιο Αιγαίο (+28%), Κρήτη (+17%), Ιόνια Νησιά (11%).
Το χάσμα φτώχειας (δείκτης FGT2) σε σύγκριση με τον εθνικό δείκτο, είναι ενδεικτικό, στην Ήπειρο: 0,8 το 2020, το 6ο πιο αρνητικό στη χώρα.
Άλλα σημαντικά ευρήματα της έρευνας, σε σχέση με την Ήπειρο, είναι ότι η επίδραση της πανδημίας στα εισοδήματα δεν ήταν μεγάλη, καθότι η εξάρτησή της από τις σχετικές δραστηριότητες είναι μικρότερη.