Πριν από ένα χρόνο και μερικούς μήνες, ο Κωνσταντίνος Πέτσιος, καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας, εκ μέρους του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ο Γιώργος Σμύρης, καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ως εκπρόσωπος του ΤΕΕ, έστειλαν στο δημοτικό συμβούλιο Ιωαννίνων ένα αναλυτικό υπόμνημα για τη δημιουργία ενός «Μνημείου εθνικών ευεργετών και διδασκάλων του Γένους» στα Ιωάννινα. Το υπόμνημα, τους ζητήθηκε από μια διαπαραταξιακή επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν στελέχη του Δήμου Ιωαννιτών και της Περιφέρειας Ηπείρου.
Το υπόμνημά τους περιλάμβανε όλα τα στοιχεία, χωροταξικά, πολεοδομικά και πολιτισμικά, καταθέτοντας μια συνολική πρόταση για το μνημείο:
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Με ομόφωνη απόφαση της «Επιτροπής για την ανέγερση μνημείου Ηπειρωτών Ευεργετών και διδασκάλων του Γένους» (συνεδρία 8-10-2020) που συγκροτήθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου Ιωαννιτών μάς ανατέθηκε να συντάξουμε Υπόμνημα και να υποβάλουμε Πρόταση για την ενδεδειγμένη θέση, από άποψη χωροταξική, πολεοδομική, ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική, του προς ανέγερση «Μνημείου Εθνικών Ευεργετών και διδασκάλων του Γένους». Η πρότασή μας, η οποία είναι απόρροια μελέτης των βιβλιογραφικών δεδομένων, διεξοδικών συζητήσεών και αυτοψίας σε ποικίλες εν δυνάμει «περιοχές υποδοχής» του προς ανέγερση «Μνημείου», ορισμένα σημεία της οποίας παρουσιάσθηκαν ήδη προφορικώς κατά την διάρκεια Συνεδριών της Επιτροπής, έχει ως εξής:
Α. Οι Θεωρητικές προκείμενες της επιλογής
Το προτεινόμενο έργο τέχνης θα πρέπει να τοποθετηθεί στο αστικό περιβάλλον σε θέση που να προσφέρει στους θεατές (κατοίκους – επισκέπτες) ειδικές συνθήκες πρόσληψης. Το «Μνημείο», εντασσόμενο στον δημόσιο χώρο, επιβάλλεται να παρέχει την δυνατότητα στο κοινό να αναπτύξει αναστοχαστικούς συνειρμούς, αναφορικώς με τα μηνύματα που σηματοδοτεί η θέασή του και ο τρόπος ένταξής του στην περιβάλλουσα πραγματικότητα. Ο θεατής τόσο με το βλέμμα, αλλά και την φυσική προσέγγιση θα πρέπει να είναι σε θέση να διαλέγεται με την αισθητική της μορφής και τις σημασίες που κρυσταλλώνονται στην εικαστική γλώσσα που αρθρώνεται μέσω της «παρουσίας» του έργου τέχνης. Η απρόσκοπτη συμ-μετοχή του θεατή στον διάλογο που διαμορφώνεται μέσω του βλέμματος προϋποθέτει την απουσία φυσικών ή τεχνικών εμποδίων, ή, με διαφορετική διατύπωση, ένα πεδίο ανοικτών οριζόντων, έτσι ώστε το «Μνημείο» να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς με ιστορικές, κοινωνικές, τοπολογικές και πολιτισμικές συνδηλώσεις. Το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον είναι ανάγκη να λειτουργεί ως έκκεντρο ενός κύκλου με το «Μνημείο» σε πρωτεύουσα θέση, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η ανάγνωσή του μέσα από διαφορετικά, και πολλαπλά, τοπογραφικά και πνευματικά πρίσματα.
Το ζήτημα του συγκεκριμένου έργου τέχνης έχει για προφανείς λόγους βαρύνουσα σημασία για την πόλη των Ιωαννίνων, διότι η Ηπειρωτική Ευποιΐα αποτελεί ένα δεσπόζον γνώρισμα της συλλογικής μας συνείδησης και στην συζυγία «Ευεργέτες – Παιδεία» κατοπτρίζεται με τον πλέον έκδηλο τρόπο η κοινωνική αξιοποίηση του πλούτου: ίδρυση και οικονομική συντήρηση Σχολείων, χρηματοδότηση διδασκόντων, χορήγηση υποτροφιών, εκδόσεις βιβλίων, ανέγερση Εκκλησιών, οικοδόμηση Νοσοκομείων, συνδρομή αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας. Η διασύνδεση οδών, κτιρίων και περιοχών με τα ονόματα των Ευεργετών, καθώς και οι ενιαύσιες τελετές και οι συναφείς πνευματικές εκδηλώσεις που ήταν και είναι αφιερωμένες στην μνήμη τους υπογραμμίζουν το γεγονός της παρουσίας των Ηπειρωτών Ευεργετών στην συλλογική μας μνήμη, την οποία επιβάλλεται να προβάλει στο διακείμενο πεδίο το προς ανέγερση «Μνημείο».
Ο αστικός χώρος υποδοχής ο οποίος θα επιλεγεί θα πρέπει, κατά συνέπεια, να συμβάλλει στην δημιουργία πολυεπίπεδων, αλλά ευανάγνωστων, εικόνων, στις οποίες να εγγράφονται «στιγμές» από την περιβαλλοντική και ανθρωπογενή ιστορία της πόλης μας, τις καθημερινές εθιμικές συμπεριφορές, τα βιώματα των μεγαλυτέρων συμπολιτών μας και τα ερωτήματα των νεοτέρων, καθώς και όσων μαθητεύουν στην ανάγνωση του παρελθόντος μέσα από το πρίσμα που προσφέρει η σύγχρονη γραμματική του πολιτισμού. Το «Μνημείο» επιβάλλεται να αναδεινύεται μέσα από τα μικρογεωγραφικά χαρακτηριστικά του ως «σημείο» συνάντησης των επιμέρους υποκειμενικών ενεργημάτων, «σημείο» στο οποίο θα τέμνονται οι ατομικές περιηγήσεις των πολιτών με την απαραγνώριστη σήμανση του δημοσίου χώρου: εμβίωση ελευθερίας, απομείωση, κατά το δυνατόν, της όχλησης και της τύρβης της καθημερινότητας, αστικό πράσινο, δυνατότητα ανάπαυλας και ηρεμίας, καθώς και αφορμές ανασύστασης του χωροχρονικού ορίζοντα μέσα από το παρατηρητήριο που προσφέρει το συγκεκριμένο έργο τέχνης.
Εκείνο το οποίο θα πρέπει να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό είναι η αναγκαιότητα της αξιοποίησης του δημοτικού αρχιτεκτονικού συνθέματος, έτσι ώστε να μορφοποιηθούν σε κομβικά σημεία της πόλης μας εστίες κοινωνικής συναλληλίας σε χώρους που προσφέρονται για ανάλογες δράσεις. Καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό των συγκεκριμένων «τόπων», την ανάπλασή τους και τον εμπλουτισμό τους με έργα τέχνης είναι η ασφαλής και απρόσκοπτη πρόσβαση όλων, η ελευθερία της κίνησης, ο φυσικός συνδυασμός φωτεινότητας και σκίασης και η συναίσθηση της εύροιας του βίου που μας προσφέρει η εικόνα του ρέοντος ύδατος. Τα δεδομένα αυτά αποτελούν τις προϋποθέσεις για να αναλογισθούν οι επισκέπτες την αξία της ισόρροπης σχέσης ανάμεσα στο φυσικό και το αστικό περιβάλλον και την απαραγνώριστη συμβολή της τέχνης στην νοηματοδότηση της ιστορικής μας μνήμης.
Σε συνάφεια με τα παραπάνω, ο χώρος ανέγερσης του «Μνημείου» των Ηπειρωτών Ευεργετών θα πρέπει να συνδυασθεί, κατά την γνώμη μας, με ένα οίκημα, το οποίο θα λειτουργεί ως Μουσείο – Εστία ενημέρωσης των επισκεπτών, και ιδιαίτερα των μαθητών, για την πνευματική κίνηση κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και την καθοριστικής σημασίας συνεισφορά των Ευποιητών της πόλης των Ιωαννίνων και της Ηπείρου στον Νεότερο Ελληνισμό.
Β. Η πρόταση
Έχοντας ως θεωρητικές συντεταγμένες της σκέψης μας όσα ακροθιγώς αναφέραμε παραπάνω, η πρόταση η οποία πληροί με επάρκεια τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις συνοψίζεται στα εξής:
Για την πολεοδομική ένταξη του έργου προτείνεται η ευρύτερη περιοχή που προσδιορίζεται από: Α. τον Ι. Ν. Αρχιμανδρείου με τον αύλειο χώρο-κοιμητήριο· Β. το διαβατικό-κωδωνοστάσιο προς τον χώρο αυτό, από την βασική οδική αρτηρία· Γ. την οδό Αρχιμανδρείου· Δ. την οικία Γεωργίου και Φερενίκης Καλούδη· Ε. τον αύλειο χώρο της Ι.Μ. Αγίας Αικατερίνης· ΣΤ. το ανώνυμο πάρκο μπροστά από το κωδωνοστάσιο του Ναού, ως ο μοναδικός ανοιχτός χώρος προς τις οδούς Βηλαρά και Βαλαωρίτου· Ζ. το πάρκο Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος· Η. τη (νέα) Ζωσιμαία σχολή· Θ. την Οδό Καστρισόγια, και Ι. το «Άλσος», στο οποίο προτείνουμε να ανεγερθεί το «Μνημείο των Ηπειρωτών Ευεργετών και διδασκάλων του Γένους», με την αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος και του υδάτινου στοιχείου που προσδιορίζει τον χαρακτηρισμό του τοπίου ως «Άλσος», δηλαδή ως δενδρόφυτου τόπου «με ύδωρ που ανατινάσσεται» (από το αρχαίο ρήμα «άλλομαι»: ανατινάσσομαι, αναπηδώ, σκιρτώ), εικόνα που προσφέρει το υπάρχον, αλλά επιχωματωθέν, συντριβάνι.
Η ένταξη του «Μνημείου» στο συγκεκριμένο κομβικό σημείο, στο πλαίσιο της ευρυχωρίας που ιχνογραφήσαμε παραπάνω, συνδυάζει στοιχεία της ταυτότητας της πόλης των Ιωαννίνων, της ιστορικής της Γεωγραφίας, των εθνολογικών της γνωρισμάτων, καθώς και της κοινωνικής και πολιτισμικής της Ιστορίας.
Στον συγκεκριμένο χώρο υπήρχε ο Ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στη συμβολή των σημερινών Οδών Βαλαωρίτου, Πουκεβίλ και Σαμουήλ, ο οποίος μετατράπηκε, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, στο «Μπαχράμ Πασά ή λιαμ Τζαμί» [1], η ίδρυση του οποίου τοποθετείται στα μέσα του 16ου αιώνα (1555/1558) [2]. Ήδη από την δεκαετία του 1950 το «Άλσος» μετονομάσθηκε σε «Άλσος των ποιητών» μετά από πρωτοβουλία της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών για την φιλοτέχνηση των προτομών ηπειρωτών λογοτεχνών, ποιητών και ιστορικών και την διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, η πρώτη εκ των οποίων ήταν αφιερωμένη στον Κώστα Κρυστάλλη (1959) [3].
Το «Άλσος» βρίσκεται στο επίκεντρο ενός αξιοσημείωτου τοπογραφικού, ανθρωπογεωγραφικού, εκπαιδευτικού και οδικού συνθέματος του οποίου οι επιμέρους ονοματοθεσίες είναι χαρακτηριστικές: Οδός Ευεργετών, Ι. Ν. Αρχιμανδρείου (και Οδός Αρχιμανδρείου), Οικία Καλούδη, Ι. Μ. Αγίας Αικατερίνης, Πλατεία Σπυρίδωνος, Ζωσιμαία Σχολή, Οδός Βηλαρά, Οδός Βαλαωρίτου, Ελισαβέτειο Σχολείο, Οδός Καστρισόγια, «Άλσος». Στο «Άλσος» εκβάλλει επίσης η Οδός Τσακάλωφ. Πρόκειται για ονομασίες που αποτυπώνουν με ανεξίτηλο τρόπο ένα ιστορικό γίγνεσθαι που αναγνωρίζουμε την συνέχειά του στην παροντική μας ατομική και συλλογική ύπαρξη.
Για τα επιμέρους σημεία της χαρτογραφικής εικόνας που σας παρουσιάζουμε υπάρχουν ισχυρά ιστορικά, πολιτιστικά και πολεοδομικά γνωρίσματα, από τα οποία αναφέρουμε ενδεικτικώς το αρχιτεκτόνημα του κωδωνοστασίου του Αρχιμανδρείου, το οποίο αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα του Αριστοτέλη Ζάχου, ο οποίος σχεδίασε και την Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία της πόλης μας, δωρεά της «τετρακτύος των Ζωσιμάδων».
Στον Ι. Ν. Αρχιμανδρείου τελείται κατά παράδοση το ετήσιο μνημόσυνο των Ευεργετών, στον χώρο του ναϊδρίου του Αγίου Φανουρίου υπάρχουν οι τάφοι του Παναγιώτη Αραβαντινού (1811-1870) και του Σπυρίδωνος Μανάρη (1805-1886), μαθητή του Αθανασίου Ψαλίδα (1767-1829) και Διευθυντή της Ζωσιμαίας Σχολής, και αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στον συγκεκριμένο Ναό («Μονή» και ενδιαίτημα αρχικώς του Αρχιμανδρίτη της εκκλησιαστικής περιφέρειας της πόλης των Ιωαννίνων)[4] ιερουργούσε ο Βησσαρίων Μακρής (1635-1699), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος Σχολάρχης του νεόδμητου Εκπαιδευτηρίου του Εμμανουήλ Γκιόνμα.
Η οικία του Γεωργίου Καλούδη (1864/5-1952), του «Γυμνασιάρχη της απελευθέρωσης»[5], με την πλούσια Βιβλιοθήκη και το σπάνιο αρχειακό υλικό, είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση που επισημάναμε παραπάνω, να λειτουργήσει δηλαδή ως πνευματική εστία σπουδής της ιστορίας και της σημασίας του Ευεργετισμού και της Ηπειρωτικής Λογιοσύνης [6], με την συνδρομή της ψηφιακής τεχνολογίας.
[1]. Βλ. Παναγιώτης Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, των τε ομόρων Ελληνικών και Ιλλυρικών Χωρών […], Τόμος Β΄, Εν Αθήναις, 1856, σ. 245· πβ. Ιωάννης Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Μελετήματα […], Τόμος Α΄, Εν Αθήναις, 1887, σ. 19. Βλ. επίσης, Κωνσταντίνος Ι. Κουλίδας, Τα μουσουλμανικά βακούφια της πόλεως των Ιωαννίνων. Ιστορική μελέτη, Ιωάννινα, 2004, σσ. 168 κ.ε.
[2]. Βλ. αναλυτικά Γιώργος Σμύρης, «Τα μουσουλμανικά τεμένη των Ιωαννίνων και η πολεοδομία της οθωμανικής πόλης», Ηπειρωτικά Χρονικά, 34 (2000), σσ. 9-90. [
3]. Βλ. Ήπειρος. Ιστορική παράδοση και δημιουργική συνέχεια. Η Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών και ο θεμελιωτής της Κ. Φρόνζος, Ιωάννινα, ΕΗΜ, 1989, σσ. 355 κ.ε. [
4]. Βλ. Ιωάννης Αναστασίου, «Παλιότερες και νεώτερες ειδήσεις για το Αρχιμανδρείο», Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 3 (1981), σσ. 27-38.[